Δεκαεπτά χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του αγροτικού μπλόκου της Νίκαιας βρίσκεται η Μύρα, ένας οικισμός περίπου 300 κατοίκων που τον χειμώνα «σβήνει» και ξαναζωντανεύει μόνο τα καλοκαίρια. Στην παλιά οικογενειακή αποθήκη, ο 45χρονος Αθανάσιος Μέρας στοιβάζει σακιά με σιτάρι και φακές. Καλλιεργεί περίπου 1.000 στρέμματα. «Εκεί που κάποτε μια οικογένεια ζούσε με 100 στρέμματα, σήμερα χρειάζεται να καλλιεργώ δεκαπλάσια για να τα βγάλω πέρα» λέει μιλώντας στο «Βήμα».

Μόνο το γέμισμα του τρακτέρ του κ. Μέρα φτάνει τα 600 ευρώ για να οργώσει περίπου 120 στρέμματα. Στο σιτάρι «αν πιάσεις 500 κιλά το στρέμμα μια φορά στα δέκα χρόνια, με 0,22 ευρώ το κιλό, είναι θαύμα. Στα νοικιασμένα χωράφια μπαίνεις μέσα, στα ιδιόκτητα είσαι μία η άλλη». Στα όσπρια η αντίφαση είναι ακόμα μεγαλύτερη. Η χώρα καλύπτει μόλις 40% της εγχώριας κατανάλωσης φακής. «Τρώμε καναδικές φακές και οι δικές μας κάθονται στις αποθήκες» συνοψίζει.

«Η δουλειά είναι βαριά και βρώμικη»

Ο κ. Μέρας έχει επενδύσει σε ένα από τα πιο σύγχρονα κινητά καθαριστήρια σιτηρών και οσπρίων στη χώρα. Ενα φορτηγό-εργοστάσιο ταξιδεύει από τη Θήβα μέχρι τον Εβρο, καθαρίζοντας και διαλογίζοντας για αγρότες, γεωπόνους και εταιρείες σπόρων. Απασχολεί εργάτες, κυρίως Αλβανούς, με μεροκάματα 70-80 ευρώ, στέγη και φαγητό. «Ελληνες δεν έρχονται, η δουλειά είναι βαριά και βρώμικη» σημειώνει. Η τοπική οικονομία, από το καφενείο μέχρι τα συνεργεία, κρέμεται από το αν «θα περισσέψει κάτι στον αγρότη. Οταν δεν περισσεύει στον αγρότη, δεν φτάνει σε κανέναν» λέει με πίκρα.

Από τον κάμπο της Θεσσαλίας, το βλέμμα μεταφέρεται στο Ανατολικό Πήλιο. Στη Ζαγορά, εκεί όπου τα μήλα έχουν γίνει συνώνυμο του ονόματος του χωριού, ο αγροτικός συνεταιρισμός αποτελεί ένα από τα λίγα ελληνικά success stories καθετοποιημένης αγροτικής οργάνωσης. Κι όμως, ούτε εδώ τα πράγματα είναι ρόδινα.

Ο κ. Αντώνης Σπανός, στέλεχος του παλαιότερου εν ενεργεία συνεταιρισμού της χώρας, περιγράφει μια παραγωγή με υψηλή προστιθέμενη αξία – το Στάρκιν Ζαγοράς έχει χαρακτηριστεί ΠΟΠ από το 1996 – αλλά με εξίσου υψηλό κόστος. «Η περιοχή μας έχει πολύ χειρωνακτική εργασία. Δεν μπορούν να μπουν τρακτέρ στις πλαγιές. Από την άλλη, έχεις τα κόστη για πετρέλαια, φυτοφάρμακα, λιπάσματα. Αν δεν πιάσεις παραγωγή αξιοπρόσεχτη, έχεις μεγάλο θέμα επιβίωσης» εξηγεί.

Ο συνεταιρισμός απασχολεί περίπου 65 μόνιμους εργαζομένους, από χειριστές κλαρκ και τεχνικούς μέχρι λογιστές. Ακόμα κι έτσι, η έλλειψη εργατικών χεριών είναι ορατή. Δεν βρίσκονται εύκολα ούτε εξειδικευμένοι τεχνικοί ούτε οδηγοί. Φέτος ένα μέρος των αναγκών καλύπτεται από νέους εργάτες από το Σουδάν, με νόμιμες συμβάσεις, στέγη και καθαρό μεροκάματο 60 ευρώ.

Η κλιματική κρίση έχει εντείνει τις προκλήσεις. Τα καλοκαίρια είναι πλέον μεγαλύτερης διάρκειας, πιο θερμά και πιο ξηρά, οι καταιγίδες πιο απότομες. «Περιμέναμε κάτι καλύτερο αλλά οι κλιματολογικές συνθήκες επηρέασαν τις ποσότητες» αναφέρει στο «Β» ο κ. Σπανός.

Παρ’ όλα αυτά, ο συνεταιρισμός παραμένει αυτοδύναμος, χωρίς να εξαρτάται από άμεσες επιδοτήσεις. Η μόνη σοβαρή στήριξη αφορά τις επενδύσεις: «Είμαστε ομάδα παραγωγών. Για ό,τι επενδύουμε στη χρονιά, παίρνουμε 50% επιδότηση, ανάλογα με τον τζίρο. Ετσι φτιάξαμε ψυγεία, γραμμές διαλογής, στόλο φορτηγών» προσθέτει.

Στο ίδιο χωριό, ένας 24χρονος μελισσοκόμος, ο Γιώργος Γεωργούλης, εκπροσωπεί μια άλλη όψη της σύγχρονης ελληνικής αγροτιάς: μορφωμένος, κινητικός, με το ένα πόδι στην πόλη και το άλλο στο χωριό. Τρίτης γενιάς μελισσοκόμος και τελειόφοιτος γεωπόνος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, δηλώνει ότι «γεννήθηκε μέσα στις κυψέλες».

«Η μελισσοκομία είναι δύσκολο επάγγελμα και απαιτεί μεγάλο κεφάλαιο. Σε μένα ήταν πιο εύκολο γιατί τα είχα όλα από την οικογένεια» λέει. Το μελίσσι όμως δεν ζει στα χαρτιά των επιδοτήσεων. «Είμαστε από τα αγροτικά επαγγέλματα με τη μικρότερη επιδοτούμενη αμοιβή» εξηγεί. Μικρές ενισχύσεις για αντικατάσταση κυψελών, λίγη επιστροφή στο πετρέλαιο. Η κακοκαιρία «Ντάνιελ» κατέστρεψε 350 από τα 1.000 περίπου μελίσσια του. «Δεν θέλω να το ξαναζήσω» αναφέρει στο «Β».

Τι τον κρατάει όμως στο επάγγελμα; Η ζωή ανάμεσα στις μέλισσες, χωρίς φυτοφάρμακα και λιπάσματα, με τη γαλήνη των δασών και τις διαδρομές από το ένα άκρο της Ελλάδας στο άλλο, του δίνει μια αίσθηση ελευθερίας. Ονειρό του είναι να δώσει στον κόσμο «το πιο αγνό μέλι» και να φτάσει με ένα δικό του συσκευαστήριο στις πόρτες του εξωτερικού. «Δυστυχώς στην Ελλάδα το μέλι “τρώει” πολύ μεγάλη νοθεία» προειδοποιεί.

Πίσω από αυτές τις επιμέρους ιστορίες αγροτών, ο καθηγητής Γεωργικής Οικονομίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ευστάθιος Κλωνάρης, βλέπει μια συνολική εικόνα εξάρτησης και αδιεξόδου. «Οι αγρότες είναι εξαρτημένοι από τις επιδοτήσεις. Αυτό είναι γεγονός» αναφέρει.

«Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, μεγάλο μέρος των κοινοτικών πόρων που κατευθύνονταν στην ύπαιθρο δεν επενδύθηκε στην παραγωγή αλλά σε κατανάλωση – σπίτια, αυτοκίνητα, σπουδές. Τα διαρθρωτικά προβλήματα έμειναν άθικτα: μικρός, κατακερματισμένος κλήρος, πολλές μικρές εκμεταλλεύσεις με συνεχώς αυξανόμενο κόστος ανά στρέμμα».

«Η διακυβέρνηση είναι πολύ κακή»

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, το 47% του μέσου γεωργικού εισοδήματος στην Ελλάδα προέρχεται από επιδοτήσεις, ενώ σε κάποιες καλλιέργειες μπορεί να αγγίξει το 85% του τζίρου.

Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον κ. Κλωνάρη, δεν είναι η ίδια η ΚΑΠ, όσο ο τρόπος που αυτή εφαρμόζεται: προγράμματα βιολογικής γεωργίας και οικολογικών σχημάτων που στρεβλώνονται, αγρότες στα χαρτιά που δηλώνουν καλλιέργειες και εισπράττουν χωρίς να παράγουν, επιλεκτικές ευνοήσεις με πολιτικά κριτήρια. «Το αδιέξοδο έχει δημιουργηθεί κυρίως διοικητικά. Η διακυβέρνηση αυτή τη στιγμή είναι πολύ κακή» λέει χωρίς περιστροφές.

Η διέξοδος, κατά τον ίδιο, περνάει από συλλογικές δομές, επενδύσεις και επαγγελματική διοίκηση. Αναφέρει ως θετικά παραδείγματα περιπτώσεις όπως η Ζαγορά, συνεταιρισμούς ροδάκινου στην Ημαθεία, εταιρείες ελαιολάδου όπως η Terra Creta και η Molon Lave στη Λακωνία. «Αν δεν καθετοποιηθείς, αν δεν συνεργαστείς, δεν γίνεται τίποτα.

Οσο πιο μικρός είσαι, τόσο πιο έρμαιο γίνεσαι του εμπόρου και του σουπερμάρκετ» επισημαίνει. Και συνεχίζει λέγοντας ότι ο μικρός παραγωγός μόνος του «δεν μπορεί να διαπραγματευτεί τίποτα. Ο συνεταιρισμός, αντίθετα, μπορεί να συζητήσει απευθείας με αλυσίδες στο εξωτερικό, να μοιραστεί με τους παραγωγούς την προστιθέμενη αξία και να αφήσει κάτι περισσότερο και στον καταναλωτή».

Τι σημαίνει λοιπόν να είσαι αγρότης στην Ελλάδα, την ώρα που τα τρακτέρ ξαναβγαίνουν στους δρόμους; Σημαίνει να ζεις μεταξύ ουρανού και Βρυξελλών, εκτεθειμένος σε μια κλιματική κρίση και σε μια γραφειοκρατία επιδοτήσεων που υπόσχεται στήριξη, αλλά συχνά μοιράζει τα βάρη και τα οφέλη άδικα.

Σημαίνει να κάνεις λογαριασμούς όπου τα νούμερα δεν βγαίνουν, να εξαρτάσαι από το ακριβό πετρέλαιο και δυσεύρετους εργάτες, κουβαλώντας την ευθύνη για το αν θα μείνει ανοιχτό το σχολείο, το ιατρείο, το ταχυδρομείο και το καφενείο του χωριού.

Κι όμως, κάτι κρατάει αυτούς τους ανθρώπους στη γη που κληρονόμησαν: η γνώση και η περηφάνεια για το προϊόν τους, η αίσθηση ότι χωρίς αυτούς η ύπαιθρος θα αδειάσει οριστικά. Οι σημερινές κινητοποιήσεις, πίσω από τα αιτήματα για κόστη παραγωγής, αποζημιώσεις και επιδοτήσεις, εμπεριέχουν και την αναγνώρισή τους όχι ως «αιώνιων επιδοτούμενων» αλλά ως επαγγελματιών που παράγουν αξία και κρατούν ζωντανό τον κοινωνικό ιστό της ελληνικής επαρχίας.