Ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και καθηγητής Μιχαήλ Στασινόπουλος αναφέρει στον τόμο για τα 50 χρόνια του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1979) ότι το πνεύμα και το νόημα των δικαστικών αποφάσεων και η βαθύτερη σχέση τους με την επιστημονική σκέψη διοχετεύονται στο ευρύτερο κοινό διά μέσου της επιστημονικής επεξεργασίας. Περαιτέρω επισημαίνει ότι υπάρχει οδός επικοινωνίας μεταξύ δικαστικής εξουσίας και επιστημονικής θεωρίας με καρποφόρα αποτελέσματα.

Η οδός αυτή έχει δύο παράλληλα και αντίστροφα ρεύματα: Το πρώτο είναι η επίδραση της επιστήμης στις δικαστικές αποφάσεις και το δεύτερο είναι η απήχηση που έχουν οι δικαστικές αποφάσεις στην επιστημονική έρευνα.

Το πρώτο ρεύμα είναι η κατεργασία την οποία υφίσταται η θεωρία στη σκέψη των δικαστών κατά τρόπο που να μετουσιώνεται σε ζώσα φωνή του δικαίου, όπως είναι η δικαστική απόφαση. Το αντίστροφο ρεύμα συνίσταται στην απόφαση που εκδίδει ο δικαστής ως κοινωνικός λειτουργός, την οποία ο θεωρητικός του δικαίου την εντάσσει σε ένα σύστημα επιστημονικών γνώσεων και διά μέσου αυτής της ένταξης φωτίζει τη βαθύτερη σημασία της.

Από αυτή τη διπλή επίδραση προκύπτουν δύο διαπιστώσεις: η πρώτη διαπίστωση συνίσταται στο ότι οι δικαστές πρέπει να διαθέτουν στέρεη επιστημονική συγκρότηση, να παρακολουθούν τις θεωρητικές αναζητήσεις και να τις αξιοποιούν στη διαμόρφωση της δικανικής τους κρίσης προς όφελος της κοινωνίας και της πολιτείας. Οι δικαστές έχουν συνταγματικό καθήκον, κατά την άσκηση του έργου τους, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τον κανόνα δικαίου με γνώση και στοχασμό.

Η λειτουργική δικαστική ανεξαρτησία επιβάλλει όπως το νόημα των κανόνων δικαίου προσεγγίζεται με επιστημονικές ερμηνευτικές μεθόδους, όπως εξελίσσονται στη σύγχρονη θεωρία του δικαίου.

Ο δικαστής ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του τόσο ως πολιτειακό όργανο όσο και ως φορέας της ελευθερίας της επιστήμης που περιλαμβάνει την ελευθερία της επιστημονικής γνώμης, δεδομένου ότι η συνταγματική διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 ιδρύει ατομικό δικαίωμα για κάθε επιστήμονα.

Σε αντίθεση όμως με τον επιστήμονα που δεν ασκεί πολιτειακό καθήκον και, επομένως, στο πλαίσιο της επιστημονικής του ελευθερίας, δεν υποχρεούται να καταλήξει σε μια γνώμη, ο δικαστής, ως όργανο της πολιτείας με αρμοδιότητα την επίλυση διαφορών, οφείλει να αποφαίνεται διατυπώνοντας τη γνώμη του, σύμφωνα με τις σύγχρονες ερμηνευτικές μεθόδους, προκειμένου να ικανοποιείται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και να υπηρετείται το κράτος δικαίου. Η δεύτερη διαπίστωση αφορά τη δικαστική απόφαση, η οποία είναι, εκτός των άλλων, ένα κείμενο που απαιτεί από τον θεωρητικό του δικαίου εμβάθυνση στο σκεπτικό της.

Ο επιστήμονας μπορεί (και πρέπει) να ασκεί κριτική, ακόμα και αιχμηρή, σε σκέψεις της δικαστικής απόφασης χρησιμοποιώντας ερμηνευτικές μεθόδους και νομικά επιχειρήματα.

Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι ζούμε σε μια «εικονιστική κοινωνία» στην οποία ο δημόσιος λόγος, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι θυμικά φορτισμένος, ο λόγος του επιστήμονα είναι ανάγκη να διατυπώνεται κατά τρόπο που να ανοίγει ορίζοντες για βαθύτερες αναζητήσεις, χωρίς να ενδίδει στους πειρασμούς της εύκολης επικοινωνίας ή να υποκύπτει στην πίεση της κοινής γνώμης και πολύ περισσότερο της τρέχουσας πολιτικής.

Και τούτο διότι η ανεξαρτησία δεν συνιστά εγγύηση και υποχρέωση μόνο για τον δικαστή, αλλά και για τον επιστήμονα που εκφέρει, κατά τεκμήριο, έγκυρο λόγο για τις λειτουργίες της πολιτείας και το έργο των οργάνων της.

Στην εποχή της αμφισβήτησης των θεσμών και της δυσπιστίας απέναντι στη Δ,ικαιοσύνη η επιστημονική κοινότητα έχει καθήκον να αναδεικνύει τον σύνθετο χαρακτήρα της έννομης τάξης ενημερώνοντας την κοινωνία ότι ο σύγχρονος δικαστής καλείται, συχνά, να επιλύει, διαφορές που επιβάλλουν την ταυτόχρονη ερμηνεία και εφαρμογή κανόνων που εντάσσονται στην εθνική, την ενωσιακή και τη διεθνή έννομη τάξη.

Για να ανταποκριθεί στο καθήκον αυτό, ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τη νομολογία των ευρωπαϊκών και διεθνών δικαστηρίων, ειδικότερα δε των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

Η τήρηση από τον δικαστή των ευρωπαϊκών και διεθνών κανόνων, όπως έχουν ερμηνευθεί, κατά την επίλυση διαφοράς ελέγχεται από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια με τους προβλεπόμενους δικονομικούς τρόπους. Τυχόν δε καταδικαστικές αποφάσεις (από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια) οδηγούν πολλές φορές σε αλλαγές της εθνικής νομολογίας αλλά και της εθνικής νομοθεσίας. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι ανωτέρω καταδικαστικές αποφάσεις οδηγούν σε κατάργηση, από τον συντακτικό νομοθέτη, συνταγματικών κανόνων ή σε διαφορετική ερμηνεία του Συντάγματος από τα δικαστήρια.

Στο πλαίσιο αυτό είναι συνταγματικό καθήκον του δικαστή να αιτιολογεί την απόφασή του ερμηνεύοντας κανόνες που ανήκουν τόσο στην εθνική όσο και στην ενωσιακή έννομη τάξη και την ΕΣΔΑ.

Οταν οι κανόνες αυτοί ερμηνεύονται προς την ίδια κατεύθυνση, τότε ο δικαστής αποφαίνεται χρησιμοποιώντας διπλή ή και τριπλή νομική βάση (εθνική, ενωσιακή, ΕΣΔΑ) για να στηρίξει την αιτιολογία της απόφασης. Οταν όμως ανακύπτει αντίθεση μεταξύ αφενός των εθνικών κανόνων και αφετέρου των ενωσιακών κανόνων ή της ΕΣΔΑ, ο δικαστής προσφεύγει σε ερμηνευτική μέθοδο εναρμόνισης των ως άνω κανόνων.

Η εναρμονισμένη προς το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ ερμηνεία των εθνικών συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων αποτελεί πλέον κοινά αποδεκτή προσέγγιση των ανωτάτων δικαστηρίων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και αντίστοιχα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτόν εμπλουτίζεται το ερμηνευτικό οπλοστάσιο της νομικής κοινότητας εν όψει των νέων δεδομένων που έχουν διαμορφωθεί στη διευρυμένη έννομη τάξη του εικοστού πρώτου αιώνα. Οπως άλλωστε γίνεται αποδεκτό, τα πολλαπλά επίπεδα της έννομης τάξης (εθνικό, ενωσιακό, διεθνές) εκσυγχρονίζουν τους θεσμούς και δίνουν νέες διαστάσεις στα δικαιώματα, εν τέλει, δε, λειτουργούν ως πρόσθετες εγγυήσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας απέναντι στις απειλές και τους κινδύνους που γεννούν οι ακρότητες στην εποχή μας.

Από την πλευρά της, η κοινότητα των νομικών οφείλει να ασκεί κριτική στις δικαστικές αποφάσεις λαμβάνοντας υπόψη ότι ο επιστημονικός διάλογος σημαίνει «τεκμηρίωση, προβληματισμούς, επιχειρήματα, σοβαρότητα, υπευθυνότητα και όχι συνθηματολογία ή φλυαρία… Κάθε επιστημονική γνώμη είναι επιδεκτική αμφισβήτησης, αλλά και προστασίας» (Αρ. Μάνεσης, «Δίκαιο, Σύνταγμα, Πολιτική», σ. 131).

Η δημόσια εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη οικοδομείται με τη συμβολή όλων των μελών της νομικής κοινότητας. Και τούτο διότι ναι μεν η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης αποτελεί το θεμέλιο, αλλά δεν αρκεί για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών.

Είναι αναγκαία προς τούτο η συμμετοχή της επιστημονικής κοινότητας που αναλαμβάνει το υπεύθυνο έργο της επεξήγησης και της κριτικής του περιεχομένου της απόφασης στους πολίτες. Αν η επιστημονική κοινότητα δεν τηρεί το πιο πάνω πλαίσιο του διαλόγου, τότε βαρύνεται με την ευθύνη που της αναλογεί για τη δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι στη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς.

Ο επιστημονικός διάλογος με νηφαλιότητα και επιχειρήματα υπηρετεί τη διαλεκτική λειτουργία του λόγου (θέση – άρνηση – σύνθεση) και αποτελεί φραγμό στη θυμοκρατία που συνιστά μείζονα απειλή για τη δημοκρατία. Αντιθέτως, οι ακραίες, συνθηματολογικές και απλουστευτικές τοποθετήσεις για το περιεχόμενο δικαστικών αποφάσεων υποδαυλίζουν τον θυμό των πολιτών απέναντι στη Δικαιοσύνη και εν τέλει απαξιώνουν τους θεσμούς της δημοκρατίας.

Ο κ. Μιχάλης Ν. Πικραμένος είναι πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.