Μα δεν είναι αυτός ο τόπος «ευλογημένος»; Βέβαια είναι. Μήπως δεν είναι η ιστορία του «μοναδική», ο πολιτισμός του ένας «φάρος» για τους βελανιδοφάγους, η γλώσσα του «οικουμενική», το παρελθόν του «ένδοξο»; Χωρίς αμφιβολία. Σε αυτόν τον τόπο κατοικεί σήμερα ένα υπερήφανο έθνος. Αυτό το έθνος αγαπά τη χώρα του με μια ένταση από την οποία δεν λείπει ένα αίσθημα ανωτερότητας. Τι να κάνουμε, είμαστε καλύτεροι από τους άλλους.
Το έθνος όμως δεν αγαπά το κράτος του. Κανένας δεν δυστυχεί ως Ελληνας. Αλλά όλοι οι Ελληνες δυστυχούν ως πολίτες. Η υπερηφάνεια, πανελλήνια και παρελθοντολάγνα, συνθλίβεται κάτω από το βάρος μιας ταπεινωτικής καθημερινότητας. Η οργανωμένη ζωή, με τους κανόνες της, τις ρυθμίσεις της και τις υποχρεώσεις της, ισορροπεί μαζί με κάθε πιθανό και απίθανο κίνδυνο στο χείλος της πλήρους αποδιοργάνωσης. Ετσι είναι, ένα βήμα ακόμη και καταρρεύσαμε.
Πριν από λίγες ημέρες, το συνέδριο του «Economist» στην Αθήνα φιλοξένησε μια συζήτηση του έλληνα πρωθυπουργού με τον Ντάρον Ατζέμογλου, νομπελίστα οικονομολόγο και συγγραφέα, μαζί με τον πολιτικό επιστήμονα Τζέιμς Ρόμπινσον, του μπεστ σέλερ «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη». Η βασική θέση των δυο συγγραφέων είναι πως οι καθοριστικοί παράγοντες της ευημερίας ή της αποτυχίας ενός έθνους είναι οι πολιτικοί και οι οικονομικοί του θεσμοί.
Ο Ατζέμογλου ήταν αρκετά ευγενής για να μην επαναλάβει στο συνέδριο ό,τι έγραψε στην αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του. Να μην πει, δηλαδή, πως «η κρίση στην Ελλάδα δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα κακοτυχίας ή οικονομικών δυνάμεων εκτός ελέγχου της χώρας. Ηταν το φυσικό αποτέλεσμα δεκαετιών πελατειακών σχέσεων, αδιαφάνειας και ασθενών θεσμών. Αυτοί οι θεσμοί ενίσχυσαν μια κουλτούρα δημόσιας δαπάνης και αποφυγής ευθυνών, που την έκαναν εξαιρετικά ευάλωτη όταν χτύπησε η κρίση».
Το έθνος θα κατέληγε σήμερα στο ίδιο συμπέρασμα, όχι από φιλαναγνωσία αλλά από ένα είδος βιωματικής αυτοδιάγνωσης. Εζησε την κρίση με μια επική διάθεση αντίστασης που κορυφώθηκε με το «Οχι» στο δημοψήφισμα τέτοιες μέρες πριν από δέκα χρόνια. Επρεπε να καταρρεύσει σχεδόν για να μετακινηθεί από τον αντιστασιακό ριζοσπαστισμό και τις ψευδαισθήσεις του σε έναν νέο εκσυγχρονισμό που υποσχόταν λογική και ευημερία. Και τώρα;
Τώρα εξακολουθεί να μην αγαπά το κράτος του. Να μην εμπιστεύεται τους θεσμούς του, να κυριαρχείται από ανασφάλεια απέναντι στις υποδομές του, να αισθάνεται πως μπαίνει σε ένα καφκικό σύμπαν όταν συναλλάσσεται με τις υπηρεσίες του. Η ζωή είναι μια μάχη επιβίωσης που σου φωνάζει να μην μπλέξεις με το κράτος και – αν μπλέξεις – να ξεπεράσεις κανόνες που οργανώνουν τα πάντα για να μην οργανώσουν τίποτε.
Σήμερα, κατά την αυτοδιάγνωσή του, το έθνος θα παρατηρούσε πως το κράτος του βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά από τη «βαθιά πολιτική και κοινωνική αλλαγή» που προτείνουν οι Ατζέμογλου και Ρόμπινσον και η οποία οδηγεί σε «συμπεριληπτικούς θεσμούς». Πώς στο καλό μπορεί να γίνει αυτό; Με διαφάνεια, λένε, στη δημόσια διοίκηση και καταπολέμηση της διαφθοράς. Και ακόμη, όταν μειώνεται η εξάρτηση από τα πελατειακά δίκτυα, ενισχύεται η ελευθερία του Τύπου και η κοινωνία των πολιτών και περιορίζονται οι ελίτ που ελέγχουν την οικονομία και την πολιτική.
Την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή ένας εθνικά υπερήφανος υπουργός δεν κατηγόρησε μόνο τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι το κόμμα του ξέρει και από διαφθορά και από ρουσφέτια. Από τη θέση του αξιωματούχου του κράτους, νομιμοποίησε και έναν βασικό κανόνα της αποδιοργάνωσης. «Υπάρχει βουλευτής», είπε, «που να μη σηκώνει το τηλέφωνο για να βοηθήσει έναν ψηφοφόρο του σε κάποιο θέμα του;».
Για να το λέει, δεν θα υπάρχει. Αλλά, πραγματικά, πώς μπορεί να αγαπήσει κανείς ένα τόσο αποτυχημένο κράτος;