Είναι η κοινωνική διαμαρτυρία επιβλαβής για τη δημοκρατία και τους θεσμούς της; Συνιστά άραγε εξ ορισμού «αποσταθεροποιητικό» παράγοντα της πολιτειακής ευρυθμίας και κανονικότητας; Εξαντλείται ο ρόλος του πολίτη στην ψήφο που ρίχνει στην κάλπη μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια; Υπάρχει δημοκρατία χωρίς τη δυνατότητα περιοδικής συνάθροισης του δήμου ή τουλάχιστον ενός μέρους του;

Μπορεί, εσχάτως, και με αφορμή τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις για την υπόθεση των Τεμπών, τα ερωτήματα αυτά να αναδύθηκαν και πάλι στον δημόσιο διάλογο, κυρίως εξαιτίας συγκεκριμένων άκομψων, αν όχι προκλητικών, πολιτικών παρεμβάσεων, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι καινούργια. Τα συναντά κανείς ξανά και ξανά σε μια σειρά από θεωρητικές και πρακτικές συζητήσεις που σχετίζονται με την ιστορική πορεία αυτού που αποκαλούμε δυτική δημοκρατία. Στη βάση τους θα μπορούσε κάποιος να εντοπίσει μια διαμάχη ανάμεσα σε μια δυναμική και μια στατική αντίληψη περί δημοκρατίας, ανάμεσα σε μια ζωηρή, σφύζουσα και παλλόμενη προσέγγιση του δημοκρατικού φαινομένου και μια πιο κλειστή, υποτονική, πιο φοβική εν τέλει.

Σύμφωνα με την πρώτη, ο πολίτης εκφράζεται μέσα από τη συμμετοχή του στην εκλογική διαδικασία, όποτε αυτή λαμβάνει χώρα. Εκλέγει αυτούς που θέλει να τον αντιπροσωπεύσουν, να ασκήσουν δηλαδή τις δημόσιες υποθέσεις στη θέση του, ώστε εκείνος να μπορέσει να επιστρέψει στην «κανονική» του ζωή, επιδιδόμενος στην επιδίωξη των προσωπικών του στόχων και των ιδιωτικών του συμφερόντων. Σύμφωνα με τη δεύτερη, η ψήφος συνιστά μία, τη σημαντικότερη ενδεχομένως, αλλά όχι τη μόνη, μορφή πολιτικής συμμετοχής. Κοντολογίς, μετά την κάλπη ο πολίτης δεν αποσύρεται πλήρως από τη δημόσια σκηνή, αλλά παραμένει ενεργός, παράλληλα με και δίπλα σε αυτήν, παρεμβαίνοντας με ποικίλους άλλους τρόπους στη δημόσια σφαίρα, όποτε εκτιμήσει ότι πρέπει να το κάνει.

«Και άλλες μορφές πολιτικής συμμετοχής, εκτός από τη συμμετοχή στις εκλογές, όχι μόνο μπορούν να λειτουργήσουν θετικά για τη δημοκρατία, αλλά πλέον θεωρούνται και απαραίτητες» σημειώνει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος. Οπως επισημαίνει, «είναι αναγκαίο να υπάρχουν επιπλέον μορφές πολιτικής συμμετοχής στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις εκλογικές αναμετρήσεις. Διαφορετικά θα είχαμε μια δημοκρατία η οποία θα ήταν πολύ περιορισμένη και φτωχή ως προς το περιεχόμενό της, θα αποτελείτο από αυτό που ονομάζουμε στην πολιτική επιστήμη, τα «ελάχιστα προαπαιτούμενα της δημοκρατίας», δηλαδή οι κυβερνώμενοι να μπορούν να επιλέγουν τους κυβερνώντες. Αντιθέτως, σήμερα έχει επικρατήσει, και ευτυχώς, όχι μια φτωχή, αλλά μια πιο πλούσια έννοια της δημοκρατίας, και αυτή περιλαμβάνει και μορφές πολιτικής συμμετοχής όπως οι διαδηλώσεις».

Σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο, ενδιάμεσες μορφές πολιτικής συμμετοχής όπως οι κοινωνικές κινητοποιήσεις μπορούν να επιτελέσουν έναν κρίσιμο διττό ρόλο, συμβάλλοντας στον δημοκρατικό έλεγχο των κυβερνώντων και την ίδια στιγμή επιτρέποντας στους τελευταίους να αναπροσαρμόσουν τις πολιτικές του με βάση νέα κοινωνικά αιτήματα: «Εκτός από την επιλογή των κυβερνώντων με εκλογές, η δημοκρατία απαιτεί να υπάρχουν μηχανισμοί λογοδοσίας. Δηλαδή εκείνοι που έχουν επιλεγεί να κυβερνούν αφενός να λογοδοτούν για πράξεις και παραλείψεις όχι μόνο στις εκλογικές αναμετρήσεις αλλά και στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις εκλογές και αφετέρου να μπορούν οι κυβερνώντες να ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής σε μια χώρα. Εκείνο, δηλαδή, που επιτρέπουν οι διαδηλώσεις, πολύ περισσότερο από τις δημοσκοπήσεις μερικές φορές, είναι να μπορούν οι πολίτες να ζητούν τον λόγο από τους κυβερνώντες, και επιπλέον οι κυβερνώντες να μετατοπίζουν τα μέτρα πολιτικής, τις επιλογές μέτρων πολιτικής, αφουγκραζόμενοι τις αξιώσεις των πολιτών» αναφέρει. Αυτό βεβαίως, προσθέτει ο ίδιος, δεν σημαίνει ότι οι διαδηλώσεις μπορούν να μετατραπούν σε ένα «όχημα για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, ούτε εκ μέρους εκείνων που μετέχουν σε αυτές ούτε εκ μέρους των δυνάμεων της πολιτείας που έχουν ταχθεί να φρουρούν τη νομιμότητα».

«Νομίζω ότι το ερώτημα αυτό έχει απαντηθεί, και από την ιστορία και από την εμπειρία, τουλάχιστον στη νεωτερικότητα και τις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες» σημειώνει από τη μεριά του ο Νικόλας Σεβαστάκης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. «Υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα της δημοκρατίας», προσθέτει, «ένα θεσμικό και ένα μη θεσμικό, που δεν είναι απαραίτητα ή αναγκαστικά αντιθεσμικό. Αυτό που λέμε κινήματα, οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών, ακτιβισμός, έχει πολλές ονομασίες και έχει και μια πολύ μεγάλη ιστορία θεωρίας από πίσω του, προσεγγίσεις από την κλασική πολιτική επιστήμη, από την κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων και ούτω καθεξής».

Οπως υποστηρίζει, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε μορφές του αντιθεσμικού, όπως ένας αγοραίος αντικοινοβουλευτισμός ή μια ισοπεδωτική προσέγγιση κατά όλων των πολιτικών, στα οποία πρέπει να βρισκόμαστε απέναντι, και το εξωθεσμικό, το οποίο αναφέρεται σε μορφές πολιτικής δράσης που δεν αφορούν απλώς τη συμμετοχή σε ένα τραπέζι και μπορούν υπό προϋποθέσεις να συμβάλουν στο ξαναζωντάνεμα των θεσμών, ιδίως όταν είμαστε αντιμέτωποι με μια κρίση ή απαξίωσή τους, με ό,τι συχνά αποκαλούμε κρίση εμπιστοσύνης. «Γεγονός είναι ότι μπορεί η ορατότητα των πολιτών, η παρουσία τους στον δημόσιο χώρο, να είναι αναζωογόνηση μιας κουρασμένης ή φθαρμένης δημοκρατικής τάξης, μπορεί όμως να έχει και κάποιους κινδύνους, ανάλογα με τις δυνάμεις που έχουν το πάνω χέρι, τα επιχειρήματα, τους συλλογισμούς, την κατεύθυνση που παίρνει η διαμαρτυρία» σημειώνει και προσθέτει: «Η συλλογική διαμαρτυρία, όταν έχει μια πλειοψηφική δυναμική, όταν έχει έναν όγκο, ένα εύρος, δίνει κατευθύνσεις λύσεων. Οχι βέβαια από μόνη της. Δεν είμαστε σε μια κατάσταση αμεσοδημοκρατισμού. Αλλά δημιουργεί συσχετισμούς και δημιουργεί πλαίσια που πρέπει να τα λάβει υπόψη του το πολιτικό προσωπικό. Τώρα το πώς θα τα χειριστεί, το ποια κατεύθυνση θα βγει, αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις από πριν».

Η διάσταση δε της ενσώματης παρουσίας στον δημόσιο χώρο αποκτά, σύμφωνα με τον ίδιο, ένα ειδικό βάρος στις μέρες μας, όπου παρατηρείται παγκοσμίως μια κατάσταση αποδιοργάνωσης της συμβατικής φιλελεύθερης δημοκρατίας και μια πραγματική άνοδος σύγχρονων μορφών ριζοσπαστικής Δεξιάς: «Χρειαζόμαστε, ειδικά τώρα, μια σωματική πολιτική κατά κάποιον τρόπο. Οχι με τον ίδιο τρόπο πάντα, δεν είναι ανάγκη να ακολουθείται το ίδιο ρεπερτόριο, αλλά εν πάση περιπτώσει οι άνθρωποι να θυσιάσουν λίγο από τον ατομικό τους χρόνο για τέτοιου τύπου διαδικασίες».

Θέλουμε, λοιπόν, μια φτωχή ή μια πλούσια προσέγγιση της δημοκρατίας για να επιστρέψουμε στο αρχικό πλαίσιο του προβληματισμού; Η απάντηση που θα δώσουμε τελικά στο ερώτημα δεν σχετίζεται μόνο με το αν θέλουμε ένα πολιτικό σύστημα που θα είναι ανοιχτό και θα αλληλεπιδρά με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες, αλλά και από το εάν και σε τι βαθμό θέλουμε να είμαστε συνδημιουργοί και συνδιαμορφωτές του δημόσιου πράγματος. Αλλιώς, μπορούμε να αποθέσουμε ολοκληρωτικά την ευθύνη για την πορεία και τη διαδρομή του σε μια διαδικασία «outsourcing», όπως θα έλεγε η επιχειρηματική γλώσσα, ανανεώνοντας ή αλλάζοντας απλώς τον πάροχο των ανατεθειμένων υπηρεσιών κάθε τέσσερα χρόνια.