Ο Δημήτρης Παπανικολάου ξεχωρίζει με την εξαιρετική δουλειά που κάνει στο σανίδι. Φέτος πήρε το βάπτισμα στη μικρή οθόνη, κερδίζοντας, δικαιολογημένα, τις εντυπώσεις με τον ρόλο του «κακού» στον «Αγιο Ερωτα». Καιρός ήταν να τον μάθει και το τηλεοπτικό κοινό… Τώρα παίζει με τη Νία Βαρντάλος και τους Δημήτρη Κίτσο, Δανάη Λουκάκη στο «Tiny Beautiful Things» (Μικρά όμορφα πράγματα) της Σέριλ Στρέιντ στο Παλλάς.

Νιώσατε λίγο Χόλιγουντ με τη Νία Βαρντάλος;

«Στην πρώτη μας συνάντηση της είπα: «Είσαι εσύ! Βγήκες από τη μεγάλη οθόνη και ήρθες να κάνουμε κάτι μαζί!». Γέλασε σαν μικρό παιδί, άφησε να πέσουν τα πράγματα που κρατούσε και με πήρε στην αγκαλιά της. Αυτό νομίζω είναι η Νία, μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά. Ακολουθούν φυσικά όλα όσα μου φανερώνονται καθημερινά στις πρόβες – αστείρευτη ενέργεια, έμπνευση, μοίρασμα χωρίς αναστολές, δημιουργική, σχεδόν παιδική, έκπληξη και τόσα άλλα. Η Νία αφηγείται ιστορίες από το Χόλιγουντ κυρίως επειδή της το ζητάμε εμείς. Σε μια ειδική πρώτη προβολή ταινίας μπορείς να συζητήσεις με τον Αλ Πατσίνο ή να μιλήσεις για τα μελλοντικά σου σχέδια με τη Μέριλ Στριπ, αρκεί βέβαια να σε καλέσουν στην προβολή. Ο κύκλος της Νία είναι όντως αυτός. Υπό αυτή την έννοια φύσηξε ένα αεράκι από το Χόλιγουντ».

Το «Tiny Beautiful Things» είναι…

«Μια συλλογή αληθινών ανώνυμων επιστολών στις οποίες απαντούσε η συγγραφέας Σέριλ Στρέιντ με το ψευδώνυμο Σούγκαρ στη στήλη της. Η σχέση της με τους επιστολογράφους διανύει μία ιδιαίτερη διαδρομή μέχρι την κορυφαία στιγμή που εκείνη αποκαλύπτει το πραγματικό της όνομα και εγκαταλείπει τη στήλη. Οι ηθοποιοί γίνονται οι φωνές αυτών των επιστολών, αλλάζουν φύλο, ηλικία. Ομως υπάρχει μία δραματουργική αποκάλυψη σχετικά με την πορεία του κάθε ηθοποιού στην ιστορία. Με άγγιξε βαθιά η απόφασή της να απαντά στις επιστολές μέσα από προσωπικά βιώματα. Και φυσικά η επίδρασή της στις ζωές των επιστολογράφων».

Θα στέλνατε μια τέτοια επιστολή;

«Για να μοιραστείς έστω και ανώνυμα τα προβλήματά σου, θα πρέπει πρωτίστως να είσαι ειλικρινής και να τους δώσεις όνομα. Σε μια δεύτερη φάση δύσκολα τα μοιράζομαι ακόμα και στον στενό κύκλο της οικογένειας και των φίλων. Ισως η ανακάλυψη μιας τόσο φωτισμένης περίπτωσης στην άλλη όχθη της επικοινωνίας να με έσπρωχνε να το έχω δοκιμάσει. Θα ήθελα σίγουρα να έχω συνομιλήσει με τα ποιήματά της».

Τι σας οδήγησε στο θέατρο;

«Από μικρή ηλικία κάποιες παραστάσεις με συγκινούσαν βαθιά. Είχα δάκρυα στα μάτια και δεν ήθελα να αφήσω το κάθισμά μου. Κάπως έτσι καθάριζα, με «ξέπλενα» – μια αίσθηση που κρατούσε μέρες. Συγκρούστηκα με τον πατέρα μου για το θέατρο τελειώνοντας το Λύκειο. Την ημέρα που άρθρωσα την επιθυμία μου με πήγαινε με το αυτοκίνητο σε ένα μάθημα στα Εξάρχεια. Θυμάμαι ακόμα τον εκδοτικό οίκο επί της Σόλωνος – παραλίγο να περάσουμε μέσα από τη βιτρίνα του… Δεν αστειεύομαι. Και δεν ήταν άνθρωπος σκληρός, απότομος ή οπισθοδρομικός, αντιθέτως. Κάτι τον «σούβλισε» μάλλον, στο κέντρο του βιοπορισμού, ένα «τι θα απογίνω». Είπε «δεν θα γίνει ο γιος μου θεατρίνος» και εγώ σκεφτόμουν ότι δεν είναι αυτός ο πατέρας μου, αλλά μάλλον κάποιος ήρωας παλιάς ασπρόμαυρης ελληνικής ταινίας. Εφυγα για τη Γαλλία, ξεκίνησα σπουδές στην Ιατρική. Κατόπιν εντυπωσιάστηκα από έναν σπουδαίο καθηγητή Φιλοσοφίας, αυτός κι αν ήταν σπουδαίος ηθοποιός αμφιθεάτρου, άλλαξα κατεύθυνση και όταν επέστρεψα, «σπουδαγμένος με τη βούλα», τίποτα πια δεν με σταματούσε».

Ποιοι σας καθόρισαν;

«Είμαι ευγνώμων για τις συναντήσεις που είχα στο θέατρο. Θα ήθελα να βρω έναν τρόπο να φωνάξω πως αυτό δεν είναι τρόπος του λέγειν. Θυμάμαι τους δασκάλους μου στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, αναγνωρίζω τα κομμάτια τους μέσα μου, τους ανασύρω, οδηγούν το σώμα μου. Η Πειραματική Σκηνή και ο Στάθης Λιβαθινός είναι το μεγάλο πρώτο κεφάλαιο της δικής μου ιστορίας. Εκεί βρίσκονται τα πιο αγαπημένα πρόσωπα αυτής της διαδρομής. Μετά ο Γιάννης Χουβαρδάς και η Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι πράγματι εκείνοι με τους οποίους, εξαιτίας κάποιας βαθιάς συγγένειας που δεν μπορώ ξεκάθαρα να ορίσω, βρεθήκαμε συχνά σε συνεργασία. Και άλλοι, με διαφορετικές καταβολές, εξακολουθούν, ευτυχώς, να επηρεάζουν και να αλλάζουν τον τρόπο μου».

Πώς δουλεύετε;

«Κάθε ρόλο τον αμφισβητώ, τον αναθεωρώ και ελπίζω πως τον αναβαθμίζω μεγαλώνοντας και κάποιες φορές μου αρέσει να τον μοιράζομαι – με την κατάλληλη συνθήκη. Οταν πέρυσι με τους μαθητές μου ολοκληρώσαμε μία δημιουργική τριετία (σημαντικό να μπορείς να ακολουθείς τους μαθητές σου καθ’ όλη τη διάρκεια της φοίτησής τους), ένιωσα πως δεν θα μπορούσα άμεσα να διδάξω σε ένα καινούργιο πρώτο έτος. Εχεις ανάγκη να καθίσεις μετά τον αποχωρισμό. Τώρα κάνω σαν χαζομπαμπάς όταν με καλούν στις πρώτες τους παραστάσεις και ανυπομονώ να παίξω μαζί τους. Εύχομαι να τους έκανα μόνο καλό. Ο τρόπος προσέγγισης κάθε ρόλου εξαρτάται σε έναν βαθμό από τη δραματουργία του έργου και της σκηνοθεσίας, αλλά καθορίζεται από τα εργαλεία και την προσωπικότητα του ηθοποιού. Ο δικός μου τρόπος είναι μάλλον βραδυφλεγής. Προσπαθώ κυρίως να ανοίγω μέσα μου έναν χώρο στα θέματα του έργου ευελπιστώντας να γίνει πηγάδι βαθύ, να βρω νεράκι καθαρό ή λάβα. Κάτι να μου αποκαλυφθεί που θα με συγκλονίσει. Μακάρι στη σκηνή να είμαι 100% εγώ, κανένας άλλος. Μην είμαι λιγότερος ανησυχώ – είμαι πάντα λιγότερος».

Πρώτη φορά τηλεόραση. Αργήσατε;

«Ημουν διστακτικός. Προστάτευα τον ελάχιστο χρόνο που είχα με την οικογένειά μου. Δεν ήμουν ποτέ τηλεθεατής. Είχα εμμονή με τη ρουτίνα μου στο θέατρο. Ημουν δειλός, ακραία δυσλεκτικός, με απόλυτη ανάγκη της πρόβας ώστε το κείμενο να συνδυαστεί με τον συμπαίκτη μου, τον σκηνικό χώρο και κυρίως τις προβαρισμένες σκηνικές δράσεις. Μόνο καλό μού κάνει αυτή η εμπειρία. Μαθαίνω. Εχει μεγάλο κόπο αυτή η δουλειά που καταβάλλεται με αληθινή φροντίδα από όλες τις ειδικότητες. Επιθυμούσα να είναι μια προσεγμένη σειρά – χαίρομαι με το αποτέλεσμα και την απήχηση που έχει».

Δύσκολος ο ρόλος του «κακού»;

«Ο κακός της ιστορίας έχει ένα ειδικό βάρος γιατί συνδέεται ή σχετίζεται με όλα τα πρόσωπα και βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο στο κέντρο των ανατροπών. Προσπαθώ, όσο μπορώ, να τον κάνω πιο απρόβλεπτο υποκριτικά, να εκμεταλλευτώ στα άκρα τις μικρές σεναριακές ευκαιρίες για τις πιο ευάλωτες, τρωτές στιγμές του».

Επειτα από τόσο θέατρο, η αναγνωρισιμότητα έρχεται από την τηλεόραση…

«Βάζω θετικό πρόσημο στην αναγνωρισιμότητα, που όμως κάποιες στιγμές, ίσως λόγω ιδιοσυγκρασίας, με κάνει να νιώθω άβολα. Δεν φανταζόμουν τη δύναμη της τηλεθέασης! Ας πούμε ότι οι βόλτες μου είναι πια λίγο πιο πικάντικες, λιγότερο ήσυχες. Κρατάω φυσικά τα όμορφα λόγια των ανθρώπων. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι η επιτυχία της σειράς ανταγωνίζεται τα χρόνια μου στο θέατρο».

Ποια είναι τα σχέδιά σας;

«Δεν έκανα ποτέ μακροπρόθεσμα σχέδια. Ακόμα και όταν με ρωτούσαν ποιους ρόλους θα ήθελα να παίξω, έλεγα πάντα, για να ξεφύγω, έναν και μόνο ρόλο, που λατρεύω, τον Μαλβόλιο από τη «Δωδέκατη νύχτα». Κρυφά πάντα ονειρεύομαι να παίξω με τον φίλο μου, τον Θανάση Δήμου, το «Περιμένοντας τον Γκοντό». Ηταν οι διπλωματικές μας στο Θέατρο Τέχνης με την αγαπημένη μου δασκάλα Ρένη Πιττακή – το υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλο. Ισως κάποια στιγμή υποκύψω στις πιέσεις φίλων να σκηνοθετήσω. Τελικά όλο και κάτι σχεδιάζω. Σημασία βέβαια έχει να τολμάς – από λόγια άλλο τίποτα».

INFO

Θέατρο Παλλάς, 16, 17, 18, 21, 22, 23, 24 και 25 Μαΐου.