«Οταν σκέφτομαι τον Ντράγιερ», έγραψε κάποτε ο Φρανσουά Τριφό, «αυτό που μου έρχεται στο μυαλό είναι οι λευκές εικόνες του κι εκείνα τα υπέροχα, σιωπηλά γκρο πλαν στο “Πάθος της Ζαν Ντ’ Αρκ”, των οποίων η διαδοχή αντιστοιχεί ακριβώς με τους κοφτούς διαλόγους της Ζαν με τους δικαστές της».

Αυτό το εγκώμιο του Τριφό προς τον δανό σκηνοθέτη και σεναριογράφο Καρλ Ντράγιερ (1889-1968), τον οποίο έχουν υμνήσει αμέτρητοι δημιουργοί του κινηματογράφου, επανέρχεται αυτές τις ημέρες στη μνήμη, καθώς κατά τη διάρκεια του τρέχοντος καλοκαιριού θα προβληθούν τέσσερις σημαντικές ταινίες του στο Athenée Art Cinema στο κέντρο, σε διανομή New Star.

Η αρχή γίνεται σήμερα με το «Πάθος της Ζαν Ντ’ Αρκ» (1928), για να ακολουθήσουν οι ταινίες «Μέρες οργής» (1943), «Ο λόγος» (1955) και «Βαμπίρ» (1932).

«Τα έργα τέχνης παρουσιάζουν συγκεκριμένες ομοιότητες με τους ανθρώπους» είχε πει ο Ντράγιερ. «Ακριβώς όπως μιλάμε για την ψυχή κάποιου ανθρώπου, μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για την ψυχή ενός έργου τέχνης, για την προσωπικότητά του».

Ο δανός πρωτοπόρος του σινεμά Καρλ Τέοντορ Ντράγιερ.

Γεννημένος στην Κοπεγχάγη με το όνομα Καρλ Νίλσον, ο Καρλ Τέοντορ Ντράγιερ ήταν νόθος γιος μιας καμαριέρας ονόματι Ζόζεφιν Νίλσον. Σε ηλικία δύο ετών υιοθετήθηκε από το ζεύγος Ντράγιερ, αποκτώντας το ονοματεπώνυμο του τυπογράφου πατριού του.

Αριστος μαθητής, αφού τελείωσε τις σπουδές του άρχισε να ασχολείται με τον κινηματογράφο, έχοντας ήδη δοκιμαστεί σε αρκετές δουλειές – πιανίστας, βιβλιοθηκάριος, δημοσιογράφος. Σήμερα θεωρείται ένας από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς σκηνοθέτες του υπερβατικού κινηματογράφου και το χαρακτηριστικό στυλ του είναι συνώνυμο με τη συνεχή και προσεκτική χρήση των κοντινών πλάνων.

Κοινωνοί του δράματος

Βασισμένος στα καταγεγραμμένα πρακτικά της δίκης της Ιωάννας της Λωραίνης, στο «Πάθος της Ζαν ντ’Αρκ» (La passion de Jeanne d’Arc), ο Ντράγιερ περιγράφει με ιστορική ακρίβεια τα περιστατικά της δίκης. Παρά την εισπρακτική αποτυχία της, αυτή η ταινία θεωρείται ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου.

Τα λιτά σκηνικά, η υποκριτική των ηθοποιών, που παίζουν χωρίς μακιγιάζ (πρωτάκουστο για την εποχή) και τα κοντινά πλάνα στο πρόσωπο της κεντρικής ηρωίδας (στον ρόλο η Ρενέ Ζαν Φαλκονετί) δημιουργούν ένα σχεδόν μεταφυσικό κλίμα στην ταινία.

Η αφήγηση παύει να είναι η εξιστόρηση των τελευταίων ωρών της Ζαν Ντ’ Αρκ και ο θεατής γίνεται συμμέτοχος στη διανοητική και συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας, συμμετέχει και συμπάσχει, έρχεται αντιμέτωπος με τα μύχια της ψυχής της. Η ταινία αυτή διατηρεί – παρ’ όλα τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει – ακέραιη τη γοητεία της και έχει επηρεάσει αρκετούς σύγχρονους σκηνοθέτες (μεταξύ των οποίων και τον Ντέιβιντ Φίντσερ στο τρίτο «Alien»).

Η επόμενη ταινία του, το «Βαμπίρ» (Vampyr), συγκαταλέγεται στις πιο ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες ταινίες τρόμου. Ο μύθος της είναι επηρεασμένος από τον Δράκουλα και βασίζεται στο μυθιστόρημα του Τζόζεφ Σέρινταν Λε Φανού «In Glass Darkly». Τα ειδικά εφέ της προέκυψαν σχεδόν κατά λάθος και όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας (πλην ενός) είναι ερασιτέχνες. Αυτά τα δύο στοιχεία μαζί και με την ιδιόμορφη μουσική της ταινίας δημιουργούν ένα απόκοσμο κλίμα που προκαλεί μια μόνιμη αίσθηση ανησυχίας και τρόμου στον θεατή. Για τον σκηνοθέτη ο τρόμος είναι μια εσωτερική κατάσταση, και για να απεικονιστεί στην οθόνη αρκούν απλώς το φως και η σκιά.

Ατμοσφαιρικό στιγμιότυπο από την ταινία τρόμου «Βαμπίρ». AFP-VISUALHELLAS

Ο Ντράγιερ ενδιαφερόταν κυρίως για τις εκφράσεις που εμφανίζονταν ως αποτέλεσμα εσωτερικής πάλης. «Η τέχνη πρέπει να περιγράφει τον έσω κόσμο και όχι τον εξωτερικό» είχε δηλώσει ο ίδιος το 1955. «Γι’ αυτό και χρειάζεται να εγκαταλείψουμε τον νατουραλισμό και να βρούμε τον τρόπο να εισαγάγουμε νέες εικόνες. Η ικανότητα της αφαίρεσης είναι βασική σε κάθε καλλιτεχνική δημιουργία. Η αφηρημένη τέχνη επιτρέπει στον σκηνοθέτη να βγάλει τον κινηματογράφο από τη φυλακή του νατουραλισμού…».

«Οργή» και «Λόγος»

Στις «Μέρες Οργής» (Vredens dag) αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας που κατηγορείται ως μάγισσα. Ο αργός αφηγηματικός ρυθμός, η καθαρότητα των περιγραμμάτων, το ασπρόμαυρο κοντράστ και η σκηνοθετική εμμονή στα πρόσωπα, κυρίως τα γυναικεία (Λίζμπεθ Μόβιν, Ανα Σβίρκιερ), συντελούν στη δημιουργία ενός ακόμα αριστουργήματος που θαρρείς ότι συνομιλεί με τον Θεό. Πίσω από τη γαλήνια όψη της, η ταινία είναι ωμή και σκληρή, καθώς βυθίζει τον θεατή στο σύμπαν της απόλυτης μοναξιάς. Γυρισμένη την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι γεμάτη υπονοούμενα και έμμεσες αναφορές στην κατοχή της χώρας του, της Δανίας, από τους Ναζί.

Τέλος, ο «Λόγος» (Ordet) είναι η κινηματογράφηση του αδιόρατου, ενός θαύματος εν τη γενέσει. Η ιστορία της ταινίας έχει στο επίκεντρό της μια οικογένεια που ζει σε μια απομονωμένη αγροτική περιοχή και αντιμετωπίζει μια τραγωδία. Πλάνα μεγάλης διάρκειας χαρακτηρίζουν εδώ το ύφος, ενώ η σύνθεση και ο φωτισμός της εικόνας γίνονταν «όπως σε έναν πίνακα ζωγραφικής».

Λιτό και χωρίς δραματουργικές εξάρσεις, το σκηνοθετικό στυλ της ταινίας μαζί με τη «στεγνή» υποκριτική των ηθοποιών στρέφουν την προσοχή του θεατή στο εσωτερικό δράμα των χαρακτήρων. Εδώ, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου, η εικόνα αποκτά ένα πνευματικό περιεχόμενο, καθώς κινηματογραφείται το Ιερό. Ο «Λόγος» είναι ίσως πιο κοντά, από όλες τις άλλες δουλειές του Ντράγιερ, στο ύφος του υπερβατικού σινεμά: αποτελεί την επιτομή του.

Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η New Star τιμά τον εμβληματικό δανό σκηνοθέτη και σεναριογράφο. Το 2008, με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από τον θάνατο του, είχε ετοιμάσει μεγάλο αφιέρωμα το οποίο εκτός από τις κλασικές ταινίες του περιλάμβανε και λιγότερο γνωστές, με αφετηρία τη βωβή περίοδό του – ο «Πρόεδρος» (1918), «Σελίδες από το ημερολόγιο του Σατανά» (1919), η «Χήρα του πάστορα» (1921) «Οι στιγματισμένοι» (1921) κ.ά. Ενα τέτοιο αφιέρωμα στον διαχρονικό δημιουργό κρίνεται σήμερα και πάλι απαραίτητο.