Την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πλημμύρισαν το κέντρο της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και τα αστικά κέντρα, μικρά και μεγάλα, της χώρας με κοινό αίτημα τη δικαιοσύνη για τα θύματα της τραγωδίας που συνέβη στα Τέμπη δυο χρόνια νωρίτερα. Το θέαμα ήταν μεγαλειώδες και συγκλονιστικό.

Οικογένειες με μικρά παιδιά, ηλικιωμένοι, φοιτητές και φοιτήτριες, κομματικές οργανώσεις, πολίτες που ίσως ήταν η πρώτη φορά που μετείχαν σε παρόμοια κινητοποίηση ήταν εκεί, πεπεισμένοι ότι αυτή η κάθοδος στον δρόμο ήταν μια πολιτική πράξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτικά αποτελέσματα.

Οι εικόνες ανακαλούσαν μνήμες από παρόμοιες μαζικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης, με διαφορετικά μεγέθη και διαφορετικά αιτήματα αλλά με παρόμοια δομή και λειτουργία.

Γιατί άραγε από όλες τις μορφές συλλογικής δράσης στις σύγχρονες δημοκρατίες η διαδήλωση φαίνεται να είναι το πιο δημοφιλές και αποδεκτό μέσο διεκδίκησης και διαμαρτυρίας; Πώς και από πότε ο δρόμος μετασχηματίστηκε από ιδιωτικός τόπος κατοικίας σε δημόσιο τόπο πολιτικής;

Από τις θρησκευτικές πομπές στην αρχαία Ελλάδα, όπως τα Παναθήναια που έχουν απεικονιστεί στη ζωοφόρο του Παρθενώνα, τον ρωμαϊκό θρίαμβο και τις επιβλητικές πομπές της Καθολικής Εκκλησίας έως τις αστικές πομπές των μεσαιωνικών πόλεων, τις θριαμβευτικές πομπές των σουλτάνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις παρελάσεις για τις εθνικές επετείους ή στα φασιστικά καθεστώτα, παρατηρούμε ομάδες ανθρώπων να περπατούν μαζί σε μια πορεία με διαφορετικά κίνητρα και στόχους.

Ωστόσο, όλες οι μορφές της ανθρώπινης πομπής είναι ιστορικά προσδιορισμένες ως προς τις κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές, τη «γλώσσα» τους και τα νοήματα που φέρουν. Η διαδήλωση ανήκει στο ρεπερτόριο της συλλογικής πολιτικής δράσης, που συγκροτείται μέσα στον 19ο αιώνα, αντλώντας από την κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης και του βρετανικού φιλελευθερισμού. Πρόκειται για αστικό φαινόμενο που συνδέεται με την επινόηση του δρόμου ως τόπου πολιτικής αμφισβήτησης.

Τόπος επαναστάσεων, εξεγέρσεων, διαδηλώσεων, παρελάσεων, ταραχών, ο δρόμος συγκροτείται πλέον σε σταθερό συμβολικό και πολιτικό πεδίο. Η προσωρινή κατάληψη του δρόμου από πολιτικές χρήσεις συνιστά ταυτόχρονα ένα διάλειμμα στις κωδικοποιημένες χρήσεις του χώρου και του χρόνου.

Για πολλούς μελετητές, η ιστορική τομή για την εμφάνιση της διαδήλωσης είναι το 1850, σε συνδυασμό με την «άνοιξη των λαών» και τα κινήματα του 1848. Στην Ελλάδα συναντάμε πράγματι για πρώτη φορά τη λέξη «διαδήλωσις» το 1848 και «διαδηλωταί» το 1889. Αντίστοιχα, το «συλλαλητήριον» καταγράφεται για πρώτη φορά το 1871.

Παρόλο που υπάρχουν εθνικές παραδόσεις πολιτικής κουλτούρας που προσδιορίζουν και τη μορφή των διαδηλώσεων, συντελείται σταδιακά μια διεθνική ομοιομορφοποίηση των προτύπων συλλογικής δημόσιας διαμαρτυρίας, με αρχέτυπο την Πρωτομαγιά από το 1890. Το εργατικό κίνημα πρωτοστάτησε στην εμπέδωση αυτών των μορφών συλλογικής δράσης μέσα στον 20ό αιώνα συνδέοντάς τες κυρίως με την απεργία. Πορείες και διαδηλώσεις οργάνωσαν τους τελευταίους δύο αιώνες ποικίλες άλλες ομάδες όπως εθνικιστές, κομμουνιστές, φασίστες, φεμινίστριες, ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ειρήνη και πολλοί άλλοι σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ωστόσο, μέχρι και πολλά χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η συμμετοχή σε πορείες και συναθροίσεις στους δρόμους αντιμετωπιζόταν από τις ηγετικές τάξεις ως αμφισβήτηση του κυρίαρχου ρόλου τους, ενώ οι διαδηλωτές θεωρούνταν το λιγότερο ανυπόληπτοι.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδήλωση υπήρξε πρωτίστως το μέσο έκφρασης των ευάλωτων ομάδων, όλων εκείνων που δεν μετείχαν στην άσκηση της εξουσίας. Εξάλλου, η διαδρομή της μέσα στην πόλη καθορίζεται από τη συμβολική γεωγραφία της εξουσίας (Βουλή, υπουργεία, πρεσβείες, δημαρχεία), στην οποία και απευθύνονται τα αιτήματα και τα μηνύματα του πλήθους.

Από τη δεκαετία του 1970 η διαδήλωση απέκτησε κεντρική θέση στην πολιτική δράση ενώ «το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικά και χωρίς όπλα» που περιλαμβάνει και τη διαμαρτυρία στον δρόμο έχει αναγνωριστεί ως βασικό δικαίωμα, συνταγματικά κατοχυρωμένο. Η αυξανόμενη νομιμοποίηση της διαμαρτυρίας στον δρόμο, άλλωστε, έχει επιτρέψει την κοινωνική διεύρυνση της συμμετοχής, όπως φάνηκε και στη μεγάλη διαδήλωση της 28ης Φεβρουαρίου.

Η συμμετοχή στη διαδήλωση αποτελεί μοναδική εμπειρία συγκρότησης ταυτότητας, έστω και προσωρινής, που στηρίζεται στο αίσθημα της αλληλεγγύης. Στιγμή συλλογικής έξαρσης, τελετουργία διαμαρτυρίας που συμβάλλει στη διαμόρφωση της συναίνεσης και της ομοφωνίας μεταξύ των συμμετεχόντων, η διαδήλωση λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μέσο πολιτικής κοινωνικοποίησης, αντίστοιχο της ψήφου.

Για τους νέους ειδικότερα, η συμμετοχή στην πορεία ή τη διαδήλωση λειτουργεί ως διαβατήρια τελετή μύησης στην πολιτική. Τα τελευταία χρόνια οι διαδηλώσεις απέκτησαν μια μονοτονία που συνοδευόταν από την ειρήνευση των συγκρούσεων, που ωστόσο μεταφραζόταν και στην απώλεια της πολιτικής τους αποτελεσματικότητας. Η επανάκαμψη της βίας στις (νέες) μορφές διαμαρτυρίας στον δρόμο ανατροφοδοτείται από την επιστροφή της καταστολής εκ μέρους των δυνάμεων της δημόσιας τάξης, θέτοντας και πάλι υπό αμφισβήτηση βασικές εκδηλώσεις και αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή όπου πληθαίνουν οι αυταρχικοί ηγέτες και οι αυταρχικές πολιτικές και αντιλαμβανόμαστε ότι τίποτε δεν είναι κεκτημένο ούτε δεδομένο. Στο πλαίσιο αυτό είναι ανακουφιστική και ελπιδοφόρα για τη δύναμη της δημοκρατίας η αφύπνιση και εγρήγορση της κοινωνίας, ανεξαρτήτως του πολιτικού αποτελέσματος.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός, πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου.