To κτίριο της Tate Modern στη νότια όχθη του Τάμεση, όπως και η πιο πρόσφατη επέκτασή της, ονόματι Switch House, στο νότιο τμήμα της. Το βραβευμένο (με Stirling Prize) Laban Dance Centre, με τη θαμπή, χρωματιστή πρόσοψή του, ένα διαμάντι που λάμπει στο κατά τα άλλα μουντό Ντέτφορντ του Νοτιοανατολικού Λονδίνου. Το Elbphilharmonie, το «εστεμμένο» συναυλιακό κέντρο του Αμβούργου, ή το ανεστραμμένο «Τ» που στεγάζει το μουσείο M+ στο Χονγκ Κονγκ. Είναι δύσκολο να βρεις μια συγκεκριμένη «υπογραφή» ή μανιέρα στη δουλειά των βραβευμένων με Pritzker (2001) ελβετών αρχιτεκτόνων Χέρτσογκ και Ντε Μερόν καθώς κάθε πρότζεκτ που αναλαμβάνουν σχεδιάζεται με γνώμονα την τοποθεσία, τον χρόνο και τον προϋπολογισμό που το συνοδεύει.

Αυτό που τα ενώνει είναι η σχεδιαστική τους φιλοσοφία, καθώς «διυλίζουν τις παραδόσεις του μοντερνισμού και κρατούν τη στοιχειώδη απλότητα ενώ παράλληλα μεταμορφώνουν υλικά και επιφάνειες μέσα από την εξερεύνηση νέων τεχνικών και αντιμετώπισης των υλικών», όπως έλεγε με την αφορμή της βράβευσής τους με το «Οσκαρ της αρχιτεκτονικής» Pritzker το μέλος της κριτικής επιτροπής Εϊντα Λουίζ Χάξταμπλ. Αρκεί να αναφέρουμε το «διπλό δέρμα» από πολυανθρακικό και γυαλί στο Laban Dance Centre του Λονδίνου που παρεμπιπτόντως σχεδίασαν σε συνεργασία με τον εικαστικό Μάικλ Κρεγκ-Μάρτιν ή το ατσάλινο δίχτυ στη «Φωλιά του πουλιού», το Εθνικό Στάδιο του Πεκίνου που σχεδίασαν σε συνεργασία με τον κινέζο εικαστικό Αϊ Γουέι Γουέι με την αφορμή των 29ων Ολυμπιακών Αγώνων.

Το νέο εσωτερικό του Stadtcasino Basel (1012-20) / Φωτ.: Ruedi Walti Project

Η «κουζίνα» των αρχιτεκτόνων

Η έκθεση «Herzog & de Meuron» (ο τίτλος λιτός και περιεκτικός όπως και οι ίδιοι) στη Royal Academy of Arts στο Λονδίνο (Burlington Gardens, μέχρι και τις 15 Οκτωβρίου), η πρώτη αναδρομική τους που πραγματοποιείται ύστερα από είκοσι χρόνια, προσφέρει μια περιήγηση στον τρόπο σκέψης των ευφυών αρχιτεκτόνων όπως και στις διεργασίες μέσα από τις οποίες προκαλούν τους εαυτούς τους να απαντήσουν στο ερώτημα «τι είναι αρχιτεκτονική;» εδώ και περίπου 45 χρόνια.

Σε αυτήν παρουσιάζονται περί τα 400 αντικείμενα που αναδεικνύουν τη σχεδιαστική διαδικασία, μια ευκαιρία να γνωρίσει κανείς την «κουζίνα» των αρχιτεκτόνων με τη δική τους καθοδήγηση, καθώς η επιμέλεια της έκθεσης έγινε σε συνεργασία με τους ίδιους. Οι επισκέπτες μπορούν να καθήσουν σε έπιπλα που έχουν σχεδιάσει, να περιηγηθούν μέσα σε ένα παιδιατρικό νοσοκομείο στη Ζυρίχη μέσω της επαυξημένης πραγματικότητας ή να παρακολουθήσουν το πρόσφατο ντοκιμαντέρ των Ιλα Μπέκα και Λουίζ Λεμουάν σχετικά με το καινοτόμο πρότζεκτ REHAB, μια κλινική Νευροαποκατάστασης και Παραπληγιολογίας στη Βασιλεία.

Το Laban Dance Centre (1997-2003) στο Λονδίνο / Φωτ.: Margherita Spiluttini

Στο επίκεντρο όμως της έκθεσης βρίσκεται το λεγόμενο Kabinett, μια σειρά από ξύλινες βιτρίνες με ράφια, περίπου σαν «προθήκες ενός μουσείου Φυσικής Ιστορίας», όπως χαρακτηρίστηκαν από τον βρετανικό Τύπο, όπου παρατίθενται μακέτες κτιρίων, αρχιτεκτονικά σχέδια καθώς και δείγματα για τα υλικά που χρησιμοποιούνται τελικά στα κτίρια· όπως τσιμεντένια πάνελ που απεικονίζουν σκηνές της γερμανικής Ιστορίας και φτιάχτηκαν για την Technical School Library στο Εμπερσβάλντε στη Βορειοανατολική Γερμανία ή κομμάτια από το υβριδικό υλικό από πηλό, μάργα και χώμα της περιοχής που χρησιμοποιήθηκε για να δομήσει ένα κέντρο επεξεργασίας βοτάνων στο Λάουφεν της Ελβετίας.

Κομμάτι της πρόσοψης του Elbphilharmonie (2001-2016), του «εστεμμένου» συναυλιακού κέντρου του Αμβούργου/ Φωτ.: Iwan Baan Project

Αυτή η μουσειακή παρουσίαση του αρχείου τους είναι επί της ουσίας η αναδημιουργία του αυθεντικού Kabinett που είναι το εργαστήριο πειραματισμών των αρχιτεκτόνων. Βρίσκεται σε μια αποθήκη σε μια βιομηχανική περιοχή της Βασιλείας και εκεί οργανώνονται σχολαστικά οι μακέτες, τα πρωτότυπα σχέδια, φωτογραφίες και έργα τέχνης. Εξέχοντα χώρο σε αυτό έχουν τα υλικά δημιουργίας της Tate Modern, της μετατροπής του κτιρίου του Σταθμού Παραγωγής Ενέργειας Μπανκσάιντ σε μουσείο το 2000, ύστερα από ανάθεση που έγινε το 1994 και μεταμόρφωσε την παραμελημένη τότε περιοχή του Southwark σε πόλο έλξης για εκατομμύρια επισκέπτες, καθώς το συγκεκριμένο ίδρυμα έχει τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στον κόσμο, όσον αφορά τα μουσεία σύγχρονης τέχνης.

«Το δράμα της αρχιτεκτονικής είναι ότι χωρίς ανθρώπους τίποτα δεν λειτουργεί. Είναι κρίσιμη για τη δουλειά μας η ιδέα ότι η αρχιτεκτονική είναι ένα είδος σκηνής όπου δίνεται η ανθρώπινη παράσταση» λένε οι αρχιτέκτονες και αν μη τι άλλο στη συγκεκριμένη περίπτωση τα sold outs είναι διαρκή. Ωστόσο, πολύ προτού κατακτήσουν τον κόσμο, προτού κάνουν τη θεαματική τους απόβαση στη βρετανική πρωτεύουσα εκριζώνοντας για τα καλά το στερεότυπο ότι η σταθερά ειρηνική και αξιόπιστη χώρα τους συνεισέφερε δημιουργικά στον παγκόσμιο πολιτισμό το «ρολόι-κούκο», για να παραφράσουμε τον Ορσον Γουέλς, οι ελβετοί αρχιτέκτονες ήταν ήδη «βασιλιάδες» στην πατρίδα τους.

Μακέτα του κτιρίου Elbphilharmonie/ Φωτ.: Herzog & de Meuron

Η Βασιλεία των Χέρτσογκ & Ντε Μερόν

«Η αρχιτεκτονική μιας πόλης μοιάζει πάντα λίγο με την κατασκευασμένη ψυχολογική εκδοχή των ανθρώπων της» σύμφωνα με τον Ζακ Χέρτσογκ, οπότε στην περίπτωση τη δική τους μπορεί και να έπαιξε καθοριστικό ρόλο το γεγονός ότι δημιούργησαν εκτενώς σε ένα μέρος που γνώριζαν πολύ καλά, τη Βασιλεία.

Λίγοι αρχιτέκτονες μπορούν να καυχώνται ότι έχουν ασκήσει τόσο μεγάλη επιρροή στην πόλη όπου γεννήθηκαν και έχουν επιλέξει να ζουν και να εργάζονται όσο ο Ζακ Χέρτσογκ και ο Πιερ ντε Μερόν. Οι βραβευμένοι Ελβετοί έχουν ως βάση τους τη Βασιλεία από όπου επιβλέπουν τα επιπλέον επτά γραφεία τους ανά τον κόσμο (σε Βερολίνο, Λονδίνο, Μόναχο, Παρίσι, Νέα Υόρκη, Σαν Φρανσίσκο και Χονγκ Κονγκ) με τους 600 εργαζόμενους. Η γνωστή και μη εξαιρετέα Βασιλεία, η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ελβετίας με τους σχεδόν 180.000 κατοίκους της, σημαντικός οικονομικός και βιομηχανικός πυλώνας και το αδιαμφισβήτητο πολιτιστικό κέντρο της, ήταν ανέκαθεν κομψή αλλά απέκτησε περισσότερο edge χάρη στις δικές τους παρεμβάσεις. Δεν είναι και λίγες, αν αναλογιστεί κανείς ότι έχουν υλοποιηθεί περί τα 40 πρότζεκτ με τη δική τους υπογραφή.

Αποψη του κτιρίου REHAB (1998-2002) στη Βασιλεία / Φωτ.: Katalin Deér

Είτε μιλάμε για τους «δίδυμους πύργους» της, το Roche Building 1 που ήταν το πιο ψηλό κτίριο στην Ελβετία στα 178 μέτρα με τους 41 ορόφους του, μέχρι να τον ξεπεράσει το 2022 το αδερφάκι του (Roche Building 2) με τα 205 μέτρα και τους 50 ορόφους του, είτε για το μεγαλοπρεπές Concert Hall της πόλης, κοινώς το Stadtcasino Basel, ένα κτίριο του 19ου αιώνα το οποίο αναδιαμόρφωσαν και επέκτειναν, ή το ποδοσφαιρικό της στάδιο St. Jakob-Park. Και βεβαίως το φουτουριστικό Messe Basel, τους εκθεσιακούς χώρους στο συνεδριακό σύμπλεγμα της πόλης στο Messeplatz που φιλοξενούν και την περιώνυμη Art Basel, την κορυφαία φουάρ σύγχρονης τέχνης στον κόσμο. Πρόκειται για ένα τεράστιο παραλληλεπίπεδο με συνολική επιφάνεια άνω των 83.000 τ.μ. που μοιάζει να αιωρείται πάνω από τον δρόμο σαν ένας υπερυψωμένος σιδηροδρομικός σταθμός.

Το Royal College of Art (2016-21) στο Λονδίνο / Φωτ.: Iwan Baan

Τόσο ο Ζακ Χέρτσογκ όσο και ο Πιερ ντε Μερόν γεννήθηκαν στη Βασιλεία την άνοιξη του 1950. Οι δρόμοι τους δεν άργησαν να διασταυρωθούν, καθώς συναντήθηκαν το 1956, όταν ξεκινούσαν το δημοτικό σχολείο. Κάποια στιγμή αποφάσισαν να ακολουθήσουν διαφορετικές πορείες, ο μεν Ζακ πήγε στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Βιολογία και Χημεία, ο δε Πιερ για να κάνει το στρατιωτικό του και να γίνει πολιτικός μηχανικός. Ωστόσο γρήγορα συνειδητοποίησαν πως τους ένωναν περισσότερα από όσα τους χώριζαν, αρχής γενομένης από το γεγονός ότι απεχθάνονταν αυτές τις επιλογές. Αποφάσισαν λοιπόν από κοινού να σπουδάσουν αρχιτεκτονική και το έπραξαν στo Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης (ΕΤΗΖ) υπό την καθοδήγηση του ιταλού αρχιτέκτονα Αλντο Ρόσι (1931-1997) – το Pritzker του 1990, δημιουργός ενός εμβληματικού κτιρίου του μεταμοντερνισμού, του Κοιμητηρίου San Cataldo στη Μόντενα – και του Γερμανού Ντολφ Σνέμπλι (1928-2009). Ανοιξαν το γραφείο τους στη Βασιλεία το 1978 και η πόλη έγινε ένα ατέλειωτο πεδίο πειραματισμών και δημιουργικής εξάσκησης, οπότε όταν ανέλαβαν την περίπτωση της Tate Modern το 1994 πατούσαν σε ιδιαίτερα στέρεο έδαφος, πλέον ακλόνητο και αενάως εύφορο.