Ο σπουδαίος αμερικανός συγγραφέας Κόρμακ Μακ Κάρθι – πέθανε το 2023 – στο μυθιστόρημα «Ο δρόμος», που έγραψε το 2006 και για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ μυθοπλασίας, περιγράφει την περιπλάνηση ενός πατέρα με τον γιο του – μικρό παιδί – σε έναν κατεστραμμένο από τεράστιες πυρκαγιές κόσμο. Δεν αναφέρει την αιτία αυτού του τοπίου Αποκάλυψης, αν είναι ανθρώπινος ή εξωγενής ο παράγοντας που το προκάλεσε. Στην αγωνία τους να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον και να καταφέρουν να φτάσουν στη θάλασσα, συναντούν το πιο σκοτεινό κομμάτι του ανθρώπου, που συνήθως κυριαρχεί σε ακραίες συνθήκες. Δεν υπάρχει happy end, ούτε καν ελάχιστο φως και η όποια ελπίδα, αν προσπαθήσεις με το ζόρι να τη διακρίνεις, πηγάζει από το γεγονός πως ακόμη και σε συνθήκες εσχατολογικές ένα κομμάτι αγάπης και νοιαξίματος παραμένει ζωντανό.
Μέχρι και δέκα σελίδες πριν από το τέλος ελπίζεις πως το φινάλε θα είναι διαφορετικό, σκέφτεσαι τι νόημα έχει να γράψεις κάτι που δεν αναπνέει από πουθενά; Αρκεί η αισθητική του και μόνο, η περίτεχνη γραφή του να δικαιολογήσουν την ύπαρξή του; Ναι, στην τέχνη πολλές φορές αυτό αρκεί γιατί είναι απόδειξη ότι μπορούμε ακόμη να παράγουμε ομορφιά ανεξάρτητα από το τι πραγματεύεται και πού καταλήγει. Βέβαια, αν του λείπει αυτό το βασικό στοιχείο, τότε αθροίζεται στην τεράστια στοίβα των επίδοξων μελλοντολόγων που δεν τους ενδιαφέρει να συγκινήσουν παρά μόνο να προκαλέσουν «προβλέποντας» ένα μαύρο σενάριο. Ευκολάκι. Δεν τους ενδιαφέρει ούτε καν να αφυπνίσουν μέσα από την υπερβολή παρά μόνο να τους αποδοθεί ο χαρακτηρισμός του σκοτεινού ή του καταραμένου.
Αν ο Μακ Κάρθι ενοχοποιούσε για αυτή την ολοκληρωτική καταστροφή του πλανήτη την κλιματική αλλαγή ή κάποιον παγκόσμιο πόλεμο, τότε το έργο του θα έπαιρνε αυτόματα το πρόσημο του πολιτικού. Αν το εντόπιζε σε κάποιον εξωγενή παράγοντα – έναν μετεωρίτη για παράδειγμα –, τότε θα το κατατάσσαμε στα έργα για το μάταιο της ύπαρξης, για την αιώνια λήθη στην οποία είμαστε όλοι καταδικασμένοι και που μπορεί να ξεκινήσει να συμβαίνει ανά πάσα στιγμή δίχως να περνάει τίποτα από το χέρι μας.
Νομίζω πως τελικά υπάρχει μια συνειδητή επιλογή που ίσως είναι ένα μικρό πέρασμα να περάσει οξυγόνο. Εκείνος που μένει τελικά ζωντανός από τους δυο τους είναι το παιδί. Αν ήταν ο πατέρας, θα πνιγόμασταν σε μία παράγραφο.
Βλέποντας τις εικόνες από τις πυρκαγιές στο Λος Αντζελες, μου ήρθε αυτόματα στη μνήμη αυτό το βιβλίο. Το είχα πρωτοδιαβάσει στη μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ, το ξαναδιάβασα στην καινούργια μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή. Δεν έχω ιδέα τελικά τι περνάει από το χέρι μας και τι όχι. Και δεν θα το μάθουμε και ποτέ. Ισως προσπαθούμε να γεμίσουμε ένα τρύπιο πιθάρι ή ίσως είμαστε πιο ικανοί από όσο πιστεύουμε. Δεν βλέπω άλλον τρόπο που να αξίζει πέρα από το να προσπαθούμε συνέχεια σαν να είμαστε απόλυτοι κυρίαρχοι της τύχης και της μοίρας μας. Το άλλο δεν αντέχεται.