Μετά από τρία συνεχόμενα χρόνια στο μέτωπο του πολέμου, ο 60χρονος Ουκρανός Σέρχι Κουράκιν απολαμβάνει χαμογελαστός τη θέα στη θάλασσα από το αρχονταρίκι ενός μοναστηριού στο Αγιον Ορος και κρατά στα χέρια του ένα κομποσκοίνι.

Αγιον Ορος, Αποστολή

Αντικρίζοντας κανείς το γαλήνιο πρόσωπο αυτού του μικρόσωμου άνδρα, δεν μπορεί να διακρίνει με την πρώτη ματιά το σκοτάδι που φώλιασε βαθιά στην ψυχή του από τον εφιάλτη που έζησε ως αιχμάλωτος στα χέρια της ρωσικής μισθοφορικής οργάνωσης Βάγκνερ και τη φρίκη που βίωσε στη γραμμή άμυνας που οργανώθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην πατρίδα του.

Οταν αρχίζει να ανακαλεί στη μνήμη του την κτηνωδία και τη βαρβαρότητα του πολέμου, συνοφρυώνεται, ανάβει ένα τσιγάρο και αρχικά διστάζει να αναφερθεί με λεπτομέρειες στις φρικαλεότητες για τις οποίες είναι ικανοί οι άνθρωποι. «Δεν μου αρέσει να λέω τέτοιες λεπτομέρειες, επειδή ο πόλεμος είναι πάντα αίμα και βρωμιά» λέει στο «Βήμα» ο Κουράκιν, ο οποίος υπήρξε μέλος μιας εδαφικής ομάδας άμυνας στο Ρίβνε της Δυτικής Ουκρανίας και από το 2018 ασχολιόταν με τη δημιουργία τέτοιων ομάδων.

Παρόμοιες ομάδες εθελοντών συμμετείχαν αποτελεσματικά στον πόλεμο στο Ντονμπάς και ο σχηματισμός τους ενισχύθηκε πριν ακόμη η Ρωσία εξαπολύσει την επίθεση στην Ουκρανία. «Εκπαιδευόμασταν, συζητούσαμε οργανωτικά θέματα και προετοιμαζόμασταν. Εμείς πιέσαμε πολύ το κράτος να ψηφιστεί ο νόμος ώστε να θεσμοθετηθούν τέτοιες ομάδες άμυνας και να ενταχθούν επίσημα στις ένοπλες δυνάμεις» λέει.

Η κόλαση του Μπαχμούτ

Η στρατιωτική ομάδα του είχε στη διάθεσή της ελαφρύ οπλισμό πεζικού και δεν ήταν αυτόνομη στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Κυρίως λειτουργούσε υποστηρικτικά σε μεγαλύτερους στρατιωτικούς σχηματισμούς. Τον Μάρτιο του 2023 βρέθηκαν στην πόλη Μπαχμούτ, στην Ανατολική Ουκρανία, προσπαθώντας να αναχαιτίσουν τις δυνάμεις της Βάγκνερ που επιχειρούσαν στην περιοχή. Η πόλη είχε ερημώσει, καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι την είχαν εγκαταλείψει. Μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι παρέμεναν εκεί και σκυλιά που τριγυρνούσαν στους δρόμους, θυμάται ο Κουράκιν.

Τη στιγμή που οι μισθοφορικές δυνάμεις του Γεβγένι Πριγκόζιν σφυροκοπούσαν την πόλη, ο 60χρονος μαζί με άλλα τέσσερα άτομα βρισκόταν στο υπόγειο ενός τριώροφου κτιρίου που είχε καταρρεύσει από τα βλήματα των ρωσικών αρμάτων. «Δεχόμασταν συνεχόμενες επιθέσεις. Η γύρω περιοχή είχε γεμίσει από πτώματα και αυτοί προέλαυναν περνώντας από πάνω τους. Τη νύχτα πολλά σκυλιά έτρωγαν τα πτώματα που ήταν στους δρόμους» λέει.

«Μας είχαν δέσει τα χέρια και μας χτυπούσαν συνεχώς. Ξαφνικά άκουσα έναν πυροβολισμό και έπεσε νεκρός ο συνάδελφός μου»

 Η ομάδα του επικοινώνησε μέσω ασυρμάτου με ανώτερους αξιωματικούς του ουκρανικού στρατού και ζήτησε να ανοιχθεί ένας διάδρομος διαφυγής ώστε να εγκαταλείψουν το κτίριο. Η απάντηση που πήραν ήταν αρνητική.

«Μας είπαν να κρατήσουμε τη θέση μας. Η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε αντεπίθεση. Είχαμε μόνο χειροβομβίδες και ελαφρύ οπλισμό. Αυτοί είχαν άρματα μάχης. Σε μία από τις επιθέσεις έφτασαν πολύ κοντά και μας έριξαν πολλές χειροβομβίδες. Σχεδόν κουφάθηκα από τις εκρήξεις. Δεν ξέρω πώς επέζησα. Οταν μας έβγαλαν από εκεί, ήμασταν δύο και μας πήραν αιχμαλώτους. Ενας συμπολεμιστής μου ήταν στο μέσα δωμάτιο του υπογείου και συνέχισε να μάχεται αλλά τελικά τον σκότωσαν» αφηγείται ο Κουράκιν.

«Τον εκτέλεσαν μπροστά μου»

Οι δύο Ουκρανοί οδηγήθηκαν σε ένα όχημα του ρωσικού στρατού. «Μας είχαν δέσει τα χέρια και μας χτυπούσαν συνεχώς. Αυτοί που ήρθαν με το όχημα ήταν χειρότερα ζώα και αφού μας χτύπησαν πάρα πολύ δυνατά, άρχισαν να λένε μεταξύ τους “γιατί να έχουμε δύο, δεν χρειαζόμαστε δύο”. Μας φώναξαν και άρχισαν να αποφασίζουν μεταξύ τους ποιον θα σκότωναν. Ξαφνικά άκουσα έναν πυροβολισμό και έπεσε νεκρός ο συνάδελφός μου. Εμένα με έβαλαν στο αυτοκίνητο και έφυγα» λέει.

Μετά από βασανιστήρια και αφού ανακρίθηκε, μεταφέρθηκε σε ένα υπόγειο με ελάχιστο φωτισμό μιας παλιάς βιοτεχνίας υποδημάτων στην περιοχή του Ντονέτσκ. Εκεί κρατήθηκε για 40 ημέρες μαζί με άλλους 50 ουκρανούς αιχμαλώτους σε έναν χώρο περίπου 50 τετραγωνικών μέτρων, όπως λέει ο ίδιος. Υπήρχαν ξύλινες παλέτες ως κρεβάτια και στη μέση δύο κουβάδες που χρησίμευαν ως… τουαλέτες! Το φαγητό και το νερό που τους έδιναν καθημερινά ήταν ελάχιστο.

«Δεν μου αρέσει να λέω τέτοιες λεπτομέρειες, επειδή ο πόλεμος είναι πάντα αίμα και βρωμιά»

«Είχα εκπαιδευτεί σε σενάρια αιχμαλωσίας. Σε τέτοια περίπτωση δεν χρειάζεται να κάνεις τον ήρωα, αφού ένας μεσαίος στρατιώτης δεν έχει κάποια σημαντική πληροφορία. Μας έδιναν ελάχιστο φαγητό. Μερίδες ρωσικού στρατιωτικού φαγητού για ένα άτομο τις μοιραζόμασταν τρεις κρατούμενοι. Το νερό ήταν 1,5 λίτρο για δύο άτομα την ημέρα. Ευτυχώς επειδή δεν τρώγαμε πολύ, δεν χρησιμοποιούσαμε αυτές τις… τουαλέτες».

Ο Κουράκιν ήταν ανάμεσα στις ανταλλαγές αιχμαλώτων που πραγματοποιήθηκαν πριν από το Πάσχα του 2023. Οπως λέει, αυτό που τον βοήθησε κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του ήταν η πίστη του αλλά και η ελπίδα να επισκεφθεί το ουκρανόφωνο κελί της Μονής Παντοκράτορος στο Αγιον Ορος, στο οποίο βρίσκεται αρκετά συχνά τον τελευταίο χρόνο και προσφέρει εργασία για την ανακατασκευή του.

«Η αιχμαλωσία για μένα ήταν πιο εύκολη επειδή είμαι πιστός και προσευχόμουν. Είχα μάθει, ακριβώς πριν από τον πόλεμο, για το κελί στο Αγιον Ορος και αυτό μου έδινε ελπίδα και δύναμη ότι κάποια ημέρα θα το επισκεφθώ. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις ένα τέτοιο μέρος για να προσεύχεσαι στη δική σου γλώσσα» αναφέρει. Οπως λέει, έχει φίλους χριστιανούς από την ουκρανική και τη ρωσική εκκλησία αλλά και μουσουλμάνους. «Οταν γύρισα, οι φίλοι μου είπαν ότι προσεύχονταν για μένα. Αυτό με συγκίνησε πολύ. Υπάρχει το μίσος αλλά δεν πρέπει να μας φάει. Ολες οι θρησκείες διδάσκουν την αγάπη, αλλά πολλοί πόλεμοι γίνονται εξαιτίας της θρησκείας».

Μετά την απελευθέρωσή του έδωσε κατάθεση για να χρησιμοποιηθεί στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο σε ενδεχόμενη παραπομπή της Ρωσίας. Ωστόσο, όπως σημειώνει, είναι ανώφελο να τιμωρηθούν τα μέλη της Βάγκνερ. «Ποιοι είναι; Είναι αυτοί που τους τιμώρησαν, τους φυλάκισαν και τους έστειλαν να πολεμήσουν. Δεν πρόκειται να αλλάξουν» σημειώνει.

Στην ερώτηση αν ο ίδιος έχει σκοτώσει άνθρωπο κατά τη διάρκεια του πολέμου η απάντηση είναι αφοπλιστική. «Νιώθω την ευθύνη για αυτό που έχω κάνει. Μολονότι λένε ότι η υπεράσπιση της πατρίδας δεν είναι αμαρτία, όταν σκοτώνεις, ξέρεις ότι σκοτώνεις μια ζωντανή ψυχή κι αυτό κάθεται μέσα σου. Στον πόλεμο δεν υπάρχει τίποτα ηρωικό. Είναι αίμα, βρωμιά, καθημερινή ρουτίνα και δουλειά» λέει.