Τραγούδησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα – στο Θέατρο του Λυκαβηττού, στην Αθήνα – τον Σεπτέμβριο του 2004. Η Σάρα Μπράιτμαν επανέρχεται αυτή τη φορά για ένα ρεσιτάλ στο Sani Festival της Χαλκιδικής, στις 29 Ιουλίου. Η διάσημη αγγλίδα τραγουδίστρια με την πλούσια δισκογραφία και με τις συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως ο Αντριου Λόιντ Γουέμπερ (που υπήρξε σύζυγός της και έγραψε για εκείνη τον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Φάντασμα της όπερας»), ο Πλάθιντο Ντομίνγκο («Requiem» του Γουέμπερ), ο Χοσέ Καρέρας («Amigos Para Siempre») και ο Αντρέα Μποτσέλι («Con Te Partirò»), φέρνει μαζί της επιλεγμένα κομμάτια από το πλούσιο ρεπερτόριό της. Ξεκινώντας από την όπερα και φθάνοντας στις πιο σύγχρονες επιτυχίες του μιούζικαλ της της ποπ μουσικής. Προσκαλώντας το ελληνικό κοινό σε ένα ταξίδι γεμάτο διαχρονικές μελωδίες, τρυφερά αισθήματα και υψηλές, πολύ υψηλές, νότες – στις οποίες οφείλει μεγάλο μέρος της δημοφιλίας της. Αλλά και ξαναβρίσκοντας, η ίδια, με λαχτάρα το ελληνικό καλοκαίρι, καθώς, όπως λέει στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, «η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία θα ήθελα να περάσω περισσότερο χρόνο. Επιστρέφω πάντα με χαρά. Για πολλούς λόγους. Είναι η τόσο σημαντική η κουλτούρα της, είναι η ιστορία της που τη βλέπεις παντού γύρω σου… Oλο αυτό σου δημιουργεί μια υπέροχη αίσθηση. Και είναι και το φαγητό της! Γιατί, δεν το κρύβω, είμαι άνθρωπος που απολαμβάνει το καλό φαγητό!» (γελάει).

Ευκαιρία λοιπόν να απολαύσετε µερικές βουτιές στις ελληνικές θάλασσες! Ευκαιρία και για εµάς να σας ακούσουµε για άλλη µια φορά. Τι τραγούδια φέρνετε µαζί σας;

«Τραγούδια και άριες που αγαπώ και που ακόμα και αν ανήκουν σε διαφορετικά μουσικά στυλ, μου αρέσει να τα βάζω το ένα δίπλα στο άλλο. Oπως μου αρέσει να τραγουδώ έξω στη φύση, σε χώρους όμορφους που έχουν τη δική τους ιστορία, όπως η σκηνή του Sani Festival. Εν προκειμένω είναι καλοκαίρι, ξέρω πως ο κόσμος έρχεται σε μια συναυλία που δίνεται σε έναν τέτοιο εξωτερικό χώρο, χαλαρός και χαρούμενος, για να απολαύσει τη μουσική αλλά και το τοπίο και την υπέροχη θερμοκρασία. Το έλαβα και αυτό υπόψη μου για να φτιάξω το πρόγραμμα, συγκεντρώνοντας όμορφα και τρυφερά κομμάτια που μας μεταφέρουν π.χ. από τον κόσμο του Ενιο Μορικόνε στον μαγικό κόσμο της όπερας, με άριες όπως το τραγούδι προς το φεγγάρι από τη «Ρουσάλκα» του Ντβόρζακ. Eνα ακόμα τραγούδι που ταιριάζει, νομίζω, στον χώρο και στο ύφος της συναυλίας είναι το «Pie Jesu» από το «Ρέκβιεμ» του πρώην συζύγου μου, του Αντριου Λόιντ Γουέμπερ. Πρόκειται για ένα κομμάτι που για εμένα έχει ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος αυτή την περίοδο».

Είναι πράγµατι ένα υπερβατικό κοµµάτι, κάτι σαν προσευχή. Πώς όµως το συνδέετε µε αυτή την περίοδο;

«Τα προηγούμενα χρόνια, με όλα αυτά που συνέβησαν – αναφέρομαι στην πανδημία – πολλοί έχασαν δικούς τους, αγαπημένους ανθρώπους. Το τραγουδώ λοιπόν ως αναφορά σε εκείνες τις απώλειες, για να τιμήσω εκείνους που έφυγαν. Είναι εξάλλου ένα κομμάτι που πάντα συγκινεί. Θα πω όμως και μερικά κομμάτια από το «Φάντασμα της όπερας», ένα μιούζικαλ που έχει σημαδέψει τη σταδιοδρομία μου και που ο κόσμος πάντα το αγαπά. Αυτά και πολλά άλλα».

Πόσο εύκολο είναι να αποδίδετε µε τη φωνή σας ένα τόσο ευρύ ρεπερτόριο, που ξεκινά από την όπερα και περνά στο µιούζικαλ και στην ποπ µουσική;

«Νομίζω πως όλα είναι θέμα εκπαίδευσης και μελέτης, εν προκειμένω της εκπαίδευσης που έχω λάβει και πάνω στο κλασικό τραγούδι. Eχω δουλέψει πολύ σκληρά όλα αυτά τα χρόνια. Η βάση μου, τα θεμέλια του τρόπου με τον οποίο ερμηνεύω, βρίσκονται στο κλασικό τραγούδι. Οι δάσκαλοι με τους οποίους συνεχίζω να μελετώ στην Αγγλία και αλλού είναι δάσκαλοι με τους οποίους δουλεύω πάντα αυτού του είδους την τεχνική. Eχω, πιστεύω, μια πολύ στέρεη τεχνική και αυτό με κάνει να προσεγγίζω με μεγαλύτερη ευκολία και άλλα είδη εκτός από την όπερα, χωρίς να βάζω τη φωνή μου σε κίνδυνο. Ξέρω πώς να την προστατεύω, αλλά και πώς να τη χρησιμοποιώ για να προσεγγίζω π.χ. την ποπ μουσική που έχει άλλου είδους απαιτήσεις από το λυρικό τραγούδι. Την ίδια στιγμή, προσπαθώ να είμαι όσο γίνεται πιο σωστή στο στυλ κάθε είδους».

Πώς και δεν κάνατε καριέρα στην όπερα; Eχετε φωνή µε µεγάλη έκταση, ικανή να αποδώσει πολύ υψηλές νότες.

«Γιατί όταν δούλευα με τους δασκάλους μου μού έλεγαν «μπορείς να κάνεις και αυτό», «μπορείς να κάνεις και το άλλο», «μπορείς να δοκιμάσεις και κάτι διαφορετικό»… Και με παρέσυραν (σ.σ.: γελάει). Στην πραγματικότητα, δεν νομίζω πως μου ταίριαζε απόλυτα ο τρόπος που δουλεύεις όταν κάνεις μόνο όπερα. Πάντα μου άρεσαν πολλά διαφορετικά είδη μουσικής και η αίσθηση ελευθερίας που έχεις όταν δεν περιορίζεσαι σε ένα συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Πάντα αγαπούσα τους πειραματισμούς. Μου άρεσαν και δεν τους φοβόμουν, αλλά τους επιζητούσα, από τότε που ήμουν παιδί. Και ήμουν, ξέρετε, ένα πολύ τυχερό παιδί, γιατί είχα μια μαμά και έναν μπαμπά που αγαπούσαν πολύ τη μουσική!».

Εκείνοι σας έσπρωξαν να γίνετε τραγουδίστρια;

«Στο σπίτι είχαμε πολλούς δίσκους, που τους ακούγαμε ασταμάτητα. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά φωνές σαν της Τζόαν Σάδερλαντ και της Μαρίας Κάλλας και τις αγάπησα. Ακούγαμε πολλή κλασική μουσική. Παράλληλα, η μαμά μου είχε πάντα ανοικτό το ραδιόφωνο, όπου εναλλάσσονταν όλα τα είδη, από το «What’s New Pussycat?» του Τομ Τζόουνς ως τα έργα του Ραχμάνινοφ. Oλη αυτή η μείξη έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πώς έμαθα να αντιλαμβάνομαι και να εξερευνώ τη μουσική. Βρισκόμασταν εξάλλου στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 που στη μουσική συνέβαιναν πράγματα πειραματικά και πρωτότυπα και επαναστατικά. Hταν η εποχή που συγκροτήματα όπως οι Deep Purple έγραψαν ακόμα και κομμάτια με επιρροές από την κλασική μουσική. Ο πατέρας μου αγαπούσε και τη ροκ, λάτρευε την Τίνα Τέρνερ. Hταν η εποχή του Ντέιβιντ Μπόουι και των Pink Floyd… Oλα αυτά, όλες αυτές οι επιρροές, ήταν για εμένα σχολείο. Και με έσπρωξαν σε έναν δρόμο που αν δεν οδήγησε αποκλειστικά στον χώρο της όπερας με οδήγησε και μέσα από τον χώρο της όπερας, ή έστω παράλληλα με τον χώρο της όπερας».

Τι άλλο θυµάστε από εκείνα τα χρόνια, από το πέρασµά σας από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή µέσα από τη µουσική;

«Η πιθανότητα πως ένα κορίτσι που μεγάλωνε στην Αγγλία θα ασχολούνταν με τις τέχνες δεν άρεσε ιδιαίτερα. Ακουγόταν ως κάτι που δύσκολα θα γινόταν αποδεκτό. Γιατί ένα τέτοιο κορίτσι δεν θα ήταν… «καθωσπρέπει». Καταλαβαίνετε. Ευτυχώς είχα πολύ ανοιχτόμυαλους γονείς. Oταν επιβεβαίωσαν πως ήμουν παιδί με ταλέντο, με στήριξαν με όλες τις δυνάμεις και με όλη την αγάπη τους. Ακόμα και αν δεν ήξεραν τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν, έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν! Oλο αυτό ήταν πολύ σημαντικό για εμένα και θα τους ευγνωμονώ για πάντα!».

Για να επιστρέψουµε, όµως, σε θέµατα τραγουδιού και καριέρας… Eπειτα από πολλά χρόνια ασταµάτητης δουλειάς εξακολουθείτε να τραγουδάτε όλες αυτές τις πολύ ψηλές νότες που είχαν εντυπωσιάσει το κοινό από τότε που ξεκινούσατε. Είναι θέµα τεχνικής ή ένα δώρο της φύσης;

«Τις είχα πάντα, ας πούμε λοιπόν πως ήταν θέμα φύσης. Eνα δώρο της φύσης. Oμως πάνω σε αυτά τα δώρα καλείσαι να δουλέψεις σκληρά ώστε να αποκτήσεις και την ανάλογη τεχνική. Γιατί μόνο έτσι θα καταφέρεις να τα διατηρήσεις. Είναι ένα πολύ σύνθετο θέμα το πώς να τραγουδάς φυσικά αλλά και με τεχνική αρτιότητα. Και θέλει μεγάλη προσοχή για να ακολουθήσεις τον σωστό δρόμο».

Μελετάτε καθηµερινά;

«Ναι! Oταν συνεργάζομαι με κάποιον από τους εκγυμναστές και τους δασκάλους μου μπορεί να δουλέψω καθημερινά από μιάμιση έως και τρεις ώρες, ανάλογα με το πόσο ξεκούραστη αισθάνομαι. Υπάρχουν και ημέρες που δουλεύω λιγότερο, όμως η σχέση μου με το τραγούδι είναι υπόθεση της κάθε μέρας. Είναι κάτι σαν αυτό που λένε και άλλοι καλλιτέχνες: Ζεις και συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι αθλητής. Πρέπει να ασκείσαι καθημερινά. Κυρίως για να μη χάσεις την επαφή σου με τη μουσική, για να έχεις πάντα τη συγκέντρωση που απαιτείται».

Αναρωτιέµαι, όσο και αν αγαπάς την τέχνη σου, όταν έχεις εργαστεί τόσο πολύ, δεν αισθάνεσαι κούραση, όπως νιώθει κάθε εργαζόµενος; Υπάρχουν στιγµές που το τραγούδι γίνεται καταναγκασµός;

«Oταν είσαι νέος και φιλόδοξος, το τραγούδι είναι το άπαν, είναι όλος ο κόσμος σου. Δεν σκέφτεσαι τίποτε άλλο. Μεγαλώνοντας αλλάζεις τρόπο σκέψης, συνειδητοποιήσεις πόσα άλλα πράγματα είναι εξίσου σημαντικά στη ζωή σου – ίσως και πιο σημαντικά. Αγαπώ πολύ τη δουλειά μου, μου αρέσει να τραγουδώ, όμως με τα χρόνια κατάφερα να βάλω τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Μεγαλώνοντας βρήκα τις απαραίτητες ισορροπίες. Και αυτό, όταν το καταφέρεις, κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Σου χαρίζει μεγαλύτερη ηρεμία. Αντιλαμβάνεσαι πώς είναι η ζωή, η πραγματική ζωή, και αποδέχεσαι πιο εύκολα το γεγονός πως σε αυτή την πορεία μπορεί μια πόρτα να κλείνει, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί μια άλλη πόρτα να ανοίγει».

Ζούµε σε δύσκολες εποχές. H COVID-19 δεν µας έχει αφήσει εντελώς, γύρω µας γίνονται πόλεµοι, παρατηρούνται πολλές κοινωνικές εντάσεις. Ποιος ο ρόλος της τέχνης σε αυτό το περιβάλλον;

«Ακόμα και αν δεν μπορούμε να πούμε πως η τέχνη έχει τη δύναμη να σώσει τον κόσμο, μπορεί σίγουρα να μας δώσει δύναμη. Μπορεί να μας εμπνεύσει, να μας βοηθήσει να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας και να σκεφτούμε πιο θετικά. Εχει θετική επιρροή επάνω μας. Νομίζω πως χωρίς τη μουσική, χωρίς τις τέχνες, χωρίς την ανάταση και την παρηγοριά που μας χαρίζουν, μπορεί και να ήμασταν χαμένοι μέσα σε αυτόν τον κόσμο».

Από την εµπειρία σας, είναι δύσκολο να είσαι γυναίκα στη showbiz;

«Είναι σίγουρα δύσκολο, για να μιλήσω για εμένα, όταν είσαι γυναίκα που κάνει σόλο καριέρα στη μουσική. Πρέπει να είσαι πολύ συγκεντρωμένη και πολύ δυνατή, γιατί όλα πέφτουν στους ώμους σου. Πολλές γυναίκες με τεράστια ταλέντα δεν έφθασαν μέχρι το τέλος γιατί δεν άντεξαν τις πιέσεις και τον διαρκή κόπο. Πρέπει να είσαι δυνατή με πολλούς τρόπους, κυρίως πνευματικά, για να αντεπεξέλθεις στις προκλήσεις. Είναι θέμα προσωπικότητας, επιλογών και προτεραιοτήτων».

Τι σηµαίνει για εσάς επιτυχία; Στην τέχνη και στη ζωή.

«Να κάνεις το καλύτερο που μπορείς! Να διαλέξεις τον σωστό δρόμο, αυτόν που θα αναδείξει με τον καλύτερο τρόπο τα ταλέντα σου και τις αρετές σου. Να διαλέξεις τον δρόμο που και ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο θα σε οδηγήσει σε ένα καλύτερο μέρος».

Κοιτάζοντας πίσω, πόσα κοινά έχετε µε εκείνο το κορίτσι που άκουγε µουσική από τα ραδιόφωνο της µητέρας του και που ονειρευόταν να κάνει διεθνή καριέρα;

«Υπάρχουν πολλές πτυχές του χαρακτήρα μου, της προσωπικότητάς μου, που παραμένουν ίδιες. Δεν έχουν αλλάξει πολλά. Ημουν πάντα επικεντρωμένη σε αυτό που έκανα. Αυτό που έχει αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τα πράγματα και αντιδρώ είναι η εμπειρία που έχω στο μεταξύ αποκτήσει. Με έχει βοηθήσει να αποκτήσω μεγαλύτερη σιγουριά».

Εχετε κάνει πολλές ηχογραφήσεις. Είστε ικανοποιηµένη από αυτές; Σας αρέσει να ακούτε τη φωνή σας;

«Υπάρχουν κομμάτια με τα οποία είμαι πολύ ικανοποιημένη. Δεν μπορείς όμως να είσαι με όλα. Εχουν τα καλά και τα κακά τους οι ηχογραφήσεις. Δεν διαθέτουν σε καμία περίπτωση τη μαγεία μιας live εμφάνισης, είναι όμως ένας τρόπος να αποτυπωθεί η τέχνη σου. Επειδή όμως ως καλλιτέχνης εξελίσσεσαι, πάντα ακούγοντας παλιές ηχογραφήσεις θα ανακαλύψεις και πράγματα που πλέον δεν σου αρέσουν, γιατί αν τα έκανες τώρα θα τα έκανες διαφορετικά. Αυτή, πάλι, είναι και η ομορφιά των ηχογραφήσεων που έχεις κάνει: Σε γυρίζουν πίσω, στα νιάτα σου! (σ.σ.: γελάει)».

Τι σας κάνει χαρούµενη;

«Τα πολύ απλά πράγματα. Εχω μια θαυμάσια οικογένεια και μου αρέσει να περνώ χρόνο μαζί της. Εχω έναν υπέροχο σύντροφο, ο οποίος βρίσκεται στην Αμερική, και μου αρέσει να βρίσκομαι μαζί του, να συναντιόμαστε και να περνάμε μαζί χρόνο όσο συχνότερα μπορούμε. Εχω τα μικρά αγαπημένα μου σκυλιά. Εχω και τη δουλειά μου. Σε πράγματα σαν αυτά δεν κρύβεται η ευτυχία;».