Τι είναι, αλήθεια, το Ρέθυμνο; Μια μικρή όμορφη πόλη σε ένα νησί στα νότια του Αιγαίου Πελάγους. Τι ιστορία κρύβει όμως βαθιά μέσα στις ρίζες του; Ο συγγραφέας και λαογράφος Παρασκευάς Συριανόγλου μας μετέφερε πίσω στον χρόνο, στο 1922, σε ένα Ρέθυμνο αλλιώτικο και άγνωστο στα μάτια των νέων σήμερα.

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή βιβλίων για τη Μικρά Ασία;

«Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες από τη Νέα Φώκαια και το Αϊβαλί. Πέρασα τα πρώτα μου χρόνια μέσα σε μια γειτονιά που ήταν μόνο πρόσφυγες. Το 1978 άρχισα να μαζεύω όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσα για τους Μικρασιάτες και για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τότε ζούσαν ακόμη πολλοί πρόσφυγες από την πρώτη γενιά. Ξεκίνησα, λοιπόν, να μαγνητοφωνώ μαρτυρίες Μικρασιατών. Είχα μαζέψει συρτάρια γεμάτα με αταξινόμητες πληροφορίες. Δύο καλοί μου φίλοι με παρακίνησαν να καταγράψω όλο αυτό το υλικό. Εγραψα πολλά βιβλία, λαογραφικά, ιστορικά και μυθιστορήματα. Όλα έτυχαν μεγάλης αναγνώρισης και απέσπασαν βραβεία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Μικρασιατική Καταστροφή θεωρείται μεγαλύτερη και από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, γιατί με την Άλωση ο ελληνισμός δεν έφυγε από το Βυζάντιο».

Ήταν προετοιμασμένη η πολιτεία να αντιμετωπίσει την άφιξή τους;

«Όχι, γιατί δεν ήξεραν ότι θα υπάρξει ένας καθολικός ξεριζωμός. Περίμεναν κάτι ανάλογο σαν το 1914. Ειδικά στο Ρέθυμνο, λόγω της έκβασης του πολέμου, είχε δημιουργηθεί μία επιτροπή για να αντιμετωπίσει πιθανή άφιξη προσφύγων. Και ξαφνικά το καράβι φέρνει 400 άτομα και μετά από λίγες μέρες έρχεται άλλο καράβι και ξεφορτώνει 2.800. Τότε ελάχιστα μέλη της επιτροπής βρέθηκαν στο λιμάνι».

Ποια ήταν τα βασικότερα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν κατά την άφιξή τους;

«Γινόταν χαμός, υπήρχαν άτομα που είχαν να βγάλουν τα ρούχα τους έναν μήνα, υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν να φάνε ούτε μια φέτα ψωμί. Δεν υπήρχε οικογένεια να μη θρηνεί χαμένους. Πού να μείνουν; Χειμώνας. Άνοιξαν σχολεία, εκκλησίες, τζαμιά, αποθήκες. Όσοι δεν χωρούσαν έμειναν στο δρόμο».

Υπήρξε συνδρομή από το επίσημο κράτος; Ποιος τους βοήθησε;

«Η Νομαρχία για «βοήθεια» μοίρασε 4.200 σακιά για κλινοσκεπάσματα. Αστεία πράγματα. Αδιαμφισβήτητα η τοπική κοινωνία αυτοοργανώθηκε. Το Λύκειο Ελληνίδων και ο Σύλλογος Κυριών σήκωσαν τη σημαία της βοήθειας. Αυτές ήταν οι αριστοκράτισσες του Ρεθύμνου, όμως πέταξαν τα καπέλα και τις όμορφες φορεσιές και έβαλαν ποδιές και έστησαν καζάνια για συσσίτια.

Ο τότε υπουργός Πρόνοιας και Περίθαλψης Δοξιάδης, όταν επισκέφθηκε το Ρέθυμνο, είπε ότι «στο Ρέθυμνο έγινε ένας αγώνας υπέρ των προσφύγων που όμοιός του δεν έγινε σε ολόκληρη την Ελλάδα». Εδώ η προσφυγιά αγκαλιάστηκε περισσότερο από όλες τις περιοχές της Ελλάδος. Όμως η Εκκλησία δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Ο τότε μητροπολίτης δεν άφηνε να ανοίξουν τα μοναστήρια για να στεγαστεί κόσμος».

Θα μπορούσατε να ξεχωρίσετε κάποιους Ρεθυμνιώτες που τους βοήθησαν ουσιαστικά;

«Στην κορυφή θα βάλω τη Λέλα Κούνουπα. Άφησε στην άκρη τις απαγορεύσεις που της επέβαλλε το φύλο και η κοινωνική της θέση και ξεκίνησε πόρτα-πόρτα να ζητά βοήθεια για τους πρόσφυγες. Οργανώνει συσσίτια, μαζεύει είδη πρώτης ανάγκης, αναζητά στέγη να βολέψει τους ξεριζωμένους. Άδειασε στην κυριολεξία το σπίτι της».

Υπήρξε κοινωνικός διαχωρισμός ή αποκλεισμός;

«Όχι. Μέσα στην πόλη του Ρεθύμνου έμεναν ανακατεμένες οι οικογένειες. Δεν είχαμε προσφυγογειτονιά. Όταν άνοιγε το παράθυρο η γειτόνισσα, καλημέριζε η Κρητικιά τη Μικρασιάτισσα».

Ιστορικά αποδείχθηκε ότι οι μικρασιάτες πρόσφυγες αποτέλεσαν ένα δυναμικό κεφάλαιο για τη χώρα μας. Ισχύει για το Ρέθυμνο;

«Είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι, οι Μικρασιάτες πήγαιναν πενήντα χρόνια μπροστά. Φυσικά, δεν μιλάω για την κουζίνα. Μήπως δεν είναι πολιτισμός η κουζίνα; Είναι πολιτισμός! Οι Μικρασιάτες έφεραν το κλάδεμα στο νησί. Στη γεωργία, επίσης, έφεραν καινούργιες μεθόδους. Γράφει η «Δημοκρατία» : «Ευτυχώς που ήρθαν οι πρόσφυγες και όχι μόνο γέμισε η αγορά μας λαχανικά και φρούτα, αλλά στέλνουμε και στο Ηράκλειο».