Η άνοδος της Ακροδεξιάς σε ολόκληρη την ΕΕ είναι πια κοινός τόπος. Τα πρόσφατα αποτελέσματα των εκλογών σε Πορτογαλία και Πολωνία, δυστυχώς, την επιβεβαιώνουν. Στην πρώτη, η ακροδεξιά Chega αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη αντιπολιτευτική δύναμη, στη δεύτερη, αν και με μικρή διαφορά, εκλέχθηκε πρόεδρος ο ακροδεξιός φιλοτραμπικός υποψήφιος.
Αντιστρόφως, η εκλογική και ιδεολογική επιρροή των κεντρώων κομμάτων, που λειτούργησαν για δεκαετίες ως προπύργια δημοκρατικής σταθερότητας, φθίνει, όπως και – ακόμη περισσότερο – εκείνη των κεντροαριστερών και αριστερών κομμάτων. Οι κοινωνίες συντηρητικοποιούνται ως αντίδραση απέναντι στις οικονομικές ανισότητες, την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και την επί αρκετές δεκαετίες ενίσχυση του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Η αρνητική ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος αποκαλύπτει τη δυσαρέσκεια των μη προνομιούχων, που, παραδόξως, συνασπίζονται πολιτικά με τους οικονομικά ισχυρούς, τους οποίους οι ακροδεξιές οικονομικές και φορολογικές πολιτικές ευνοούν. Και ενώ οι τελευταίοι ευλόγως νοιάζονται για το στενά νοούμενο οικονομικό τους συμφέρον, οι πρώτοι παρασύρονται από φωνές μίσους, που εκείνοι φροντίζουν να διαδίδονται απρόσκοπτα, με τη βοήθεια και ξένων δυνάμεων, εχθρικών προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Πολλοί, βέβαια, πείθονται πραγματικά από αυτόν τον μισαλλόδοξο λόγο.
Τα ακροδεξιά κόμματα ποντάρουν στα χειρότερα ένστικτα των ψηφοφόρων και αντί δικαιοσύνης υπόσχονται εκδίκηση και βία. Προσφέρουν όχι λύσεις, αλλά αποδιοπομπαίους τράγους, που ελάχιστα ή καθόλου δεν ευθύνονται για τα υπαρκτά προβλήματα, όπως οι μετανάστες και οι μειονότητες, και στρέφονται κατά δικαίων και αδίκων πολιτικών συλλήβδην, δοξάζοντας τους πιο αχρείους εξ αυτών. Ωστόσο, ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν και στα κεντροαριστερά κόμματα, των οποίων η ευαισθησία απέναντι σε κοινωνικές αδικίες και ανισότητες, οικονομικής και ταξικής φύσης, έχει μειωθεί.
Σε πολλές χώρες το μεταψυχροπολεμικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο, που κάποτε υποσχόταν υλική ευημερία, έφτασε στα όριά του και οδηγεί στη φτωχοποίηση μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, και μείωση της αγοραστικής δύναμης ακόμη και της πάλαι ποτέ κραταιής μεσαίας τάξης. Στη χώρα μας η ακρίβεια αποτελεί το νούμερο ένα πρόβλημα καθημερινότητας για την πλειονότητα των νοικοκυριών, ενώ η έλλειψη στέγης εδώ και πανευρωπαϊκά αποτελεί μείζον πρόβλημα, την ίδια στιγμή που ακόμη και για την παροχή νερού γίνονται προσπάθειες ιδιωτικοποίησης που θα είχαν ως αποτέλεσμα την εκτίναξη της τιμής του.
Οταν τα αιτήματα περιλαμβάνουν τα μέχρι πρότινος αυτονόητα «νερό, φαγητό και στέγη», το εκλογικό σώμα αντιδρά σπασμωδικά. Η εμπιστοσύνη στο σύστημα – πάντα σε πανευρωπαϊκά χαμηλά στη χώρα μας – καταρρέει υπό το βάρος των ανεκπλήρωτων υποσχέσεών του, το κοινωνικό συμβόλαιο διαρρηγνύεται.
Απαιτούνται, λοιπόν, άμεσες δράσεις παρέμβασης: οικονομικές πολιτικές για την ανάπτυξη, παραγωγή αναγκαίων αγαθών, καταπολέμηση ακραίων ταξικών ανισοτήτων, κοινωνικές πολιτικές για στήριξη των νοικοκυριών, πιο προσβάσιμα και ποιοτικά δημόσια αγαθά, με έμφαση στην υγεία, την εκπαίδευση, την εργασία και τη στέγη, ως αναφαίρετου αγαθού, όχι ως περιουσιακού στοιχείου. Αυτά πρέπει να τα παρέχει η κυβέρνηση βάσει δίκαιου και όχι εξοντωτικού φορολογικού συστήματος, με φορολόγηση ιδίως επί της συσσώρευσης του πλούτου, και όχι να δίδονται, με το σταγονόμετρο, από τα δικαστήρια, μέσω μιας εκλεκτικής δικαστικοποίησης των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ταυτόχρονα, η μετανάστευση πρέπει να αξιοποιηθεί για ενίσχυση της οικονομίας και αντιμετώπιση του δημογραφικού μέσα από ένα ανθρωπιστικό πρίσμα που θα ενισχύει την ένταξη και δεν θα υποχωρεί μπροστά σε θρησκευτικές ή/και πολιτισμικές πρακτικές αντίθετες προς τη δημοκρατική και φιλελεύθερη συνταγματική κουλτούρα της Ευρώπης, οι οποίες ευνοούν τους ακραίους ξενοφοβικούς και κρατούν αιχμάλωτα τα ευάλωτα ιδίως μέλη των μειονοτήτων. Τέλος, η έμφαση στην ειρήνη, ακόμη και αν αυτή αναγκαστικά περνάει μέσα από αμυντικές πολιτικές, και στην ασφάλεια, αποτελεί – και πάλι – διακύβευμα της εποχής μας.
Η κυρία Λίνα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.