Η ελληνική ποδοσφαιρική λογοτεχνία δεν έχει, βέβαια, το εκτόπισμα και τη δυναμική της αντίστοιχης αγγλόφωνης ή ισπανόφωνης, ωστόσο δεν είναι αμελητέα. Η νεοελληνική λογοτεχνία ανέκαθεν «συνομιλούσε» γόνιμα τόσο με τη γλωσσική και καλλιτεχνική της παράδοση όσο και με ξένα πολιτισμικά πεδία. Προκαλώντας ρήγμα στο κριτικό στερεότυπο, στο πλαίσιο του οποίου εκλαμβάνεται σαν αποκλειστικά εθνοκεντρική, ξεκινά ως προς την ποδοσφαιρική πτυχή της με μία λογοτεχνική μετάφραση: το 1930 ο Γιώργος Δέλιος μεταφέρει στη γλώσσα μας από τα γαλλικά τη «μονόπρακτο κωμωδία» του Εμανουέλ Γκαμπαρντέλα Ο ποδοσφαιριστής.

Από τότε κύλησε πολύ νερό στο λογοτεχνικό αυλάκι και αναπόδραστο ήταν, για ένα άθλημα δημοφιλέστατο που έχει και σημαίνουσες κοινωνικές διαστάσεις και προεκτάσεις, να γραφτούν και πολλά ελληνόγλωσσα λογοτεχνικά κείμενα, όλων μάλιστα των ειδών: λόγω της υψηλόβαθμης συναισθηματικής έντασης που δυνάμει αναδίνουν και το άθλημα και ο ποιητικός λόγος, η ποίηση έχει τη μερίδα του λέοντος στα ποδοσφαιρογενή λογοτεχνήματα.

Αλλά δεν απουσιάζουν και τα δοκίμια, οι μαρτυρίες, τα διηγήματα, τα μυθιστορήματα, τα θεατρικά έργα (ειρήσθω εν παρόδω: στη θεατρογραφία, έστω και μεταφρασμένη, ανήκει η εκκίνηση της ελληνικής ποδοσφαιρικής λογοτεχνίας και επίσης στη θεατρική γραφή ανήκει και η σύγχρονη κορύφωσή της, τουλάχιστον με όρους ευρύτερης πολιτισμικής πρόσληψης: στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα γράφτηκε από τον Βασίλη Κατσικονούρη και σφραγίστηκε από την υποκριτική δεινότητα του Γιώργου Νινιού ο θεατρικός μονόλογος Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα, του οποίου το σκηνικό ανέβασμα είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό).

Είναι γεγονός ότι εδώ και καιρό έχουν ήδη διαμορφωθεί οι κεντρικές τάσεις της ελληνικής ποδοσφαιρικής λογοτεχνίας με υπόβαθρο φιλοσοφικό, οι οποίες συνεχίζονται εμπλουτιζόμενες με κείμενα μέχρι και τις μέρες μας: κείμενα με πυρήνα το ποδοσφαιρικό βίωμα, εκ των οποίων άλλα προσλαμβάνουν το άθλημα ως θετικό σηματωρό της ανθρώπινης ύπαρξης και άλλα ως αρνητικό παράγοντα της ατομικής και κοινωνικής ζωής· κείμενα στα οποία πρωτεύουν μεταφορές και παρομοιώσεις ως εκφραστικοί τρόποι, ώστε να δηλωθεί είτε θετικά είτε αρνητικά η υπαρξιακή περιπέτεια και με όρους ποδοσφαιρικούς· τέλος, κείμενα στα οποία το ποδόσφαιρο ως εικονοποιία και αναφορά επιτελεί ρόλο περιφερειακό, συμβάλλοντα, ωστόσο, στην ενδυνάμωση του νοηματικού ιστού.

Μία τομή της εγχώριας ποδοσφαιρογραφίας εντοπίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με δύο πεζά κείμενα, ποιητικής όμως δυναμικής, του Μανόλη Αναγνωστάκη: το «Αγιαξ για πάντα» (1984) και οι «Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου» (1986) αιφνιδιάζουν την «πολιτικά ορθή» ελληνική διανόηση και αποενοχοποιούν ορισμένες βασικές πτυχές του λαοφιλέστερου παγκοσμίως αθλήματος, σε μια εποχή που διατηρούσε έως έναν βαθμό την κεκτημένη ταχύτητα της μεταπολιτευτικής πολιτικοποίησης και την απαξίωση του ποδοσφαίρου από την «προοδευτική» σκέψη.

Ο Αναγνωστάκης δίκαια έχει αποκληθεί «πρύτανης των ελλήνων ποδοσφαιρολόγων» και επειδή κάθε πρύτανης, που σέβεται τον εαυτό του, έχει τουλάχιστον δύο αντιπρυτάνεις, οι θέσεις αυτές δικαιωματικά ανήκουν στον Νάσο Βαγενά και στον Γιώργο Μαρκόπουλο, οι οποίοι με τον ποιητικό και δοκιμιακό τους λόγο, εικονοπλαστικά διεγερτικό και συγκινησιακά παλλόμενο, έχουν εμπλουτίσει αλλά και χαρτογραφήσει τη λογοτεχνική ποδοσφαιρογραφία μας.

Υπάρχουν, βέβαια, φοβερές αλλοιώσεις της φύσης του ποδοσφαίρου, που εμφανίζονται ή και γιγαντώνονται σαν προεκτάσεις και συνέπειες του αθλήματος: τυφλή βία, χουλιγκανισμός, άδικη και σπαρακτική απώλεια ανθρωπίνων ζωών, δωροδοκίες, εμπορευματοποίηση και στοιχηματισμός στα όρια του παροξυσμού, κάθε είδους ανήθικες και απάνθρωπες συμπεριφορές. Αυτές αποτελούν πεδίο μελέτης της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας και, οπωσδήποτε, δεν συμμετέχουν στον σχηματισμό του πυρήνα της φιλοσοφίας του ποδοσφαίρου, παρότι εν μέρει αποτυπώνονται σε αρνητικά προς το ποδόσφαιρο λογοτεχνικά κείμενα.

Το ποδόσφαιρο συγκεφαλαιώνει τη βαθύτατη επιθυμία και απόφαση του συνανήκειν με άξονα τον σύλλογό μας αλλά και τους αντίπαλους συλλόγους, γιατί χωρίς αυτούς απονεκρώνεται το άθλημα (ο «σύλλογος» ανήκει στις νοηματικά πυκνότερες και ωραιότερες λέξεις της γλώσσας μας). Ως εκ τούτου, τα ομαδικά αθλήματα, με κορυφαίο το αναντίρρητα δημοφιλέστερο, καλλιεργούν την κουλτούρα τού εν αθλητική συγκρούσει συνυπάρχειν, και αυτό είναι κάτι που αφορά και τη φιλοσοφία του ποδοσφαίρου και τη λογοτεχνική έκφρασή της.

Ο κ. Δημήτρης Κόκορης είναι καθηγητής Νεοελληνικής Γραμματείας στη Φιλοσοφική Σχολή (Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το βιβλίο του με τίτλο «Αθλημα ή αθλιότης; Το ποδόσφαιρο και η φιλοσοφία του στη νεοελληνική λογοτεχνία του εικοστού αιώνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο.