Τη Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ πραγματοποίησαν άτυπη 10ωρη Σύνοδο, με θέμα τη συλλογική ευρωπαϊκή άμυνα. Και μόνο το γεγονός ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που έλαβε χώρα μια τέτοια άτυπη σύνοδος υποδηλώνει τη σημασία και την προτεραιότητα που η ΕΕ δίνει στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, αλλά και την κρισιμότητα των καιρών για γρήγορες και –ίσως – δύσκολες αποφάσεις.

Ηδη από το 2016 οι ευρωπαίοι ηγέτες είχαν βάλει σταθερά στην ατζέντα τους την ασφάλεια και την άμυνα, κυρίως λόγω των ισχυρών μηνυμάτων της πρώτης διοίκησης Τραμπ σχετικά με την ανάγκη η Ευρώπη να αναλάβει τα «του οίκου της» σε ό,τι αφορά την ασφάλειά της.

Η εντατικοποίηση των ενεργειών αμυντικού «απογαλακτισμού» από τις ΗΠΑ παρά ταύτα χαλάρωσε μετά την εκλογή Μπάιντεν στο προεδρικό αξίωμα και ήταν μόνο όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία που η Ευρώπη αφυπνίστηκε και πάλι, έχοντας πλέον την απειλή ορατή στα ανατολικά της σύνορα.

Σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, που τα σύνορα πλέον – όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – είναι υπό αμφισβήτηση, η συνένωση δυνάμεων και η συνεργασία είναι μονόδρομος για την αντιμετώπιση των απειλών. Πόσο μάλλον στην ΕΕ που, από τη φύση της, η ισχύς της σε όλα τα θέματα επιτυγχάνεται μόνο εν τη ενώσει.

Τα διλήμματα του παρελθόντος στη σύγχρονη γεωστρατηγική πραγματικότητα δεν είναι πλέον επίκαιρα. Διπλωματία ή όπλα; Η σύγχρονη απάντηση είναι «και τα δύο». Διπλωματία για να αποφύγουμε τα όπλα, αλλά και ισχυρά όπλα για να μπορεί να είναι αποτελεσματική η διπλωματία. Αμυντικές ή κοινωνικές δαπάνες; Η σύγχρονη απάντηση είναι «και τα δύο». Γιατί η ασφάλεια που επιτυγχάνουν οι αμυντικές δαπάνες είναι ένα εξίσου σημαντικό κοινωνικό αγαθό, όπως η υγεία ή η παιδεία.

Στο παρελθόν, όταν η Ευρώπη δεν αντιμετώπιζε απειλές γύρω ή και μέσα από τα σύνορά της, και με την πολυτέλεια την ασφάλειά της να την εγγυάται ο «Θείος Σαμ», τέτοια διλήμματα είχαν νόημα. Σήμερα, που οι απειλές είναι ασύμμετρες, υβριδικές και κυρίως απρόσωπες, η Ευρώπη πρέπει να αυτονομηθεί αμυντικά για να μπορεί να εξασφαλίσει τα σύνορά της, αλλά και τη γεωστρατηγική της θέση ως υπολογίσιμου εταίρου. Αυτή είναι η βασική ιδέα πίσω από τον όρο «συλλογική ευρωπαϊκή άμυνα».

Οι αναφορές σε ευρωπαϊκό στρατό δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ούτε καν το ΝΑΤΟ στην ιστορία των 76 ετών του επεδίωξε ποτέ τη δημιουργία ενός στρατού με νατοϊκή σημαία. Το μόνο ρεαλιστικό σενάριο είναι η συνεργασία μεταξύ όλων των κρατών-μελών της ΕΕ. Να επενδύσουν περισσότερα για την άμυνα, να επενδύσουν μαζί και, πλέον, γίνεται σαφές ότι πρέπει να επενδύσουν «ευρωπαϊκά», δηλαδή σε ευρωπαϊκές στρατιωτικές και καινοτόμες τεχνολογικές δυνατότητες.

Πολλές φορές η ΕΕ κατηγορείται για ολιγωρίες και καθυστερήσεις. Είναι αληθές ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε τα πολλά και μεγάλα κενά. Το ζήτημα είναι όμως πώς η ΕΕ θα είναι αρκούντως προετοιμασμένη για την επόμενη κρίση, και προς τούτο τα κράτη-μέλη και η ΕΕ ως οργανισμός δεν κάνουν λίγα.

Τα κράτη-μέλη της ΕΕ αύξησαν τις αμυντικές δαπάνες κατά 30% μεταξύ 2021 και 2024, φτάνοντας εκτιμώμενα τα 326 δισ. ευρώ το 2024, με 102 δισ. ευρώ να προορίζονται για αμυντικές επενδύσεις.

Ο προϋπολογισμός της ΕΕ (2021-2027) έχει προβλέψει, για πρώτη φορά, 16,4 δισ. ευρώ για την ασφάλεια και την άμυνα και συνεχίζονται οι συζητήσεις για την κινητοποίηση πρόσθετης χρηματοδότησης ύψους 20 δισ. ευρώ για την περίοδο 2025-2027. Υπάρχουν, δε, φήμες ότι στον προϋπολογισμό της για τα έτη 2028-2034 η ΕΕ προτίθεται να διαθέσει 100 δισ. ευρώ, με σκοπό την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της, λαμβάνοντας υπόψη και τα συμπεράσματα της έκθεσης Ντράγκι.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για πρώτη φορά, θέσπισε θέση ευρωπαίου επιτρόπου για την Αμυνα και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέσπισε ανεξάρτητη επιτροπή για την ασφάλεια και την άμυνα. Ακόμα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, επισήμως πλέον, διαθέτει χρηματοδοτήσεις για επενδύσεις στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, διαλύοντας πλέον τη δαιμονοποίηση του παρελθόντος σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις και τους επενδυτές στον τομέα της άμυνας.

Σε αυτή την πορεία όμως σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ σε αμυντικό εξοπλισμό, αλλά και σε αυτή καθαυτή την ανάπτυξη των οικονομιών και τη δημιουργία πολλών και καλών θέσεων εργασίας.

Το 2023 η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία πραγματοποίησε τζίρο 158,8 δισ. ευρώ (αύξηση 16,9% από το 2022) και απασχόλησε 581.000 εργαζομένους (αύξηση 8,9%). Στην Ελλάδα, η αμυντική βιομηχανία το 2023 είχε ετήσιο τζίρο 1 δισ. ευρώ και απασχόλησε 14.000 εργαζομένους, με διαρκώς αυξανόμενους δείκτες ανάπτυξης.

Το θέμα λοιπόν δεν είναι αν πρέπει η ΕΕ να κινηθεί προς μια ενοποίηση στα θέματα ασφάλειας και άμυνας – εδώ η χώρα μας διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο – αλλά το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά θα το πράξει.

Στην άτυπη σύνοδο της 3ης Φεβρουαρίου οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν κατέληξαν σε επίσημα συμπεράσματα, καθώς ήταν άτυπη, παρά ταύτα φαίνεται ότι άρχισαν να συγκλίνουν σε θέματα που υπήρχαν αρχικά ισχυρές διαφωνίες, όπως η χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητας για κάποιες αμυντικές δαπάνες ή η ανάγκη εξεύρεσης πρόσθετων οικονομικών πόρων για την άμυνα άμεσα, για παράδειγμα μέσω σχετικής αναδιάρθρωσης των πόρων του Ταμείου Συνοχής κάθε κράτους-μέλους.

Για την ευημερία και την ανάπτυξη της ΕΕ στον σύνθετο και διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο που ζούμε, η ασφάλεια και η άμυνά της δεν μπορεί πια να είναι υπόθεση άλλων, αλλά των ίδιων των μελών της και κυρίως των ευρωπαίων πολιτών.

Ο κ. Βασίλης Τσιάμης είναι πρώην ανώτερος λειτουργός της ΕΕ για θέματα Ασφάλειας και Αμυνας.