Κάθε χρόνο, η ΔΕΘ είναι ένα ανοιχτό βιβλίο. Εκεί και σε ταυτόσημες συνθήκες, κάθε πολιτικός αρχηγός καταθέτει ένα σχέδιο για τους επόμενους μήνες.

Εφέτος η διαδικασία έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον διότι ξεκινάει μία εκλογική χρονιά. Οσα είπαν ή πουν ο Μητσοτάκης, ο Τσίπρας και ο Ανδρουλάκης θα περιγράφουν λογικά μια στρατηγική εκλογών και εξουσίας.

Ο Μητσοτάκης είναι ο πιο σαφής και δεν έκρυβε εκπλήξεις. Προπορευόμενος στις δημοσκοπήσεις και με πιθανότερο αποτέλεσμα την πρώτη θέση στις εκλογές, αναπτύσσει μια στρατηγική αυτοδυναμίας στη δεύτερη αναμέτρηση.

Το ανέπτυξε όχι μόνο τώρα αλλά ήδη από τις ΔΕΘ του 2020 και του 2021.

Τι μπορεί να διαταράξει τη στρατηγική του; Το ενδεχόμενο σχηματισμού μιας άλλης κυβέρνησης από την κάλπη της απλής αναλογικής.

Δεν είναι πιθανό ούτε πολιτικά ούτε αριθμητικά. Θα πρέπει ΣΥΡΙΖΑ, ΠαΣοΚ και Βαρουφάκης να πάρουν 46-47% για μια οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Παρ’ όλα αυτά ο Μητσοτάκης φρόντισε να δαιμονοποιήσει προκαταβολικά το ενδεχόμενο μιλώντας για «πολιτική τερατογένεση» και δύσκολα θα διαψευστεί.

Ο Τσίπρας είναι εξίσου σαφής, με την έννοια ότι παραμένει ο πιο «αντικυβερνητικός».

Μπορεί η στρατηγική της συνεχούς φασαρίας να μην αποδίδει έως τώρα, κυρίως επειδή είναι εγκλωβισμένη σε παρωχημένες ή μειοψηφικές επιλογές, ρητορικές και συμπεριφορές.

Αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι φέρνει μια αναμπουμπούλα. Εχουμε ακόμη μερικούς μήνες έως τις εκλογές.

Το βασικό του όμως πρόβλημα είναι ότι δεν έχει ακόμη καταφέρει να αντιτάξει έναν πειστικό αντίλογο στο δίλημμα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» (και εμμέσως «Μητσοτάκης ή Χάος») που θέτει ο Μητσοτάκης.

Δεν είναι απλό. Τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων στη σύγκριση Μητσοτάκη – Τσίπρα παραμένουν συντριπτικά υπέρ του Μητσοτάκη.

Στο θεμελιώδες λοιπόν ερώτημα «και ποιος θα κυβερνήσει την επομένη των εκλογών», η αξιωματική αντιπολίτευση προσφέρει μόνο γενικόλογες, ανέφικτες και ελάχιστα θελκτικές απαντήσεις. Δεν ξέρω αν διορθώνεται.

Παρ’ όλα αυτά, ο Τσίπρας έχει καταφέρει να εκφράζει ένα μειοψηφικό αλλά συμπαγές αντικυβερνητικό ακροατήριο.

Λιγότερο σαφές είναι το ακροατήριο του Ν. Ανδρουλάκη. Ισως επειδή η στρατηγική του δεν έχει την απαιτούμενη σαφήνεια.

Αλλά τι σαφήνεια να έχει όταν ο κόσμος δεν ακολουθεί;

l Το 50,7% των ψηφοφόρων του ΠαΣοΚ δηλώνει «πολύ ή αρκετά» ικανοποιημένο από το έργο της κυβέρνησης.

l Το 51,5% δηλώνει «πολύ ή αρκετά» ικανοποιημένο από τον Μητσοτάκη.

Ενώ ακόμη και στην υπόθεση της παρακολούθησης Ανδρουλάκη, το 29,4% των ψηφοφόρων του ΠαΣοΚ τη θεωρεί «λίγο ή καθόλου» σοβαρή, ενώ το 30,8% χαρακτηρίζει «θετική/μάλλον θετική» την αντίδραση του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησης (Opinion Poll, 16/9).

Αυτοί οι αριθμοί περιγράφουν και τη δυσκολία του Ανδρουλάκη. Τι απήχηση μπορεί να έχει μια αντικυβερνητική ρητορική σε ένα φιλοκυβερνητικό ακροατήριο;

Ετσι, σε μια διαδρομή δύο εκλογών με ανοιχτό το ζήτημα της διακυβέρνησης, κινδυνεύει να χάσει όχι βουλευτές (όπως υπονόησε στη ΔΕΘ…) αλλά ένα μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων από το 12-13% που του δίνουν σήμερα οι δημοσκοπήσεις.

Θα τους αναπληρώσει με ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ; Αμφιβάλλω.

Αυτά είναι τα δεδομένα της αναμέτρησης στην εκκίνηση του εκλογικού μαραθωνίου.

Φυσικά τίποτα δεν αποκλείει να μεταβληθούν στη διάρκεια της διαδρομής.

Αλλά για να μεταβληθούν χρειάζονται γεγονότα και κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ποιον θα ωφελήσουν γεγονότα που δεν ξέρουμε καν αν θα συμβούν.

Γούστα

Αν έχω καταλάβει καλά, το λεγόμενο Politico είναι ένα σάιτ κάπου στην Ευρώπη που δεν γουστάρει γενικώς την Ελλάδα.

Διαμαρτύρεται ακόμη και για το ενδεχόμενο να οργανώσουμε το Μουντιάλ του 2030(!) από κοινού με τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο (14/9).

Λες και χρειαζόμαστε την άδειά του για να οργανώσουμε Μουντιάλ ή τη Γιορτή της Μελιτζάνας.

Προφανώς έχει κάθε δικαίωμα να μη γουστάρει την Ελλάδα.

Επειδή όμως θέλω να ελπίζω ότι την Ελλάδα γουστάρουν οι Ελληνες, αναρωτιέμαι τι είδους επιχείρημα είναι να επικαλούνται διάφοροι δικοί μας τι είπε το Politico.

Διότι τι λέει; Οτι δεν γουστάρει την Ελλάδα. Μπράβο του.

Η καλύτερη εκδοχή

Ειλικρινά φοβάμαι πως η εξεταστική επιτροπή και γενικότερα το θέμα των παρακολουθήσεων κινδυνεύει να εξελιχθεί σε άχαρη συνωμοσιολογία.

Πρώτον, η κυβέρνηση έχει διαμορφώσει μια γραμμή άμυνας και έως τώρα ουδείς την έχει υποχρεώσει να κάνει πίσω. Ο χρόνος κύλησε υπέρ της.

Δεύτερον, η πίεση της αντιπολίτευσης δεν αποδίδει καρπούς διαψεύδοντας τις προσδοκίες ότι βρέθηκε το κουμπί που θα ρίξει την κυβέρνηση.

Τρίτον, η Εξεταστική της Βουλής μάλλον εξελίσσεται όπως οι περισσότερες Εξεταστικές. Δηλαδή εξετάζει χαοτικά αλλά δεν βρίσκει συγκεκριμένα.

Τέταρτον, οι παθόντες και κυρίως ο Ν. Ανδρουλάκης με δυσκολία θα διατηρούν την υπόθεση στο προσκήνιο όσο θα χάνεται απλώς στις διαδικασίες.

Πέμπτον, οι νομικοί ερίζουν για τη νομιμότητα των επισυνδέσεων και το απόρρητο. Αλλά έτσι γίνεται πάντα στην Ελλάδα – και στην ΑΕΚ φωνάζουν για τα πέναλτι της περασμένης Κυριακής…

Υπάρχει ένας κανόνας. Για να συντηρηθούν τέτοιες υποθέσεις και να οδηγήσουν σε αποτελέσματα, χρειάζονται νέες ουσιαστικές αποκαλύψεις.

Και έως τώρα, νέες αποκαλύψεις δεν υπάρχουν. Ξέρουμε περίπου όσα ξέραμε και στις αρχές Αυγούστου. Για την ακρίβεια, το μόνο νέο στοιχείο που έχει προκύψει είναι ότι η ΕΥΠ επί Τσίπρα παρακολουθούσε τον Πιτσιόρλα!

Αν η περίπτωση Ανδρουλάκη αποδειχθεί η μόνη περίπτωση πολιτικού που παρακολουθήθηκε από τις υπηρεσίες πληροφοριών θα μπορούσε να θεωρηθεί λάθος. Λάθος απαράδεκτο και ομολογημένο, αλλά μάλλον χωρίς ιδιαίτερη ουσία.

Αν όμως προκύψουν και άλλες επίσημες παρακολουθήσεις πολιτικών, τότε η κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός θα βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Δεν θα είναι πλέον λάθος αλλά σύστημα.

Προς το παρόν (αλλά επιμένω στο παρόν…) δεν έχουμε κάτι τέτοιο.

Και συνεπώς κανέναν δεν συμφέρει να συντηρούνται απλώς υποψίες, υπαινιγμοί και ψίθυροι. Κυρίως δεν συμφέρει τη δημοκρατία μας.

Γι’ αυτό είπα πως φοβάμαι ότι η υπόθεση κινδυνεύει να εξελιχθεί σε άχαρη συνωμοσιολογία. Και είναι ίσως η καλύτερη εκδοχή.

Διότι η άλλη είναι να γίνει νούμερο στο Δελφινάριο.