To debate για τις αμερικανικές εκλογές το είδαν σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Nielsen περισσότεροι από 57,7 εκατομμύρια τηλεθεατές, δηλαδή περίπου 6 εκατομμύρια περισσότεροι από εκείνους που είχαν παρακολουθήσει το debate Τραμπ – Μπάιντεν αλλά σίγουρα πολύ λιγότεροι από εκείνους που είχαν δει την τηλεμαχία του Τραμπ με τη Χίλαρι Κλίντον το 2016, η οποία είχε καταγράψει ρεκόρ τηλεθέασης με 84 εκατομμύρια θεατές.
Ενδιαφέρον λοιπόν υπήρχε, και λογικό, γιατί όλοι μας είχαμε για πρώτη φορά την ευκαιρία να δούμε τους δύο μονομάχους στην ίδια εικόνα, δίπλα-δίπλα, στο ίδιο κάδρο. Ενας λευκός άνδρας, μιας κάποιας ηλικίας, επιχειρηματίας, με μερικές καταδίκες να τον βαραίνουν, απέναντι σε μια γυναίκα, σαφώς νεότερή του, μαύρη και εισαγγελέα.
Οι αναλυτές κατέληξαν ότι η Κάμαλα κέρδισε στα σημεία και ότι αυτή ήταν σίγουρα η καλύτερη εκπροσώπηση των Δημοκρατικών απέναντι στον Τραμπ που εδώ και αρκετά χρόνια έχει γίνει ο «μπελάς» τους στα debates. H αλήθεια είναι ότι η Κάμαλα Χάρις κλήθηκε να περάσει πάνω από έναν πήχη που ο Τζο Μπάιντεν είχε κατεβάσει πολύ με την εικόνα ενός «μυαλού σε χάος» που εξέπεμψε στο προηγούμενο debate. Κατάφερε όμως να αξιοποιήσει και όλες τις ευκαιρίες. Και εκείνες που πήρε και εκείνες που δεν πήρε.
Το επιτελείο της είχε ζητήσει η σχετικά μικρόσωμη υποψήφια πρόεδρος να μπορέσει να σταθεί πάνω σε ένα βάθρο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κάτι που η πλευρά Τραμπ αρνήθηκε, θεωρώντας ότι το ανάστημά του με ύψος πάνω από 1,80 θα «επισκίαζε» ως εικόνα τη μικρόσωμη γυναίκα. Εκείνη λοιπόν αντ’ αυτού έκλεψε τις εντυπώσεις με μια χειραψία που «έσβησε» τις θρυλικές δυνατές χειραψίες του Τραμπ, σήμα κατατεθέν του. Η Κάμαλα έχασε και στην κλήρωση για το ποιος θα έχει την τελευταία τοποθέτηση στο debate, άρα τον τελικό λόγο. Τον τελευταίο λόγο θα τον είχε ο Τραμπ. Εκείνη λοιπόν αποφάσισε να εκμεταλλευθεί κι αυτήν αλλά και όλες τις άλλες επιβεβλημένες σιωπές εκτός μικροφώνων, με τη γλώσσα του σώματος και πρωτίστως χωρίς να σταματήσει στιγμή να τον κοιτά με ευθύτητα.
Ως εδώ λοιπόν καλά για την Κάμαλα. Ολα όμως για τους Αμερικανούς θα κριθούν στο πεδίο της οικονομίας, και εκεί η υποψήφια των Δημοκρατικών δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις. Υπόσχεται στους Αμερικανούς ότι θα τους δώσει πίσω το «αμερικανικό όνειρο». Δεν εξήγησε όμως πώς θα αντιμετωπίσει την αίσθηση του μέσου Αμερικανού ότι δεν θα μπορέσει να έχει το δικό του σπίτι, καθώς σε δημοσκόπηση της «Wall Street Journal» / NORC μόλις το 10% απάντησε πως θεωρεί εφικτή την ιδιοκατοίκηση, βασικό στοιχείο του αμερικανικού ονείρου.
Πλέον μόνο το 9% των Αμερικανών θεωρεί ότι η οικονομική ασφάλεια και η συνταξιοδότηση μπορούν εύκολα να εξασφαλιστούν. Σύμφωνα με υπολογισμούς, το αμερικανικό όνειρο στοιχίζει περίπου 4,4 εκατ. δολάρια, τουλάχιστον 1 εκατομμύριο περισσότερα απ’ όσα μπορεί να εξασφαλίσει ένας καλά πληρωμένος Αμερικανός κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του. Το media training λοιπόν απέδωσε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα το δούμε απαραίτητα να αποτυπώνεται και στο αποτέλεσμα των εκλογών.