Επιστρέφοντας από μια επίσκεψη στο πατρικό μου σπίτι, περνάω από τον δρόμο απ’ όπου πήγαινα σχολείο κάθε πρωί.
Τα περισσότερα μαγαζάκια είναι στη θέση τους από τότε: το κατάστημα με τα γυναικεία νυχτικά στη γωνία (που πίστευα ανέκαθεν ότι είναι βιτρίνα της μαφίας, αφού δεν είδα ποτέ ούτε μία πελάτισσα μέσα)· το ψιλικατζίδικο που κρατούν ένας πατέρας με τον γιο του (ο πατέρας πάντα κοιμώμενος πίσω από το ταμείο, ο γιος πάντα μασουλώντας πατατάκια)· δίπλα, το μικρό σουπερμάρκετ (όλα τα εξωσχολικά φλερτ της παρέας μας είχαν κάνει αποθηκάριοι με μισά ένσημα σε αυτό το σουπερμάρκετ, πρέπει να τους είχαμε ρίξει άθελά μας κάτι σαν την κατάρα των Καρντάσιαν)· το κατάστημα με τα παπούτσια (δεν έχω κάτι να σχολιάσω εδώ, είναι απλώς ένα κατάστημα με παπούτσια)· και το φαρμακείο στο τέρμα του δρόμου. Εκεί τη βλέπω.
Δεν έμαθα ποτέ ποιο είναι το όνομά της, για την ακρίβεια δεν τη γνώρισα καν, αλλά από μέσα μου την αποκαλούσα «Λεμονιά», από την Κοντούλα Λεμονιά, καθότι δεν ξεπερνούσε το ένα κι εξήντα. Μικροσκοπική, αδυνατούλα, αλλά με κάπως μεγάλο, τετράγωνο κεφάλι.
Σκούρα καστανά μαλλιά πάντα πιασμένα σε ψηλή αλογοουρά, μαύρα μάτια, γαμψή μύτη, έντονο ρουζ στα μάγουλα, να τονίζει άτσαλα το πέρασμα της νεανικής ακμής. Συνήθως ντυμένη σαν διασταύρωση αεροσυνοδού με δασκάλα ιππασίας: σκουρόχρωμο τζιν παντελόνι, λεπτό πουκάμισο, χρωματιστό μαντίλι τυλιγμένο στον λαιμό. Κάπως ψυχρή και κάπως όμορφη.
Τη «Λεμονιά» την έβλεπα κάθε πρωί πηγαίνοντας προς το σχολείο. Συναντιόμασταν ακριβώς στο ίδιο σημείο (ανάμεσα στο σουπερμάρκετ και στο ψιλικατζίδικο, ούτε συνεννοημένες να ήμαστε), ακολουθώντας αντίθετες διαδρομές. Απλώς προσπερνούσαμε η μια την άλλη και συνεχίζαμε τον δρόμο μας. Είναι μεγαλύτερή μου – τότε την έκανα γύρω στα είκοσι πέντε, άρα σήμερα πρέπει να είναι καμιά σαρανταριά πια. Προφανώς εκείνη πήγαινε στη δουλειά της, ενώ εγώ συνέχιζα για το σχολείο (ή για την καφετέρια πάνω από το σχολείο, αφού το είχα για γρουσουζιά να πηγαίνω στο μάθημα πριν από την τρίτη ώρα).
Λόγω του ότι αυτή η άτυπη συνάντηση λάμβανε χώρα καθημερινά και ακριβώς την ίδια ώρα, αναπόφευκτα η «Λεμονιά» θα μου τραβούσε την προσοχή. Σιγά-σιγά, άρχισα να την περιμένω κιόλας. Το πρόσωπό της μου έγινε με τον καιρό απολύτως οικείο, σαν το πρόσωπο ενός συγγενικού ή φιλικού προσώπου που βλέπεις όλη σου τη ζωή.
Συχνά αναρωτιόμουν αν το ίδιο σκεφτόταν κι εκείνη για εμένα, αν με είχε παρατηρήσει, αν της ήμουν πλέον οικεία, αν ήταν σε θέση να ανακαλέσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου, αν μου είχε δώσει ένα χαζό παρατσούκλι απλώς για να έχω ένα όνομα μες στο μυαλό της. Κάποιες λίγες φορές, τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, άρα μπορεί και να της είχα γίνει όντως οικεία, όπως είχε γίνει εκείνη σ’ εμένα.
Τελειώνοντας το σχολείο, την έχασα. Και να που την ξαναβρίσκω μια τυχαία μέρα, μπαίνοντας στο φαρμακείο της παλιάς μου γειτονιάς. Ολο αυτόν τον καιρό εργαζόταν εδώ, λοιπόν, εδώ ερχόταν αφού προσπερνούσαμε η μια την άλλη. Μόλις περνάω την πόρτα του καταστήματος και συνειδητοποιώ ποια βλέπω, κομπλάρω, κοντοστέκομαι στην πόρτα. Ευτυχώς έχει ένα βουερό μελίσσι από γριούλες μπροστά στο ταμείο και δεν τραβάω την προσοχή κανενός.
Δεν βγάζω τα γυαλιά ηλίου (που με κάνουν να μοιάζω με αλογόμυγα, ακόμα χειρότερα μέσα στις γριές μέλισσες), τα αφήνω όπως είναι στα μάτια μου για να μπορώ να την παρατηρήσω με την ησυχία μου. Ξεκολλάει αυτοκόλλητα από κουτιά φαρμάκων και απαγγέλλει ποιηματάκια για προσφορές σε κραγιόν. Κάποτε οι γριούλες αρχίζουν να αραιώνουν και φτάνει η σειρά μου, αλλά έχω ξεχάσει τι ήρθα ν’ αγοράσω. Αρχίζω να τη ρωτάω για κάτι καλλυντικά, ώστε να κερδίσω την προσοχή της και, ενόσω θα μου μιλάει για όλες εκείνες τις πανάκριβες κρέμες της, να έχει τον χρόνο να με αναγνωρίσει.
Δεν βλέπω φως, δεν δείχνει να με θυμάται. Κρατιέμαι να μην τη ρωτήσω ευθέως αν με θυμάται, αν έχει την καλοσύνη να με θυμηθεί, αν θέλει να προσπαθήσει να με θυμηθεί, αν θέλει να προσπαθήσει λίγο ακόμα, αν με είχε παρατηρήσει καν τέλος πάντων. Μπορεί να μη με είχε παρατηρήσει καν, τελικά. Κι όμως, εγώ την είχα παρατηρήσει και το πρόσωπό της μου είναι ακόμη εξαιρετικά οικείο. Βλέπω τα σημάδια που άφησε ο χρόνος πάνω του, αλλά ο χρόνος άφησε σημάδια και στο δικό μου πρόσωπο επίσης. Μήπως γι’ αυτό δεν με αναγνωρίζει; Μπα, δεν έχω αλλάξει τόσο πολύ. Μπορεί να φταίνε αυτά τα γυαλιά. Τα βγάζω, αλλά δεν αλλάζει τίποτα. Για ένα δευτερόλεπτο, μου ρίχνει μια ματιά σαν να με ζυγίζει. Και μου προτείνει μια κρέμα για μαύρους κύκλους.
Τελικά, αγοράζω την κρέμα για τους μαύρους κύκλους (ελπίζω να κάνει δουλειά), κάτι παστίλιες για τον λαιμό (ήταν σε μπλε κουτάκι, μου αρέσει το μπλε), ένα κραγιόν (δεν φοράω κραγιόν) και ένα κουτάκι ντεπόν (αυτό μπήκα να πάρω) και φεύγω, έτσι απλά, χωρίς να βρω την ευκαιρία να πω στη «Λεμονιά» πόσο πολύ τη συμπαθούσα από τότε.
Γιατί τη συμπαθώ; Δεν έχω ιδέα. Μάλλον φταίει εκείνος ο δρόμος. Οπως η Γη έχει τις γεωλογικές εποχές της – την ολόκαινο, την πλειστόκαινο, την πλειόκαινο και πάει λέγοντας –, εγώ έχω τους δρόμους μου, ας πούμε τις οδικές εποχές μου. Οι αναμνήσεις μου δεν ταξινομούνται με χρονολογίες ούτε ορίζονται από συμβάντα, αλλά έχουν τη μορφή εικόνων από δρόμους που η αναβίωση μιας πορείας πάνω τους ξεκλειδώνει τις αλληλουχίες όλων των άλλων πραγμάτων (των ετών, των εμπειριών…).
Οι δρόμοι είναι γεωγραφικές εκδοχές του χρόνου. Μπορεί, λοιπόν, και αυτή η εντελώς άγνωστη και εντελώς γνωστή μου γυναίκα, με την αφύσικη παρουσία της πάνω σε μια από τις οδικές εποχές μου, να μου έγινε τόσο συμπαθής από απλό ενθουσιασμό για το νέο είδος που εισήγαγε στα τοπία της μνήμης μου: το ανθρώπινο.
Ισως συμπαθούσα περισσότερους ανθρώπους εάν ήμαστε οικείοι έτσι: προσπερνώντας ο ένας τον άλλον με ένα βλέμμα, και ύστερα ξεμακραίνοντας δίχως να αφορά κανέναν μας η ύπαρξη του χρόνου. Και ίσως άνθρωποι που έχανα να μου έλειπαν λιγότερο έτσι: αν εγκλωβίζονταν στους δρόμους με τους οποίους τους ταύτισα, όπως εγκλωβίζονται στη μνήμη μου.
Ειρήνη με τη γλώσσα
Ξεκινώ να γράφω αυτή την παράγραφο χωρίς να έχω αποφασίσει το θέμα της. Υπάρχουν πάντα χίλια δυο στο μυαλό μου για τα οποία θα ήθελα να μιλήσω· με τον καιρό, όμως, παρατηρώ πως μιλάω όλο και λιγότερο, σκεπτόμενη ένα «δεν βαριέσαι». Στην πραγματικότητα, ούτε υπερεκτιμώ ούτε υποτιμώ τους συλλογισμούς μου. Ούτε πως είναι πολύ καλοί για να τους μοιράζομαι με τους κοινούς θνητούς πιστεύω, ούτε πως είναι τελείως ανούσιοι ώστε να μην μπορεί να αποκομίσει κανείς κάτι.
Απλώς, η αναπόφευκτη φθορά των πραγμάτων, που πιάνει στην αρπάγη της και την ιδεοληψία του «σημαντικού» ή του «ασήμαντου», με σπρώχνει σε μια απελευθερωτική σιωπή. Και τι έγινε αν μόλις έκανα τη σοφότερη σκέψη της Ιστορίας, και τι έγινε αν δεν είπα ούτε μία λέξη που να μην ήταν περιττή; Πιο μεγάλο κατόρθωμα μου φαίνεται να βρίσκομαι σε καθεστώς ειρήνης με τη γλώσσα.