Ο μέσος αναγνώστης του «Βήματος» έχει σίγουρα κουραστεί από τη συζήτηση για το αν επιτρέπεται ή όχι η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Ερχεται όμως η συζήτηση αυτή πάλι στην επικαιρότητα με την εξέταση από το Συμβούλιο της Επικρατείας της συνταγματικότητας του νόμου που επέτρεψε την εγκατάσταση στην Ελλάδα παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων.
Δύο καίρια ερωτήματα επιμένουν εδώ και ζητούν επιτακτικά απάντηση: Παραμένει το Σύνταγμα στο κέντρο του νομικού μας σύμπαντος; Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποτελεί ένα άλλο κέντρο, παράλληλο και ισότιμο;
Ενα βαθύ ρήγμα κρύβεται πίσω από αυτά: η αναδιάταξη των κέντρων ισχύος της έννομης τάξης που μας περιβάλλει και ο νέος ρόλος του εθνικού δικαστή. Κάθε υπεύθυνος πολίτης πρέπει να κατανοήσει το πολιτικό διακύβευμα του ρήγματος.
Σε τέσσερα σημεία περιγράφεται στη συνέχεια η ακτινογραφία του:
Πρώτον
Η σύγκρουση δύο έννομων τάξεων, της εθνικής με την ενωσιακή.
Σαφέστατη γλωσσικά, με πάγια τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας να το υποστηρίζει, η διάταξη του άρθρου 16 του ελληνικού Συντάγματος απαγορεύει τη σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες, και μάλιστα επιβάλλει την παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης από ιδρύματα που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Από την άλλη μεριά, το ενωσιακό δίκαιο, με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενωσης, θεσπίζει ως θεμελιώδες δικαίωμα, στο άρθρο 14 αυτού, το δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Και το δικαίωμα αυτό το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης το ενέταξε αρμονικά, με μια πρόσφατη απόφασή του, εντός της ενωσιακής έννομης τάξης.
Ετσι που να μπορεί να υποστηριχθεί πλέον, και για την Ελλάδα, ότι η ελευθερία ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ, τουλάχιστον στην εκδοχή της ως δικαίωμα εγκατάστασης παραρτήματος ξένου ΑΕΙ, δεσμεύει και τη χώρα μας. Το Σύνταγμα από τη μια, το ενωσιακό δίκαιο από την άλλη φαίνονται λοιπόν να ρυθμίζουν αντιθετικά το ίδιο θέμα. Τι γίνεται όταν συγκρούονται μεταξύ τους;
Δεύτερον
Ο διαμοιρασμός του πεδίου εφαρμογής εθνικού και ενωσιακού δικαίου.
Στην πυραμοειδή σύλληψη της ελληνικής έννομης τάξης, στην κορυφή της βρίσκεται το Σύνταγμα. Ο,τι δεν είναι συμβατό με αυτό » ακόμη και το ενωσιακό – δεν μπορεί να αναπτύξει ισχύ στην Ελλάδα. Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα. Για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι γιατί το ίδιο το Σύνταγμα προνόησε ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου. Εδωσε κατευθύνσεις στον ερμηνευτή του να αποφεύγει πάση θυσία τις συγκρούσεις.
Και ο δεύτερος λόγος είναι γιατί η ενωσιακή έννομη τάξη, όπως εκφράζεται διά του Δικαστηρίου της, διεκδικεί προτεραιότητα όταν το δίκαιό της συγκρούεται με το δίκαιο ενός κράτους-μέλους, ακόμη και με το Σύνταγμά του.
Για την αποφυγή της σύγκρουσης η λύση που προτείνει το ενωσιακό δίκαιο είναι η εξής: εθνικό και ενωσιακό δίκαιο να αυτοπεριοριστούν. Να ρυθμίσουν ό,τι ανήκει στο πεδίο εφαρμογής του καθενός.
Ετσι, το Σύνταγμα δεν θα εφαρμοστεί όπου εφαρμόζεται το ενωσιακό, θα υποχωρήσει, παραχωρώντας ελεύθερο πεδίο στο ενωσιακό δίκαιο. Δεν θα είναι συνεπώς ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 16 του Συντάγματος – που είναι σαφέστατο –, θα είναι ζήτημα πεδίου εφαρμογής του.
Τρίτον
Η υποχρέωση διπλής νομιμοφροσύνης του εθνικού δικαστή.
Πόσο όμως ο έλληνας δικαστής θα υποταγεί σε μια τέτοια λύση; Πώς θα τολμήσει να θέσει το Σύνταγμα της πατρίδας του, στο οποίο ορκίστηκε υποταγή, σε παράλληλο και ισότιμο επίπεδο με το δίκαιο της Ενωσης;
Την υποχρέωση διπλής νομιμοφροσύνης των εθνικών δικαστών φρόντισε πριν από λίγα χρόνια να διασφαλίσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αναγορεύοντας τους εθνικούς δικαστές και σε δικαστές της Ενωσης.
Ολοι οι δικαστικοί λειτουργοί της Ελλάδας, καθώς κάποια στιγμή θα κληθούν να ερμηνεύσουν και εφαρμόσουν το δίκαιο της Ενωσης, είναι και δικαστές της, που οφείλουν την ίδια νομιμοφροσύνη στο δίκαιο της Ενωσης με αυτή που οφείλουν στο Σύνταγμά μας. Αυτό σημαίνει ότι ο έλληνας δικαστής θα επιτρέπει πάντα στο ενωσιακό δίκαιο να «διεμβολίζει» το Σύνταγμα της πατρίδας του τόσο όσο το ίδιο ενωσιακό δίκαιο το επιτάσσει; Οχι!
Τέταρτον
Η αναγωγή σε μια κοινή έννομη τάξη, που υπερβαίνει την εθνική και την ενωσιακή.
Οταν, δύο δεκαετίες πριν, συγκρούστηκε η ελληνική με την κοινοτική – όπως λεγόταν τότε – έννομη τάξη στην υπόθεση του βασικού μετόχου [το ελληνικό Σύνταγμα, σε σύγκρουση με το κοινοτικό δίκαιο, απέκλειε απολύτως σε βασικούς μετόχους ορισμένων επιχειρήσεων τη συμμετοχή τους σε δημόσιους διαγωνισμούς], η λύση βρέθηκε με την αναγωγή στην κοινή στα δύο δίκαια θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας, η οποία τα συμφιλίωσε.
Το ελληνικό δίκαιο υποχώρησε. Και όταν, μία δεκαετία πριν, το ιταλικό Σύνταγμα συγκρούστηκε με την ενωσιακή νομοθεσία, γιατί, για το ιταλικό δίκαιο, ο χρόνος παραγραφής ενός εγκλήματος δεν μπορεί να παραταθεί αναδρομικά, ενώ μπορεί για το ενωσιακό δίκαιο, η λύση τότε βρέθηκε με την αναγωγή στη θεμελιώδη για τα δύο δίκαια αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Εδώ ήταν το ενωσιακό δίκαιο που υποχώρησε.
Αρχή της αναλογικότητας, αρχή της ασφάλειας του δικαίου είναι κοινές αξιακές αρχές που βρίσκονται σε ένα υπερκείμενο επίπεδο, όπου συμφιλιώνονται ορθολογικά οι συγκρούσεις των δύο έννομων τάξεων.
Σε αυτό οφείλει να αναχθεί και ο εθνικός δικαστής για να ελέγξει, κάθε φορά που το Σύνταγμα της χώρας του τίθεται εκποδών από το ενωσιακό δίκαιο, αν κάτι τέτοιο είναι συμβατό με τις κοινές αυτές αρχές. Στο επίπεδο αυτό δεν βρίσκονται αυτά καθαυτά ούτε το άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγματος ούτε το άρθρο 14 του Χάρτη.
Βρίσκεται η ουσία τους: οι κοινές αξίες και αρχές τους, όπως η ακαδημαϊκή ελευθερία, το κύρος του τίτλου ακαδημαϊκών σπουδών, η πρόσβαση σε μόρφωση ακαδημαϊκού επιπέδου. Δεν είναι συνεπώς άοπλος ο εθνικός δικαστής ενώπιον του ενωσιακού «διεμβολισμού». Εντός της κοινής, υπερκείμενης έννομης τάξης, όπου συντελείται η υπέρβαση των συγκρούσεων, έχει ρόλο να παίξει.
Αυτή είναι η κοπερνίκειος επανάσταση που έχει συντελεστεί στον χώρο των έννομων τάξεων, της εθνικής και της ενωσιακής. Δεν είναι μια λογική κατασκευή του νομικού πολιτισμού. Είναι μία πραγματικότητα. Πιθανόν να μην μπορεί ακόμη να συνειδητοποιηθεί. Οπως και στην έξοδο από τον Μεσαίωνα, τότε που δεν μπορούσε να κατανοηθεί η θεωρία του Κοπέρνικου για το ότι η Γη δεν είναι στο κέντρο του Σύμπαντος.
Ο κύριος Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.