Aφανείς, παρασκηνιακές κατά βάση, διεργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη τούτο τον καιρό μεταξύ στελεχών της Κεντροαριστεράς. Πρόσωπα που έχουν διακριθεί για τη διαχειριστική τους επάρκεια τα προηγούμενα χρόνια, τόσο από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ όσο και από εκείνη του ΠαΣοΚ, βρίσκονται σε άτυπες συζητήσεις-αναζητήσεις με βασικό ερώτημα αν και κατά πόσον θα μπορούσε, στις παρούσες πολιτικές συνθήκες εμφανούς φθοράς της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης και εν όψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων, να οικοδομηθεί αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση κεντροαριστερής κατεύθυνσης.

Το εκλογικό διακύβευμα

Το έναυσμα ανανέωσης προηγούμενων ατελέσφορων αναζητήσεων προσέφεραν οι τελευταίες αποκαλύψεις τόσο του σκανδάλου Πάτση όσο και της δυσώδους υπόθεσης των υποκλοπών, η οποία κλονίζει την κυβέρνηση και διαμορφώνει την πεποίθηση ότι η διεκδίκηση της αυτοδυναμίας από τον πληγωμένο Κυριάκο Μητσοτάκη, σε συνθήκες απλής αναλογικής, αν δεν είναι ανέφικτη σίγουρα θα συναντήσει μεγάλες δυσκολίες και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ασθενείς και μικρής διάρκειας κυβερνήσεις.

Στη βάση των παραπάνω εκτιμήσεων πολιτικά στελέχη που βρίσκονται σε στενή επαφή τόσο με τον Αλέξη Τσίπρα όσο και με τον Νίκο Ανδρουλάκη συνομιλούν σε μια προσπάθεια να βρουν κοινούς τόπους.

Η συζήτηση εκκινεί με δεδομένη την πεποίθηση πως ο κ. Μητσοτάκης παρότι σε διαδικασία παρατεταμένης φθοράς και μειωμένης αξιοπιστίας θα επιμείνει, θα δώσει σκληρές μάχες και σε κάθε περίπτωση δεν θα κατέλθει στον εκλογικό στίβο με τα χέρια κατεβασμένα. Και με την αναγνώριση ότι έχει να προβάλει, τουλάχιστον επικοινωνιακά, αποτελέσματα ιδιαιτέρως στη ζώνη της οικονομίας που του επιτρέπουν να δηλώνει ότι εκείνος πέτυχε, παρά τις πολλές  δυσκολίες και σε συνθήκες επάλληλων κρίσεων, εκεί που οι αντίπαλοί του απέτυχαν.

Οι συνομιλητές του κεντροαριστερού κύκλου αποδέχονται ότι το φιλελεύθερο αφήγημα του κ. Μητσοτάκη επικρατεί επί του παρόντος ελλείψει άλλου αξιόπιστου και οργανωμένου σχεδίου από την άλλη πλευρά, ωστόσο αμφισβητούν την επάρκεια του κυβερνητικού υποδείγματος

Η κριτική στον Πρωθυπουργό

Οι συνομιλητές του κεντροαριστερού κύκλου αποδέχονται ότι το φιλελεύθερο αφήγημα του κ. Μητσοτάκη επικρατεί επί του παρόντος ελλείψει άλλου αξιόπιστου και οργανωμένου σχεδίου από την άλλη πλευρά. Ωστόσο αμφισβητούν την επάρκεια του κυβερνητικού υποδείγματος, υπογραμμίζοντας ότι ο κ. Μητσοτάκης υπήρξε εξαιρετικά τυχερός μέσα στην ατυχία των πολλών διεθνών κρίσεων που μεσολάβησαν στη διάρκεια της διακυβέρνησής του.

Αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το καλοκαίρι του 2019 με το τοπίο δημοσιονομικά καθαρισμένο και αναπτυξιακά ώριμο. Η χώρα είχε ουσιαστικά επιτύχει τη δημοσιονομική της σταθεροποίηση, το χρέος ήταν επαρκώς ρυθμισμένο και συνολικά η ελληνική οικονομία, έπειτα από δέκα χρόνια διαρκούς υποτίμησης όλων των αξιών και των αμοιβών παγωμένων, ήταν ώριμη και έτοιμη για ένα αναπτυξιακό άλμα. Επιπλέον πιστεύουν ακράδαντα ότι με την έλευση της πανδημίας η Ευρωπαϊκή Ενωση του έλυσε τα χέρια, επιτρέποντάς του να δράσει χωρίς τους σφιχτούς περιορισμούς του συμφώνου σταθερότητας, χωρίς δηλαδή το προηγούμενο αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο.

Οι χαμένες ευκαιρίες

Κατ’ αυτούς, ο κ. Μητσοτάκης είχε την ευκαιρία να διαχειριστεί αρχικώς την υγειονομική κρίση και μετέπειτα την ενεργειακή, μοιράζοντας αφειδώς χρήματα ακόμη και σε δραστηριότητες και σε πρόσωπα που δεν είχαν ανάγκη, όπως αποδεικνύει η μεγάλη αύξηση των καταθέσεων, νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Και επιμένουν ότι στη συνέχεια, μετά την άρση των υγειονομικών περιορισμών, ήταν αυτή που υποστήριξε την κατανάλωση και επέτρεψε την εμφάνιση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τόσο στη διάρκεια του 2021 όσο και εφέτος. Συνηγορούν δε προς αυτή την εκτίμηση τα επίσημα στοιχεία, που θέλουν το 70% της ανάπτυξης των τελευταίων δύο ετών να στηρίζεται στη διατηρούμενη ακόμη και σήμερα, παρά την ακρίβεια και το πληθωριστικό κύμα, αυξημένη κατανάλωση. Και το υπόλοιπο 30% στην επανάκαμψη του τουρισμού και στη διεκδίκηση των υποτιμημένων ελληνικών αξιών από ισχυρές εγχώριες και διεθνικές επιχειρηματικές δυνάμεις.

Επιπλέον αμφισβητούν το μεταρρυθμιστικό έργο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με εξαίρεση ίσως το ψηφιακό άλμα που πέτυχε ο κ. Πιερρακάκης, ευνοημένος ωστόσο κι αυτός από τις συνθήκες και τη συγκυρία των υγειονομικών περιορισμών. Κατά τα λοιπά δεν αξιολογούν ως σπουδαίο το πολυδιαφημισμένο μεταρρυθμιστικό έργο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, παρά αναγνωρίζουν την επικοινωνιακή δεινότητα του σχήματός του, εντός και εκτός της χώρας, που δημιουργεί κατά βάση πλαστή εικόνα.

Τα δύσκολα είναι μπροστά

Επισημαίνουν μάλιστα ότι τα πολλά ελλείμματα της τρέχουσας διακυβέρνησης θα φανερωθούν στο άμεσο μέλλον, όταν θα επανέλθουν οι κανόνες του συμφώνου σταθερότητας και η χώρα θα είναι υποχρεωμένη να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2%-3% ετησίως τουλάχιστον μέχρι το 2030, προκειμένου να μη διολισθήσει σε μια επόμενη κρίση χρέους. Υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά ότι τα φορολογικά έσοδα δεν θα συνεχίσουν να «τρέχουν» με τους σημερινούς ρυθμούς χωρίς πραγματική φορολογική μεταρρύθμιση. Και ακόμη ότι η χρηματοδότηση των επενδύσεων στην Παιδεία, στην Υγεία, στο κοινωνικό κράτος, στην έρευνα, στην τεχνολογία και στην Αμυνα δεν θα είναι επαρκής όταν σχεδόν το 50% των πολιτών δεν πληρώνει φόρο εισοδήματος, επειδή φορολογικά δεν έχουμε μεταρρυθμιστεί, επιτρέποντας επίσης να διαφεύγουν έσοδα ύψους περίπου 16 δισ. ευρώ τον χρόνο από τον ΦΠΑ. Οπως και η ανοχή στα υπερκέρδη των ενεργειακών ομίλων δεν επιτρέπεται να είναι ανεκτή. Για τον κύκλο των συνομιλητών της Κεντροαριστεράς η διατήρηση των σημερινών συνθηκών στο φυσικό αέριο, στο ηλεκτρικό ρεύμα και στα καύσιμα συνιστά σχεδόν κλοπή σε βάρος των πολιτών.

Οι επιδοματικές πολιτικές

Στη βάση των παραπάνω παραδοχών και εκτιμήσεων αναζητείται ένα σχήμα κοινών πολιτικών που θα μπορούσαν να εγγυηθούν το μέλλον και να αποτελέσουν τη βάση ενός επαρκούς συνεκτικού σχεδίου εναλλακτικής κεντροαριστερής διακυβέρνησης, ικανού να αντιπαρατεθεί στην αδιέξοδη, όπως εκτιμούν, φιλελεύθερη εκδοχή των πραγμάτων που υπερασπίζεται και προπαγανδίζει ο κ. Μητσοτάκης. Το ενδιαφέρον είναι ότι ορισμένοι εκ των συνομιλητών του κεντροαριστερού κύκλου αναγνωρίζουν ότι η Κεντροαριστερά για να επιτύχει οφείλει να απαλλαγεί από το επικρατήσαν τα τελευταία χρόνια επιδοματικό πρόσημο. Αποδέχονται ότι οι προσφερόμενες αδιακρίτως επιδοματικού τύπου πολιτικές δεν συγκροτούν αξιόπιστες λύσεις και πως επιβάλλεται να υπάρξουν ευφάνταστες συνθέσεις που και το κοινωνικό κράτος θα ενισχύουν και την οικονομική ανάπτυξη θα ευνοούν. Κατηγορούν δε τον κ. Μητσοτάκη ότι έχει διαμορφώσει ατμόσφαιρα γενικευμένων επιδοματικών πολιτικών που δεν αντέχουν στον χρόνο και μαζί έχει αποσύρει στην κυριολεξία το εργαλείο της φορολογικής πολιτικής από τον δημόσιο διάλογο, κινδυνεύοντας να δημιουργήσει στο μέλλον περιβάλλον μεγάλης αμφισβήτησης από τις αγορές, σαν εκείνο που αντιμετώπισε η ατυχής και προσφάτως αντικατασταθείσα βρετανίδα πρωθυπουργός Λιζ Τρας. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το θέμα των φόρων απουσιάζει στην κυριολεξία από την ατζέντα των κομμάτων. Και οι αρχηγοί επίσης των αντιπολιτευόμενων κομμάτων αποφεύγουν οποιαδήποτε αναφορά, όπως ο διάβολος το λιβάνι.

Δύσκολη η σύγκλιση

Καθίσταται φανερό από τα παραπάνω ότι η σύγκλιση των απόψεων προς οικοδόμηση εναλλακτικού σχεδίου κεντροαριστερής κατεύθυνσης ούτε απλή είναι ούτε δεδομένη. Ωστόσο είναι εκ των πολιτικών συνθηκών επιβεβλημένη. Πολύ περισσότερο αν όντως επιβεβαιωθεί η φθορά του κ. Μητσοτάκη, απομακρυνθεί από τον στόχο της αυτοδυναμίας και χρειαστεί, είτε αυτός είτε ο διάδοχός του, να αναζητήσουν λύσεις συνεργασίας με ατελή και απονομιμοποιημένα, εδώ και στην Ευρώπη, σχήματα της Ακροδεξιάς. Οπως και να έχει, η πρόκληση είναι μεγάλη για τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, καθώς μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών οι όποιες γέφυρες συνεργασίας τμημάτων της Κεντροαριστεράς με τον κ. Μητσοτάκη έχουν στην κυριολεξία καταρρεύσει.