Περπατάμε – μεσημέρι, μεσοβδόμαδα – με τον Ιβάν Βιριπάγεφ στο Κουκάκι και (εννοείται) δεν βρίσκουμε τραπέζι να καθίσουμε. Προχωρημένος Οκτώβριος και η τουριστική κίνηση στο κέντρο της πολύβουης πρωτεύουσας συνεχίζεται ακάθεκτη. Πλην όμως τα καταφέρνουμε (επειδή μια παρέα, συμπτωματικά, αποχωρούσε εκείνη τη στιγμή) και αρχίζουμε να κουβεντιάζουμε. Ο ρώσος δραματουργός και σκηνοθέτης, πολωνός πολίτης πλέον, με τη βάση του στη Βαρσοβία, επισκέφθηκε πρόσφατα για μία ακόμα φορά τη χώρα μας (Θεσσαλονίκη και Αθήνα) για επαγγελματικούς λόγους.

Ομολογουμένως, ιδίως κατά τις τελευταίες σεζόν, με εντυπωσιακή συχνότητα και πυκνότητα, ποικίλα έργα του (από διαφορετικές φάσεις της πορείας του) έχουν ανέβει εδώ και εξακολουθούν να παρουσιάζονται – μεταξύ αυτών τα «Οξυγόνο», «Οι μεθυσμένοι», «Το συνέδριο για το Ιράν», «Απόρρητο» –, σε τέτοιον μάλιστα βαθμό ώστε να αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς ανακινεί σε καλλιτέχνες και κοινό αυτός ο σύγχρονος δημιουργός, το τελευταίο έργο του οποίου μάλιστα, με τίτλο «Mahamaya Electronic Devices» (2022), κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική, σε μετάφραση Κατερίνας Κανδυλίδου, με την πολύτιμη βοήθεια της οποίας πραγματοποιήθηκε αυτή η συνέντευξη.

Διεθνώς αναγνωρισμένος λοιπόν και, εσχάτως, πολυαγαπημένος των ελληνικών σκηνών, ο 51χρονος Βιριπάγεφ ξετυλίγει στο ΒΗΜΑgazino πολλές από τις διαστάσεις που συγκροτούν το δικό του δημιουργικό σύμπαν.

Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη

Κύριε Βιριπάγεφ, πώς εξηγείτε εσείς το γεγονός ότι παίζονται τόσα έργα σας σήμερα στην Ελλάδα;

«Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα. Τα χρόνια περνούν και πλέον η κατάσταση έχει αλλάξει. Δεν ελέγχω πολλά, δεν βλέπω τις περισσότερες παραστάσεις. Μαθαίνω, πάντως, με ιδιαίτερο ενθουσιασμό αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα διότι αισθάνομαι έντονα συνδεδεμένος με την κλασική δραματουργία της και τον πολιτισμό της. Αυτό δεν το λέω για να κολακεύσω, το λέω επειδή ισχύει. Εδώ γεννήθηκε το θέατρο, συνεπώς, κατά κάποιον τρόπο, από εδώ βγήκα κι εγώ.

Ολοι μας έχουμε βγει από εδώ. Δεν μπορούμε να αποδεσμευτούμε από τον Αισχύλο, από την παράδοση των σπουδαίων αρχαίων δασκάλων, η σχέση μαζί τους είναι διαχρονική και άρρηκτη. Τώρα μάλιστα γράφω ένα καινούργιο έργο, πολύ ιδιαίτερο, για ανοιχτή σκηνή. Και θέλω οπωσδήποτε να ξεκινήσει την πορεία του από εδώ, από την Ελλάδα. Αυτό είναι το όνειρό μου, τουλάχιστον».

Αναρωτιέμαι, όμως, πώς αρχίσατε να γράφετε; Μπορείτε να ανακαλέσετε τις συνθήκες εκείνης της περιόδου;

«Γεννήθηκα στη Νότια Σιβηρία, στο Ιρκούτσκ, κοντά στη λίμνη Βαϊκάλη. Σε όλη την παιδική και εφηβική μου ηλικία, κάτι έγραφα. Βεβαίως, ήταν ανερμάτιστα πράγματα. Επί της ουσίας, ήθελα από πολύ νωρίς να γίνω σκηνοθέτης.

Για να καταλάβετε, τότε, στη δεκαετία του 1990, και ιδίως εκεί όπου μεγάλωνα εγώ, κυριαρχούσαν οι συμμορίες και τα ναρκωτικά. Στη δική μου τάξη μόνο πέθαναν περίπου 20 άνθρωποι από την ηρωίνη (όπως και χιλιάδες στην υπόλοιπη χώρα). Διατηρούσα εκείνη την περίοδο μια μικρή ομάδα ηθοποιών και σχεδίαζα να κάνω μια παράσταση αφιερωμένη στους φίλους που είχα χάσει από την ηρωίνη. Ωστόσο, το 1998, δεν υπήρχε στη Ρωσία ούτε ένα θεατρικό έργο που να έχει ενσωματώσει την πραγματικότητα των ναρκωτικών. Eργα ευρωπαϊκά, αγγλοσαξονικά, έφτασαν σε εμάς πολύ αργότερα».

Και τι κάνατε;

«Αποφάσισα να το κάνω μόνος μου! Eτσι έγραψα τα “Ονειρα”. Oταν πήγα με το κείμενο στην ομάδα, γελούσαν όλοι, το έβρισκαν αστείο που “έγινες και συγγραφέας τώρα”. Εγώ τους έλεγα: “Παιδιά, μια φορά είναι, για εσάς”. Λοιπόν, έγινε η παράσταση και πήγε απίστευτα καλά. Υστερα, με κάλεσε ο Ντέκλαν Ντόνελαν στο Λονδίνο, στο πλαίσιο μιας εβδομάδας εστιασμένης στη νέα ρωσική δραματουργία.

Κατόπιν, συνέχισα στη Βουλγαρία, όπου ο Γκαλίν Στόεφ ανέβασε μια πολύ ωραία παράσταση. Ηταν η πρώτη φορά που παρακολουθούσα έργο μου σε ένα μεγάλο θέατρο, εννοώ μια παράσταση την οποία δεν είχα σκηνοθετήσει εγώ, εγώ ήμουν απλώς θεατής. Στη συνέχεια, τα τηλεφωνήματα πλήθαιναν, υπήρχε ζήτηση. Και τότε σκέφτηκα: “Γιατί όχι, θα κάνω ακόμα ένα”. Τότε έγραψα το “Oξυγόνο”. Εκρηξη κανονική, δημοφιλία ανέλπιστη. Ακολούθησε το “Γένεσις”. Τα άλλα είναι, καταπώς λέμε, ιστορία. Εχω γράψει πια περισσότερα από 25 έργα. Μπορώ πλέον να σας απαντήσω πως όλα έγιναν κάπως τυχαία».

Τι κάνει ένα θεατρικό κείμενο σημαντικό και αξιοπρόσεκτο;

«Εχω την αίσθηση ότι ένα τέτοιο κείμενο πρέπει να έχει τρεις βασικές διαστάσεις. Η μία είναι κοινωνιολογική, διότι υπάρχει πάντοτε ένα στοιχείο που συνδέεται όχι αναγκαστικά με το επίκαιρο αλλά με τη στιγμή, όπως λέω εγώ, εφόσον μιλάμε για ζωντανούς ανθρώπους (αυτό μάλιστα αφορά κατεξοχήν το θέατρο που προσλαμβάνεται ως πολιτικό). Η δεύτερη διάσταση είναι η γλωσσική, πώς γράφω μια ιστορία, αφού στη δική μου αντίληψη το θέατρο είναι και λογοτεχνία.

Για εμένα δεν έχει σημασία το κείμενο που γράφω να είναι μόνο παρεμβατικό, επιδιώκω να είναι και όμορφο, κυρίως να είναι όμορφο. Η τρίτη διάσταση αφορά την επίδραση του κειμένου, τι θέλεις να συμβεί στο κοινό κατά τη διάρκεια της παράστασης. Θέλω όχι μόνο να εμπλακούν με ιδέες οι θεατές εκείνη την ώρα, αλλά να βιώσουν και βαθιά συναισθήματα. Το θεατρικό έργο είναι ένα σύνθετο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Το κοινό δεν πηγαίνει στο θέατρο απλώς για το “θέμα” ή τα “θέματα” που θίγονται, αλλά για ένα ολοκληρωμένο σύμπαν».

Εσείς θεωρείτε, δηλαδή, τον εαυτό σας πιο υπαρξιακό παρά πολιτικό συγγραφέα;

«Εννοείται. Εγώ μιλάω για την ανθρώπινη κατάσταση καθαυτή. Ο αγαπημένος μου συγγραφέας μάλιστα, τα τελευταία χρόνια σίγουρα, είναι ο Μολιέρος. Καταπιάστηκα πρόσφατα με τον “Δον Ζουάν” και βυθίστηκα τελείως στον κόσμο του. Διότι και για τη ζωή λέει ο Μολιέρος, και κοινωνικότατος είναι, και γελάς μαζί του, πώς να το πω, έχει και πλάκα».

Πλέον δεν ζείτε στη Ρωσία. Εχει αλλάξει αυτό, με οποιονδήποτε τρόπο, τη σχέση σας με τη ρωσική παράδοση;

«Διδάχθηκα από κάποιον του οποίου δασκάλα υπήρξε η Μαρία Οσίποβνα Κνέμπελ, της οποίας δάσκαλος υπήρξε ο Κονσταντίν Στανισλάφσκι. Το λέω με κάποιο χιούμορ, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Πήγα σε μια σχολή που έφερε το όνομα του Γεβγκένι Βαχτάνγκοφ.

Eτσι κι εγώ, φέρω μέσα μου τη ρωσική παράδοση. Ο κορυφαίος δάσκαλος όλων μας παραμένει ο Αντόν Τσέχοφ. Δυστυχώς, όμως, έτσι όπως είναι τώρα η χώρα, δεν έχω και δεν θέλω να έχω καμία σύνδεση με τη Ρωσία. Και δεν θα γυρίσω ποτέ πίσω στη Ρωσία. Θα πρέπει αυτή την παράδοση που φέρω μέσα μου να τη συνεχίσω σε άλλους τόπους. Ωστόσο, από την άλλη μεριά, σκέφτομαι ότι η ρωσική παράδοση δεν είναι μόνο ρωσική, όπως ακριβώς ο Oμηρος δεν είναι μόνο ελληνικός ή ο Σαίξπηρ δεν είναι μόνο αγγλικός. Υπάρχει μια ενιαία και οικουμενική κληρονομιά, καλλιτεχνική και ανθρωπιστική».

Πάντως, Ιβάν Βιριπάγεφ, είναι λυπηρό. Πώς μια χώρα με τέτοια κουλτούρα, όπως η Ρωσία, έμεινε καθηλωμένη πολιτικά, σε έναν δομικό αυταρχισμό;

«Ανέκαθεν αυτό συνέβαινε. Από τον 19ο αιώνα κιόλας (με όλους τους Πούσκιν, Γκόγκολ, Τολστόι, Ντοστογέφσκι) μέχρι σήμερα. Με τσάρο, με Λένιν, με Στάλιν, αλλά και πιο μετά, στη δεκαετία του 1970, που έφυγαν ή αναγκάστηκαν να φύγουν o Μπρόντσκι και ο Σολζενίτσιν. Ανέκαθεν υπήρχε λογοκρισία και καταπίεση στη Ρωσία, για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικές αφορμές.

Και τη στιγμή που μιλάμε, τα ίδια. Με ρωτάτε γιατί. Τι να πω; Στ’ αλήθεια, δεν ξέρω, η χώρα αυτή είναι απλώς ανόητη. Βεβαίως, η κουλτούρα στην οποία αναφέρεστε, την οποία αγαπώ, και την αγαπά και ο υπόλοιπος κόσμος στο εξωτερικό, αφορούσε πάντοτε και εξακολουθεί να αφορά μια μειονότητα. Μόνο τα 2 ή 3 από τα συνολικά 140 εκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν στη Ρωσία είναι κοινωνοί αυτής της κουλτούρας.

Και σήμερα, αναλογικά, η ρωσική κουλτούρα έχει εγκαταλείψει τη χώρα, εξαιτίας του καθεστώτος Πούτιν, άνθρωποι του πολιτισμού και των γραμμάτων, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, που αντιτίθενται στον πόλεμο με την Ουκρανία. Σκέφτομαι καμιά φορά τον Ντοστογέφσκι. Προφανώς ήταν μια ιδιοφυΐα, μα δεν τον αντέχω καθόλου! Αν ζούσε τώρα, σίγουρα θα ήταν στην πρώτη γραμμή, πνευματική ή πολεμική. Στο Ντονμπάς, ας πούμε. Μην έχετε καμία αμφιβολία».

Στη δουλειά σας, αναγνωρίζετε έναν καθαρό σκοπό; Και πώς θα τον περιγράφατε;

«Ο θεατρικός συγγραφέας δεν πρέπει να απαντά σε ερωτήματα, η δουλειά του είναι να τα θέτει όσο πιο καλά μπορεί. Εφόσον δεν είμαι πνευματικός δάσκαλος, δεν έχω να πω τίποτα στους συνανθρώπους μου, πολλώ δε μάλλον να τους υποδείξω, να τους πω τι να κάνουν και με ποιον τρόπο να ζήσουν και τι να πιστεύουν.

Εδώ δεν ξέρω για εμένα τον ίδιο! Θέλω, όμως, από κάτι που έχω γράψει να παίρνουν πάντα μαζί τους κάτι που να σχετίζεται με τη χαρά, την καλοσύνη, την ελπίδα, ασχέτως αν το έργο που έχουν παρακολουθήσει αποτυπώνει τραυματικές καταστάσεις. Θέλω να αποκομίζουν κάτι όμορφο, ακόμα κι αν αυτά που είδαν και άκουσαν δεν ήταν καθόλου όμορφα».

Τη γραφή σας, τη συνδέετε με κάποιου είδους ηθική;

«Νομίζω ότι δεν έχω το δικαίωμα να προκαλέσω κακό σε κανέναν, στον κόσμο ευρύτερα, δεν επιθυμώ να ανοίξω την οποιαδήποτε πληγή. Ο θεατρικός συγγραφέας, για εμένα, είναι κάπως σαν γιατρός, ένας μάστορας της επούλωσης. Oπως οι γιατροί έχουν πάρει τον όρκο τους στον Ιπποκράτη, έτσι έχω πάρει κι εγώ τον όρκο μου στον Τσέχοφ».

Που ήταν, ασφαλώς, γιατρός!  Πείτε μου, όμως, τι καθιστά το θέατρο μια τέχνη μοναδική; Τι μας εξασφαλίζει;

«Είναι μια ωραία και σημαντική ερώτηση αυτή. Απαντώ χωρίς να διεκδικώ τη θέση κάποιας αυθεντίας. Δεν είμαι και σίγουρος. Αν συναντηθούμε ύστερα από 10 χρόνια, ας το συζητήσουμε ξανά. Τον τελευταίο καιρό σκέφτομαι πως, με τη ραγδαία επικράτηση των Μέσων και των τρόπων της Τεχνητής Νοημοσύνης, όλα θα είναι τεχνικά και τεχνητά στο θέατρο, οι ηθοποιοί θα παίζουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον.

Οι δυνατότητες θα είναι τεράστιες. Το μόνο, ωστόσο, που θα μείνει απαράλλαχτο ως ανάγκη και θα σπρώχνει τους ανθρώπους στο θέατρο θα είναι η άμεση επαφή με τους άλλους, με τους ζωντανούς ερμηνευτές, που μιλούν ο ένας με τον άλλον. Καθώς όλα γύρω μας θα γίνονται ακόμα περισσότερο τεχνικά και τεχνητά, και καθώς όλα θα μοιάζουν όλο και πιο πολύ με αδιέξοδα fake news, και καθώς θα κλονίζεται η σχέση μας με την ίδια την πραγματικότητα, τόσο θα αποζητούμε εκείνους τους δύο ηθοποιούς που μιλούν ο ένας με τον άλλον, διότι αυτοί δεν θα είναι ποτέ ψέμα, θα είναι πάντα ζωντανοί μπροστά στα μάτια μας.

Σε μία εικοσαετία, εικάζω, ο κόσμος που πηγαίνει στο θέατρο, το κοινό του, θα έχει αυξηθεί. Και τα κρίσιμα στοιχεία για το θέατρο θα είναι δύο: υψηλής ποιότητας κείμενο και υψηλής αξίας ερμηνευτές. Τίποτε άλλο. Oπως κάποτε. Σαν να γυρνάμε πίσω».