Σε έρευνα που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας διαπιστώθηκε η «ύπαρξη μιας κοινωνικής Αριστεράς». Ενδεχομένως, είναι εκείνη που το τελευταίο διάστημα βλέπει κανείς όλο και πιο συχνά στους δρόμους. Στις διαδηλώσεις, στα πανό και στα συνθήματα. Στα αιτήματα και στη δυσαρέσκεια που εκφράζεται. Αλλά και στη φιλοδοξία να καταστεί «ρεύμα» που θα παρασύρει όλο και περισσότερα τμήματα της κοινωνίας.

Την ίδια ώρα ωστόσο παραμένει ένα ερώτημα εάν υπάρχει εξίσου μια «πολιτική Αριστερά» πέρα από τα περίπου μονοψήφια δημοσκοπικά ίχνη της. Και ποια είναι αυτή; Η Αριστερά του Στέφανου Κασσελάκη που, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, «αποτσιπροποιείται»; Η Κεντροαριστερά του Νίκου Ανδρουλάκη που, σύμφωνα με τους αντιπάλους της, «συριζοποιείται»; Αλλες εκφράσεις που προέκυψαν από διασπάσεις, όπως η Νέα Αριστερά τώρα ή το ΜέΡΑ25 και η Πλεύση Ελευθερίας παλαιότερα;

Οπως αποδεικνύεται, μαζί με το ερώτημα περί ύπαρξης, τίθεται και ένα πλέγμα ερωτημάτων ως προς τη φυσιογνωμία, την ταυτότητα, αλλά και την ιδιοκτησία του «brand». Ολα αυτά τα ερωτήματα συνθέτουν μια ουσιώδη υπαρξιακή αγωνία. Για να θυμίσουν το κλασικό ερώτημα: «Πού πηγαίνει» αυτή η Αριστερά;

«Κοινωνική αντιπολίτευση» υπάρχει. Αναζητούνται όμως η πολιτική και ο σχηματισμός εκείνος που θα ισορροπήσουν το πολιτικό σύστημα ως «εναλλακτική πρόταση εξουσίας»

Είναι ένα «quo vadis» που μερικές διασπάσεις και κάνα δυο συνέδρια μετά έχει θολώσει ακόμη περισσότερο. Οσο το συζητούν, τόσο περισσότερο μπερδεύονται. Το μεγάλο εργαστήρι των ιδεών, για τις οποίες η έρευνα διαπίστωνε πως «διεισδύουν ακόμη στην ελληνική κοινωνία», έχει μετατραπεί σε έναν μικρόκοσμο εσωστρέφειας, αντιπαραθέσεων και αλληλοεξόντωσης που απασχολούν το κοινωνικό σώμα μόνο οριακά και μόνο ως θέαμα. Μπορεί και να «χαζεύει» κανείς τους πρωταγωνιστές. Αλλά δεν τους ψηφίζει.

Σε μια πιο κυνική εκδοχή, που πάντως αποτυπώνεται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, δεν εμπιστεύονται τους πρωταγωνιστές ούτε αυτοί που ψηφίζουν τα κόμματά τους. Η Αριστερά, με άλλα λόγια, υπάρχει. Οχι όμως ως «πληθυντική». Και οπωσδήποτε όχι ως κυβερνητική. Η Αριστερά πηγαίνει – όπου και με όποιον πηγαίνει – με τη σκιά ενός τεράστιου ελλείμματος κυβερνησιμότητας να πλανάται πάνω από το κεφάλι της. Είναι σαν ο πλούτος των ιδεών να συνοδεύεται από μια ένδεια προσώπων.

Το πρόβλημα πιστοποιήθηκε σε εκείνη τη συνάντηση, που ξεχώρισε από τον τίτλο της για την καθαρή ανάγνωση του προβλήματος: «Απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος;». Απάντηση μπορεί να μη δόθηκε ακόμη και όταν ένα ευμέγεθες «Εγώ» εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά στο ακροατήριο. Για έναν χώρο όμως που εγκαλείται συχνά για έλλειψη ρεαλισμού, εκείνη ήταν μάλλον μια ωμή επίδειξη γείωσης με την πραγματικότητα: «Εχουμε αντίπαλο, αλλά με ποιον να πάμε;».

Το μεγάλο εργαστήρι των ιδεών, για τις οποίες η έρευνα διαπίστωνε πως «διεισδύουν ακόμη στην ελληνική κοινωνία», έχει μετατραπεί σε έναν μικρόκοσμο εσωστρέφειας

Το flipside εκείνης της αποστροφής με την οποία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε την εναρκτήρια ομιλία του στο συνέδριο του κόμματος μαρτυρεί τη μία διάσταση του προβλήματος. Η άλλη εντοπίζεται ενδεχομένως στην ιδεολογική απήχηση της Αριστεράς. Οι ιδέες «διεισδύουν», όπως έλεγε η έρευνα. Αλλά τι γίνεται με εκείνη την ιδεολογική ηγεμονία που απολάμβανε η Αριστερά ήδη από την εποχή του μετεμφυλιακού κράτους στην πνευματική ελίτ και μεταβολίστηκε μεταπολιτευτικά σε ένα τεράστιο κοινωνικό ρεύμα; Μήπως η κυβερνητική εμπειρία του ’15, πέρα από ένα «σημείο καμπής», ήταν και ένα «σημείο χωρίς επιστροφή»; Είναι οριστικό το «τέλος των ψευδαισθήσεων»;

Η Αριστερά έχει διαβάσει και πάλι το πρόβλημα. Για να πείσει, έχει ήδη συστηθεί ως «υπεύθυνη». Ως «ρεαλιστική». Τώρα τελευταία, ακόμη και ως «πατριωτική». Στο μεταξύ, φλέρταρε με τη Σοσιαλδημοκρατία και ό,τι άλλο κινείται πέριξ του πολιτικού Κέντρου, σαν να μην έχουν σημασία οι διασπάσεις στο εσωτερικό της, αλλά οι συμμαχίες στο εξωτερικό της.

Το ουσιαστικό πρόβλημα ωστόσο, μαζί με το υπαρξιακό quo vadis που ούτως ή άλλως βασανίζει την Αριστερά σχεδόν παντού στην Ευρώπη, παραμένει. Και δεδομένων των εκλογικών συσχετισμών, γίνεται πρόβλημα αντιπολίτευσης. Θα έλεγε κανείς, δηλαδή, ότι «κοινωνική αντιπολίτευση» υπάρχει. Αναζητούνται όμως η πολιτική και ο σχηματισμός εκείνος που θα ισορροπήσουν το πολιτικό σύστημα ως «εναλλακτική πρόταση εξουσίας». Οχι πως με τόσες εσωτερικές διασπάσεις και τόσα όμορα κόμματα λείπουν οι υποψήφιοι. Προς το παρόν όμως φαίνεται να λείπει το κοινό. Που εκτός από τις πλατείες, θα γεμίσει και τις κάλπες.