Στις 9 Ιουνίου, το πλοίο Madleen, υπό βρετανική σημαία και με επιβαίνοντες μεταξύ άλλων την Γκρέτα Τούνμπεργκ και τη γαλλοπαλαιστίνια ευρωβουλεύτρια Ρίμα Χασάν, αναχαιτίστηκε από το ισραηλινό Ναυτικό σε διεθνή ύδατα με προορισμό τη Γάζα. Το δηλωμένο ανθρωπιστικό φορτίο του ήταν ελάχιστο: βρεφικό γάλα, κιτ πρώτων βοηθειών, τέτοια. Το Ισραήλ χαρακτήρισε την αποστολή «πλωτή σέλφι», μειώνοντάς τη ως άνευ περιεχομένου θέαμα.

Ωστόσο, αυτή η ίδια η απόρριψη επιβεβαιώνει τη λανθάνουσα ισχύ της συμβολικής δράσης εντός ασύμμετρων πολιτικών συγκρούσεων. Το επεισόδιο του Madleen πρέπει να αναλυθεί μέσα από το πρίσμα της συμβολικής πολιτικής και της «κοινωνίας του θεάματος». Ο Ντεμπόρ περιέγραψε την ύστερη καπιταλιστική κοινωνία ως καθεστώς διαμεσολαβημένων εμφανίσεων, όπου η εικόνα αντικαθιστά το γεγονός ως θεμελιώδης μονάδα νοήματος. Στο πλαίσιο αυτό, ανθρωπιστικές αποστολές μικρής κλίμακας αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όταν λειτουργούν ως ορατές, επιτελεστικές πράξεις πολιτικής ανυπακοής.

Δυστυχώς για όλους, έχω κι άλλη βιβλιογραφία. Αν σκεφτούμε την έννοια των «πλαισίων συλλογικής δράσης» των Ρόμπερτ Μπένφορντ και Ντέιβιντ Σνόου, υποψιαζόμαστε ότι το Madleen δεν αποσκοπούσε στην παροχή εκτεταμένης βοήθειας, αλλά στην αναδιαμόρφωση του πλαισίου κατανόησης του αποκλεισμού της Γάζας: από λόγος περί «ασφάλειας», σε λόγο περί «ανθρωπίνου πόνου». Η συμβολική ισχύς της πράξης δεν προκύπτει από το μέγεθός της, αλλά από τη σημειολογική της ένταση. Πολλώ δε μάλλον εφόσον η Λωρίδα της Γάζας, όπως έδειξε η Λίσα Χατζάρ, βρίσκεται στο «νομικό κενό της εξαίρεσης», όπου το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα αναστέλλονται υπό την επίκληση της αντιτρομοκρατίας. Tο Madleen δεν είναι απλώς ένα πλοίο αλλά ένα πλωτό σημαίνον, πλοηγούμενο τόσο σε κυριολεκτικές θαλάσσιες διαδρομές όσο και σε μεταφορικές ζώνες διαλογικής αμφισβήτησης. Η αναντιστοιχία μεταξύ της περιορισμένης υλικοτεχνικής συνεισφοράς της αποστολής και της μαξιμαλιστικής ρητορικής της πρόσληψής της φανερώνει την εμφάνιση ενός μεταϋλικού παραδείγματος πολιτικής δράσης. Η παρουσία της Τούνμπεργκ κινητοποίησε στρατηγικά το διεθνές συναισθηματικό κοινό (για να δανειστώ από τη Ζιζή Παπαχαρίση), συμπτύσσοντας οικολογική ηθική και ανθρωπιστικές ανησυχίες και ενισχύοντας την ορατότητα μέσω ροών ψηφιακών μέσων υψηλού κορεσμού.

Για να δανειστώ κι από την Τζούντιθ Μπάτλερ, εκείνη θα έβλεπε εδώ μια περίπτωση ενσώματης κριτικής της εξουσίας. Η παρεμπόδιση του Madleen από ενόπλους λειτουργεί ως επιτελεστική αναπαράσταση της ίδιας της ασυμμετρίας που καταγγέλλει: η υπεραντίδραση του κράτους αποκαλύπτει τον ηθικοπολιτικό του εκτροχιασμό (σε ελεύθερη μετάφραση: χρειάζονταν πραγματικά τόσοι κομάντος και ντρόουν για να μαζέψουν δώδεκα νοματαίους;). Θα ξαναδανειστώ: το Madleen αξιοποιεί αυτό που οι κυρίες Μάργκαρετ Κεκ και Κάθριν Σίκινκ ονομάζουν «μοτίβο μπούμερανγκ»: οι τοπικοί δρώντες στρέφονται προς το διεθνές κοινό για να ασκήσουν πίεση σε ανελαστικά κράτη. Η πολιτική σημασία του εγχειρήματος του πλοίου δεν εδράζεται στην υλική παροχή, αλλά στη δημιουργία ηθικής πίεσης μέσω σημειολογικής πυκνότητας (αυτό ήταν το κόνσεπτ, όχι λίγο ρύζι και δέκα τσιρότα – δεν θα μπορούσαν να είναι αυτά).

Η αναχαίτιση της αποστολής από το Ισραήλ, ενώ επιδιώκει να την απονομιμοποιήσει, καταδεικνύει την ανασφάλεια της κρατικής κυριαρχίας στην εποχή της αποκεντρωμένης αντίστασης. Οι Ντέιβιντ Αρτσιμπαλντ και Μίτσελ Μίλερ, σε ένα ωραίο άρθρο με τίτλο «Full-Spectacle Dominance? An analysis of the Israeli state’s attempts to control media images of the 2010 Gaza flotilla», παρατήρησαν ότι το κράτος δεν επιδιώκει να ελέγχει μόνο τον φυσικό χώρο, αλλά και το καθεστώς των εικόνων: ποιος φαίνεται, πώς φαίνεται και με ποια αφήγηση. Το όλο σκηνικό της αναχαίτισης (τα είπαμε: ένα υπερ-οπλισμένο κράτος έναντι ενός πλοιαρίου με, κυρίως νεαρούς, άοπλους) παρήγαγε το αντίθετο από το επιδιωκόμενο. Αντί να ενισχύσει την εικόνα της νομιμότητας, ανέδειξε την υπερβολή της κρατικής αντίδρασης και επανατοποθέτησε το κέντρο βάρους στην ηθική διάσταση της απαγόρευσης της βοήθειας.

Η συνήθης κριτική προς τις συμβολικές δράσεις είναι ότι προβάλλουν ή δραματοποιούν χωρίς να μετασχηματίζουν. Ωστόσο, όπως έχει δείξει ο (βερμπαλιστής μεν, μερακλής δε) Πιερ Μπουρντιέ, η συμβολική ισχύς δεν έγκειται στην επιβολή μέσω βίας, αλλά στην επιβολή του νοήματος ως νομιμοποιημένου. Το Madleen δεν δημοσιοποίησε απλώς την αδικία – αμφισβήτησε τους ίδιους τους κώδικες μέσω των οποίων η αδικία καθίσταται (ή αποσιωπάται ως) νοητή. Η απαγόρευση της ανθρωπιστικής βοήθειας προς πολιορκημένους αμάχους ενδέχεται να συνιστά έγκλημα πολέμου κατά το άρθρο 8(2)(β)(xxv) του Καταστατικού της Ρώμης. Το Madleen δεν παραπέμπει απλώς σε αυτή τη νομική αρχή, αλλά την επιτελεί – τη μετατρέπει σε πολιτικό και ορατό γεγονός.

Ετσι, το συμβάν αποτυπώνει εναργώς την αυξανόμενη σημασία των συμβολικών χειρονομιών στην παγκόσμια πολιτική πραγματικότητα. Σε ένα περιβάλλον όπου οι υλικές ανισότητες, η γεωπολιτική καταστολή και η κανονιστική αδιαφάνεια εντείνονται, οι ακτιβιστές καταφεύγουν σε μορφές παρέμβασης που δεν εδράζονται στην υλική ισχύ, αλλά στην ηθική εκφραστικότητα και τη σημειολογική ένταση. Διότι αυτή είναι η γλώσσα της εποχής μας, τι να κάνουμε τώρα. Χρησιμοποιούμε ό,τι έχουμε. Οι συμβολικές χειρονομίες δεν προτίθενται να αντικαταστήσουν τη μακροπρόθεσμη πολιτική μεταρρύθμιση – τη συμπληρώνουν μέσα από τη δημιουργία ρηγμάτων, τη διατάραξη του κυρίαρχου αφηγήματος, τη συγκρότηση ενός πλέγματος αισθητικοπολιτικής παρέμβασης. Είναι κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί «πολιτική της διακοπής»: μια χειρονομία που αναστέλλει προσωρινά την κανονικότητα της κρατικής αφήγησης και ανοίγει χώρο για εναλλακτικές ηθικοπολιτικές ερμηνείες. Η πολιτική ισχύς του Madleen δεν εξαρτιόταν από την είσοδο στη Γάζα ούτε από το μέγεθος της υλικής προσφοράς του, αλλά ακριβώς από την αντίφαση που προκάλεσε: η υπερβολική κρατική απάντηση, η ορατότητα της επιτελεστικής μη-βίας και η επιβεβαίωση της διεθνούς συνείδησης ως δυναμικού φορέα πίεσης. Α λα Μπουρντιέ (ε, συγγνώμη), ας πούμε ότι το Madleen δεν επέβαλε ισχύ, αλλά νόημα – και το νόημα αυτό αναμένεται να έχει μεγαλύτερη διάρκεια από το ναυτικό ταξίδι.

Αυτή τη συμβολική της «διακοπής» σημαίνει την αναγνώριση του εντεινόμενου ρόλου της εικόνας, της δημόσιας ηθικής και της διεθνοποιημένης συναισθηματικής αλληλεγγύης ως σύγχρονων μορφών πολιτικής ανυπακοής. Αφού η παραδοσιακή ισχύς φαίνεται ανεπαρκής για την επίλυση ανθρωπιστικών κρίσεων, η πολιτική της ορατότητας μάλλον αρχίζει να γίνεται κρίσιμη στρατηγική νοηματοδότησης και διεκδίκησης της δικαιοσύνης. Δεν λέω πως είναι απολύτως καλό αυτό – αλλά δεν είναι και κακό. Από τον όρο-σημαία της εποχής μας, την ορατότητα, προκύπτουν και τα κρείττω και τα φαύλα. Αλλά τα όποια προβλήματα είναι προβλήματα μεθοδολογίας, όχι περιεχομένου. Το Madleen, ως σημείο σύγκλισης μεταξύ συμβολικής δράσης, ακτιβιστικής στρατηγικής και γεωπολιτικής ανάγνωσης της σύγκρουσης στη Γάζα, έχει το μερτικό του στην κατανόηση της πολιτικής στην ύστερη μετανεωτερικότητα. Μας υπενθυμίζει ότι, ενώ το κράτος κατέχει τα μέσα της βίας, η ηθική φαντασία παραμένει προνόμιο των πολιτών. Για να κάνω και μια τελευταία παραπομπή, η Σούζαν Σόνταγκ στο Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων έβαλε μια ενδιαφέρουσα ιδέα: ο ταλανισμός αποκτά πολιτικές συνέπειες μόνο όταν διαμεσολαβείται αισθητικά με τρόπους που διαταράσσουν την ηθική οικονομία του θεατή. Κάτι θα ‘ξερε.

Πάτα το μηδέν

Εάν είχα συγγραφικό ταλέντο, θα έγραφα μια συλλογή διηγημάτων για σουρεαλιστικά τηλεφωνήματα που έχω δεχθεί. Ας πούμε, για το βραδινό τηλεφώνημα μιας άγνωστης κυρίας που είπε: «Εχω να σας κάνω μια πολύ σημαντική ερώτηση, σημαντική για όλους τους ανθρώπους: Τι είναι η βασιλεία του Θεού;» (όπου απάντησα, όχι απολύτως ειλικρινά: «Αχ, δεν με νοιάζει», και το έκλεισα). Ή για ένα στις επτά το πρωί, άλλης άγνωστης κυρίας, που ρωτούσε εάν ενδιαφερόμουν να αγοράσω βιβλία του Επίκτητου (όπου απάντησα, απολύτως στωικά: «Οχι», και το έκλεισα).

Ή για ένα τρίτης άγνωστης κυρίας, που, μπερδεύοντας τον αριθμό με κάποιας υπηρεσίας, ρωτούσε εάν λύεται στην Ελλάδα γάμος συναφθείς στο εξωτερικό (όπου απάντησα: «Λογικά… Γιατί όχι. Τι σας έκανε;». Τελικά, ύστερα από ένα ταξίδι τους στο Καστέλου Μπράνκου, ο κύριος φαγώθηκε να μάθει να παίζει αντούφε, αγόρασε ένα online και το κοπανούσε ολημερίς αυτοδιδασκόμενος. Ακραίο).