Πόσα εισιτήρια κόπηκαν στις δύο συναυλίες του ΛΕΞ στο ΟΑΚΑ το προηγούμενο Σαββατοκύριακο; Ο ακριβής αριθμός δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει πως όσα εισιτήρια εκδόθηκαν εξαφανίστηκαν σε χρόνο-ρεκόρ και πως για δύο ημέρες ο χώρος βούλιαξε από νεαρόκοσμο.
Δεν υπάρχει ίσως κανείς νέος έλληνας καλλιτέχνης που σήμερα μπορεί να συγκεντρώσει σε μια δική του συναυλία τον συγκεκριμένο κόσμο. Δεν αμφιβάλλω πως υπάρχουν κάποιοι που μπορεί κόσμο να συγκεντρώσουν περισσότερο – η Αννα Βίσση π.χ. πέρυσι γέμισε το Παναθηναϊκό Στάδιο. Αλλά η Αννα Βίσση τραγουδά σχεδόν πενήντα χρόνια. Ενώ ο ΛΕΞ μόλις πάτησε τα σαράντα.
Είναι μια συναυλία του ΛΕΞ κάποιου είδους μυσταγωγική παράσταση από αυτές στις οποίες αν μια φορά βρεθείς πιστεύεις πως η τύχη σου είναι σπάνια; Οχι, δεν είναι. Δεν υπάρχουν εντυπωσιακές και καλοκουρδισμένες ορχήστρες, δεν υπάρχουν απρόοπτα εντυπωσιακά δρώμενα, δεν υπάρχει καν ένας απίστευτα εξαιρετικός ήχος: ο ήχος είναι φροντισμένος, αλλά όχι κάτι μοναδικό. Υπάρχουν πάντα χρηστικές μεγάλες οθόνες για να βλέπει ο κόσμος ό,τι εκτυλίσσεται επί σκηνής.
Οποιοι μαζί του εμφανίζονται δεν είναι καλλιτέχνες που θα μετατρέψουν τη βραδιά σε παρεΐστικο πάρτι: όταν στην πρόσφατη συναυλία ανέβηκε στη σκηνή η Χάρις Αλεξίου το έκανε για να αποδώσει ένα ντουέτο που έχουν πει μαζί και που ήταν και η τελευταία επιτυχία της. Οποιος πάει στον ΛΕΞ γιατί τον ξέρει και τον έχει ανακαλύψει εδώ και χρόνια (και όχι γιατί είναι της μόδας…), δεν πάει ούτε για να χορέψει ζεϊμπέκικα, ούτε γιατί γνωρίζει πως κάποια στιγμή το πράγμα θα καταλήξει ένα μεγάλο πανηγύρι.
Το κοινό περιμένει απλά ο ΛΕΞ να πει τα τραγούδια του με τον τρόπο του. Ξέρει ότι τα τραγούδια αυτά μιλάνε για το τάβλι των ανέργων και για μια χαμένη γενιά. Ξέρει πως μιλάνε για τον ίδιο, που μετά θα βγει και θα γυρέψει το απόλυτο ειδύλλιο, καφέ, τσιγάρα, μουσικές από βινύλιο. Αδημονεί να τον ακούσει να τα τραγουδήσει ραπάροντας σχεδόν υπόκωφα, σαν να θέλει να μοιραστεί τη μοναξιά του πιο πολύ από την αγωνία του.
Τον ΛΕΞ δεν τον βρίσκεις, σε βρίσκει. Δεν εμφανίζεται σε μαγαζιά που γεμίζει, εσύ τον ψάχνεις. Οι παλιοί του ΛΕΞ, αυτοί που τον έχουν πρωτοδεί π.χ. με τον Μικρό Κλέφτη, που έχει και αυτός ταλέντο αλλά όχι την ίδια δυναμική, λένε πως οι ζωντανές εμφανίσεις του ήταν καλέσματα μοναχικών ανθρώπων που άκουγαν πολλά από αυτά που σκέφτονταν χωρίς να έχουν τον τρόπο να τα εκφράσουν.
Ο ίδιος ο ΛΕΞ μάλλον θα χαμογελούσε με αυτού του είδους τις επισημάνσεις: είναι το είδος των εξηγήσεων που δίνονται εκεί που οι εξηγήσεις απουσιάζουν. Ο ΛΕΞ διαδέχθηκε στην ελληνική σκηνή τους Active Member, αλλά και αυτό είναι σχετικό. Στην πραγματικότητα μεγάλωσε υπογείως – δεν ήθελε να γίνει πρωτοπόρος, δεν προσπάθησε ποτέ του να πείσει ότι η παρουσία του αποτελεί κάποιου τύπου σταθμό, δεν έκανε καν εκπτώσεις για να γίνει πιο εύκολος.
Ο ΛΕΞ είναι κάτι σαν τραγουδιστής του δρόμου που γεμίζει στάδια γιατί η φήμη του ταξιδεύει από στόμα σε στόμα. Την πρώτη φορά που κατέβηκε στην Αθήνα, η εμφάνισή του ήταν κάτι σαν προσκλητήριο πιστών που δεν γνώριζαν ότι υπάρχουν. Ηταν καλοκαίρι του 2019. Ημασταν στο Θέατρο Πέτρας. Περίπου δέκα χιλιάδες. Αλλά με μια αίσθηση συνενοχής που δεν θυμάμαι σε ανάλογη συναυλία.
Υπάρχει κάτι εντυπωσιακό στις συναυλίες του ΛΕΞ, αλλά μόνο για αυτούς που δεν έχουν ξαναβρεθεί σε αυτές: δεν μπορείς να μη διακρίνεις με πόσο πάθος καταθέτουν τα παιδιά που τραγουδάνε τους δύσκολους στίχους του – και τους ξέρουν όλους. Τα τραγούδια του ΛΕΞ, αρέσουν δεν αρέσουν, είναι δεδομένο πως δεν προορίζονται για να γίνουν σουξέ – δεν είναι φτιαγμένα για να σε κάνουν να τα τραγουδήσεις γιατί ο δημιουργός τους μοιάζει απίστευτα ευτυχισμένος αν απλά τα ανακαλύψεις και τα ακούσεις.
Αυτές οι μικρές ραψωδίες σκανδαλίζουν τους μεγαλύτερους με τη γλώσσα τους, την ίδια γλώσσα που ενθουσιάζει τους πιστούς του ΛΕΞ. Λένε πως η επιτυχία του οφείλεται στο ότι οι στίχοι αυτών των τραγουδιών αφορούν θέματα όπως η οικονομική κρίση, η διαφθορά, τα ναρκωτικά, η αστυνομοκρατία, η παραβατικότητα, η έλλειψη προοπτικής, η διάψευση των ονείρων κ.τ.λ. Συγγνώμη, μα αν ήταν το θέμα των τραγουδιών το μυστικό της επιτυχίας, η ραπ και το χιπ χοπ θα ήταν τα εθνικά μας σπορ: είναι δεκάδες οι εκπρόσωποι αυτής της σκηνής που τραγούδησαν για ανάλογα ζητήματα, αλλά κανείς δεν έχει την επιτυχία του ΛΕΞ.
Είναι θέμα ύφους; Μπορεί. Το ύφος του ΛΕΞ χαρακτηρίζεται ως αντιποιητικό, υπάρχει όντως κάτι σκοτεινό στα τραγούδια του και οι ελεγειακές του εξηγήσεις είναι συχνά ωμές και σκληρές. Αλλά και πάλι δεν υπάρχει σε αυτό κάτι που δεν συναντάς αλλού: αν το ύφος είναι το μυστικό, πρέπει κάποιος να σκάψει βαθύτερα και ίσως καταλάβει πως το ύφος αυτό είναι απλά το αμπαλάζ μιας εσωτερικής αλήθειας. Που οι πιστοί του ΛΕΞ έχουν τη βεβαιότητα πως έχουν ανακαλύψει.
Νιώθω πολύ μεγάλος σε ηλικία για να μπορώ να συμμετέχω στο κυνήγι αυτής της αλήθειας του ΛΕΞ: οι συναυλίες του που έχω δει μου μοιάζουν εικόνες από άλλη χώρα – ίσως από άλλον κόσμο. Με εντυπωσιάζουν όμως ως μαζικό θέαμα, κι ας μην αναφέρονται σε εμένα, στις αγκυλώσεις, στις νίκες και στις ήττες της δικής μου γενιάς. Τις βρίσκω ολοκληρωμένες προτάσεις για το κοινό του ΛΕΞ και μου αρέσει που όσοι ανήκουν σε γενιές προηγούμενες δεν τις καταλαβαίνουν. Δεν βρίσκω τίποτα κακό σε αυτό: ο ΛΕΞ δεν είναι για όλους – είναι για τους πιστούς του.
Ακούω διάφορους συνομήλικούς μου που δεν καταλαβαίνουν την επιτυχία του να λένε πως είναι ένα είδος άλλοθι για μια γενιά που δεν διαβάζει και δεν ψάχνει και απλά αγαπάει την εύκολη αγανάκτηση και τη διαμαρτυρία. Απαντάω σε όλους ότι οι νέοι άνθρωποι πάντα διαμαρτύρονταν και πάντα έψαχναν αυτούς που ήξεραν την αγανάκτησή τους να την εκφράσουν.
Και ότι οι νέοι τού σήμερα είναι μάλλον τυχεροί που για αυτό βρήκαν τον ΛΕΞ, ο οποίος ισχυρίζεται πως εκφράζει τη γενιά της αμφιβολίας. Στην πραγματικότητα προσπαθεί να γράψει το σάουντρακ της γενιάς του και της ζωής της. Αυτό το σάουντρακ είναι οι συναυλίες του.



