Η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι εσωστρεφής. Ποντάρει περισσότερο στην επικοινωνία προς τα μέσα παρά στην ουσία, εμφανίζοντας μικρές επιτυχίες ως μεγάλες και μεγάλα προβλήματα ως μικρά. Οσο εξωραϊσμένα, όμως, και αν παρουσιάζονται κάποια οικονομικά ή πολιτικά στοιχεία, το ελληνικό κράτος φαίνεται αποδυναμωμένο.
Σαν φυσική συνέπεια, χάνει συμμάχους. Η παραδοσιακή στρατηγική της Ελλάδας να έχει ως βασική σύμμαχο την ισχυρότερη ναυτική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο και μια μικρότερη αυτόνομη στην περιοχή της – Τουρκία, Γιουγκοσλαβία, αραβικά κράτη – αλλάζει.
Συνεχίζεται η συμμαχία με τις ΗΠΑ, αλλά η Ουάσιγκτον θεωρεί την Ελλάδα «δεδομένη» και δυσανασχετεί με την ελληνική εμπλοκή στην εσωτερική πόλωση Δημοκρατικών – Ρεπουμπλικανών. Η δυνητική σύμμαχος στην περιοχή, το Ισραήλ, δεν θεωρείται αυτόνομο, αλλά εξαρτημένο από την ίδια υπερδύναμη.
Στα Βαλκάνια κλείνουν πόρτες. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο έχουν μειωμένη αξία, λόγω και της ελληνικής στάσης στο θέμα του Κοσόβου, ενώ με τη Βόρεια Μακεδονία οι σχέσεις παραμένουν τεταμένες λόγω της στασιμότητας της Συμφωνίας των Πρεσπών. Με την Αλβανία υπάρχουν παλαιά και νέα προβλήματα (π.χ. ΑΟΖ, μεταχείριση ελληνικής μειονότητας) με άγνωστη έκβαση όταν ενταχθεί στην ΕΕ.
Απομένει η Βουλγαρία, με την οποία οι διμερείς σχέσεις δεν ήταν ποτέ ένθερμες. Το τουρκικό μουσουλμανικό χαρτί καλύπτει συστηματικά τα κενά της ελληνικής επιρροής.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, η σωστή πολιτική προσέγγισης του Ισραήλ έχει ψυχράνει τα αραβικά κράτη. Η Ελλάδα έχασε τη λειτουργία της «γέφυρας» ανάμεσα στη Δύση και στα αραβικά έθνη, που είτε συνομιλούν απευθείας με τις ΗΠΑ (π.χ. Αίγυπτος, Ιορδανία, Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ) είτε προσβλέπουν πια στην Τουρκία (Κατάρ, Παλαιστίνιοι κ.λπ.).
Η αντιπαλότητα Ισραήλ – Τουρκίας έχει επίσης όρια: η εν πολλοίς από την Τουρκία ελεγχόμενη Συρία αποτελεί «κλειδί» στην αραβο-ισραηλινή διαμάχη και δεν επιτρέπει εφησυχασμό.
H απώλεια συμμάχων είναι εμφανέστατη στα ελληνοτουρκικά. Ενώ η Ελλάδα αποδυναμώνεται, η Τουρκία ενδυναμώνεται. Υλοποιεί τη στρατηγική επιδίωξη να γίνει ηγεμονική περιφερειακή δύναμη, παρακαθήμενη, όπως κάποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δίπλα στις μεγάλες χώρες τής – διακυβερνητικής πλέον – ΕΕ. Μεσιτεύει στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Από τις σχετικές διαπραγματεύσεις λείπει παντελώς η Ελλάδα, ενώ βάλλεται από τη Ρωσία και τη ρωσική Ορθοδοξία για τη μονομερή πολιτική της στο Ουκρανικό, όπως έδειξε πρόσφατα το αδιέξοδο της ελληνορθόδοξης Μονής στο Σινά.
Η Τουρκία είναι «πολύφερνη νύφη» στο εκκολαπτόμενο σύστημα ευρωπαϊκής ασφάλειας και άμυνας, ενώ ακυρώνεται η πολυετής ελληνική προσπάθεια για αμυντική θωράκιση της Κύπρου μέσω ΕΕ.
Η Τουρκία προσφέρει μοντέρνα εξοπλιστικά προγράμματα και στρατιωτική εμπειρία σε πλείστες χώρες Ασίας και Αφρικής.
Για να βοηθήσει τους Ευρωπαίους στο ζωτικό πεδίο της ασφάλειας – πολύ ζωτικότερο από την ευρωζώνη – παρακάμπτεται το βέτο Ελλάδας και Κύπρου, καθώς και το Ευρωκοινοβούλιο, αφού η πολιτική ασφάλειας βαπτίζεται τεχνηέντως «ευρωπαϊκός επανεξοπλισμός».
Εύλογα, τείνει να ματαιωθεί η ελληνική ευρωπαϊκή πολιτική της Μεταπολίτευσης, όπου η Ελλάδα εξισορροπούσε τη στρατιωτική ισχύ της Τουρκίας με την πολιτική και οικονομική δύναμη της ΕΚ/ΕΕ.
Αποδυναμώνεται, παράλληλα, το δόγμα του «εξ Ανατολών» κινδύνου, αφού η Τουρκία θα συμμετέχει εφεξής και στην ευρωπαϊκή ασφάλεια. Αποτελεί θέμα χρόνου η αναγνώριση εκ μέρους της ΕΕ «αμφισβητούμενων νερών» (contested waters) μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας.
Αλλωστε η Ελλάδα σιωπηρά τα αποδέχεται, ελπίζοντας ματαίως ότι θα διατηρήσει την ειρήνη και την εδαφική της ακεραιότητα.
Οι Ελληνες είναι έθνος γεωπολιτικό. Τους ταιριάζει μια αντίστοιχη γλώσσα στην εξωτερική πολιτική, κατανοητή και σεβαστή από τους ολοένα λιγότερους συμμάχους της χώρας.
Υπάρχει μικρό περιθώριο ανάταξης προτού δημιουργηθούν αρνητικά γεωπολιτικά τετελεσμένα, αυτή τη φορά χωρίς εμάς.
Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πειραιώς, γενική διευθύντρια Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.