Μουσικός, σκηνοθέτης, δάσκαλος, ο Θοδωρής Αμπαζής ολοκληρώνει την παραγωγική φετινή του χρονιά με τη «Σιωπή» του μαθητή του Γρηγόρη Λιακόπουλου. Στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σκηνοθετεί ένα έργο για το θέατρο: Δύο γυναίκες ηθοποιοί μοιράζονται σπίτι και ρόλους – με τις Τζωρτζίνα Δαλιάνη και Καλλιρρόη Μυριαγκού να προσπαθούν να ξεχωρίσουν τη ζωή από την αναπαράστασή της…

Ο δάσκαλος σκηνοθετεί έργο μαθητή του;

«Πράγματι. Διδάσκω 22 χρόνια στη σχολή του Ωδείου Αθηνών, από τότε που ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης και μας πήρε, τον Δημήτρη Ημελλο κι εμένα. Σήμερα οι περισσότεροι μαθητές μου δουλεύουν. Ενας απ’ αυτούς, ο Γρηγόρης Λιακόπουλος, πάντα ήθελε να ασχοληθεί με τη δραματουργία. Τελείωσε το Ωδείο, έφυγε για σπουδές δραματουργίας στη Γερμανία και επέστρεψε. Πέρυσι του ζήτησα να γράψει κάτι – σαν εισαγωγή γνωριμίας – για μια παράσταση του «Ολη η Ελλάδα ένας πολιτισμός». Πήγε καλά και φέτος κάναμε αίτηση για επιχορήγηση (σ.σ.: από το υπ. Πολιτισμού) με τη «Σιωπή»».

Αφορά το ίδιο το θέατρο;

«Και όχι μόνον. Μέσω του θεάτρου μιλάει για τη ζωή. Ξεκινάει από δύο άνεργες ηθοποιούς. Η μία δεν το έχει βάλει κάτω και δουλεύει σε ένα εμπορικό κέντρο κάνοντας την «μπανάνα», ενώ η άλλη το παλεύει ακόμα στέλνοντας βιογραφικά. Η τελευταία υπήρξε κάποτε διάσημη ως παιδί-θαύμα και εξακολουθεί να πιστεύει πως θα της ξαναδοθεί η μεγάλη ευκαιρία. Εχοντας δημιουργήσει το ζωτικό τους ψέμα, αυτές οι γυναίκες ζουν μέσα από κινηματογραφικές σκηνές. Βέβαια στο δικό μας το σινάφι συμβαίνει αυτό, εκεί που μιλάμε να αρχίζουμε να παίζουμε ή να κλέβουμε ατάκες. Ως τη στιγμή που η μια απ’ τις δύο αποφασίζει να επαναστατήσει: Θέλει να είναι ο εαυτός της. Και γεννιέται το ερώτημα «τι είναι ο εαυτός μου;» και μαζί μια συζήτηση που περιλαμβάνει θέατρο, Νίτσε, Κίρκεγκορ, υπαρξιακά – ποιοι είμαστε πραγματικά. Είναι μια τραγική κωμωδία. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν ξέρεις αν αυτό που βλέπεις είναι θέατρο ή αλήθεια και έτσι το ‘χω σκηνοθετήσει».

Κάπως έτσι είναι η ζωή των ανθρώπων του θεάτρου;

«Ετσι είναι η ζωή όλων των ανθρώπων».

Ο ηθοποιός ζει μέσα σε ένα παραμύθι;

«Ναι, αλλά δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό. Είμαι 58, αλλά η καθημερινότητά μου είναι με 25άρηδες και τα θέματα που θα ασχοληθώ, διαχρονικά, Τσέχοφ, Ιψεν, που δεν θυμίζουν σε τίποτα την ηλικία μου. Σαν να είμαι σε μια διαρκή εφηβεία. Αυτό είναι το δικό μου ζωτικό ψέμα».

Στην 20ετία που διδάσκετε πόσο έχουν αλλάξει οι μαθητές;

«Νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερη ευκολία αμφισβήτησης από ό,τι υπήρχε παλιότερα. Η διαφορά τώρα είναι ότι χωρίς να έχουμε συχνά τα εφόδια και τον οπλισμό, κρίνουμε τις γνώσεις που παίρνουμε. Είναι μια de facto κριτική που κάπως διαχέεται και γίνεται λίγο εύκολα. Αλλά τελικά όλες τις γενιές, όταν τις βάλεις μπροστά στο μεγαλείο ενός μεγάλου δραματουργού, τότε συμφωνούμε όλοι και βυθιζόμαστε εκεί – ξεχνάμε γενιές, ηλικίες. Μόνο τον ενθουσιασμό και το δάκρυ που μας γεννάει αυτό που συναντάμε, κρατάμε».

Είναι πιο μορφωμένη η νέα γενιά;

«Και τότε και τώρα και πάντα θα υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο μορφωμένα ή αμόρφωτα παιδιά. Απλώς σήμερα έχουν μεγαλύτερη επαφή με πολλά διαφορετικά πράγματα λόγω Ιντερνετ. Ταυτόχρονα όμως τους λείπει η χαρά του κάματου για να αποκτήσουν μια γνώση. Εμείς που είμαστε οι τελευταίοι αναλογικοί, ζήσαμε αυτόν τον κάματο, την έρευνα, το ψάξιμο, την κούραση αλλά και την απίστευτη ηδονή όταν το έβρισκες. Αυτό δημιουργεί μια τελείως διαφορετική ηθική απέναντι στη γνώση και στο πώς την αντιμετωπίζουμε πια. Αρα αφού τα βρίσκουμε εύκολα, εύκολα μπορούμε και να τα πετάξουμε».

Ενας μουσικός στη σκηνοθεσία. Συνειδητό το πέρασμα;

«Δεν έκανα κάποιο πέρασμα, γιατί πάντα έγραφα μουσική για το θέατρο, πάντα η μουσική μου ήταν θεατρική, πάντα σκεφτόμουν, σκέφτομαι τη δραματουργία στη μουσική. Οταν έκανα διεύθυνση ορχήστρας μιλούσα στους μουσικούς για την ιστορία που λένε οι νότες. Ασχολήθηκα με το μουσικό θέατρο, έχουμε πάντα την ομάδα μας, την ΟΠΕRΑ. Κι ίσως να είμαστε η μακροβιότερη εν ενεργεία ομάδα μαζί με αυτή της Αντζελας Μπρούσκου. Σταματήσαμε μόνο όταν ήμουν αναπληρωτής στο Εθνικό με τον Στάθη Λιβαθινό».

Θέσατε για δεύτερη φορά υποψηφιότητα για καλλιτεχνικός διευθυντής στο Εθνικό. Απογοητευτήκατε;

«Οταν μπαίνεις σε έναν διαγωνισμό, δεν μπαίνεις για να χάσεις, μπαίνεις για να κερδίσεις. Αλλά δεν σκόπευα να βάλω δεύτερη φορά. Ο λόγος που το έκανα ήταν η υπόσχεση που είχα δώσει στον Δημήτρη Ημελλο. Με τον Δημήτρη ήμασταν συμμαθητές και κολλητοί απ’ το σχολείο. Τα έχουμε κάνει όλα μαζί. Δεν υπάρχει, νομίζω, καμία ανάμνηση στη ζωή μου χωρίς τον Δημήτρη. Η πρώτη μας θεατρική παράσταση ήταν στην Α’ Γυμνασίου. Απίστευτο ταλέντο ο Δημήτρης, από μικρός. Προφανώς δεν το άφησε εκεί, μελέτησε, πήγε στη Ρωσία, δούλεψε. Συναντιόμασταν και με τη διδασκαλία. Πέρυσι προλάβαμε και κάναμε κάτι πολύ συγκινητικό: Ο καθένας στη σχολή του έκανε τις «Τρεις αδελφές» και κανονίσαμε να έρθουν τα δικά μου παιδιά να παρακολουθήσουν τη δική τους παράσταση και το αντίστροφο. Μετά, από κοινού, οι δυο μας μαζί με τις τάξεις μας, κάναμε μια μεγάλη συζήτηση. Σπάνιο να συμβεί αυτό με δύο δραματικές. Και για να επιστρέψω στο Εθνικό, γιατί από εκεί ξεκινήσαμε…».

Πώς βλέπετε τη νέα καλλιτεχνική διεύθυνση;

«Ξέρω και την Αργυρώ (σ.σ.: Χιώτη) και την Ιώ (σ.σ.: Βουλγαράκη), είναι πολύ καλά παιδιά. Το μόνο που με προβληματίζει είναι αν πρέπει να περνάμε από κάποια στάδια μέχρι να διοικήσουμε. Μακάρι να πετύχουν. Το Εθνικό νομίζουμε ότι είναι μόνο παραστάσεις, αλλά είναι ένας μεγάλος οργανισμός με πολλή δουλειά από κάτω. Εχει πολύ κόσμο, εξαιρετικούς συνεργάτες με τεράστια πείρα. Είπα στα κορίτσια να εμπιστευτούν το προσωπικό γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν αξιοποιηθεί όσο θα μπορούσαν».

Πιστεύετε πάντα στις ομάδες;

«Ναι, σε όλους τους οργανισμούς που έχω διευθύνει (ΔΗΠΕΘΕ, Εθνικό) προσπαθούσα πάντα να φτιάξω ομάδες. Η ομάδα είναι, κατά τη γνώμη μου, το μόνο που μπορεί αυτή τη στιγμή να παράξει μεγάλα πράγματα. Χρειάζεται πίστη και εμπιστοσύνη κι αυτό γίνεται μόνο όταν υπάρχει χρόνος ανάμεσα στους ανθρώπους».

Τι έπεται;

«Σκέφτομαι να ξαναφύγω στο εξωτερικό. Θέλω να δω τι γίνεται παραπέρα. Νιώθω ότι έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος. Εκανα πολλά. Απ’ τα 24 μου δεν έχω κάνει ποτέ τίποτε άλλο εκτός απ’ την τέχνη μου. Ζω απ’ την τέχνη μου κι αυτό είναι ευλογία και τύχη. Στα 28 μου εγώ ήμουν ήδη στα μπαλέτα της Στουτγάρδης. Γύρισα στην Ελλάδα τότε, με το Μέγαρο Μουσικής και τέσσερις παραγγελίες – αυτό ήταν διαβατήριο για μένα. Μετά ήρθε αυτή η πολύ ωραία συνάντηση με τον Λιβαθινό, μέσω του Ημελλου. Φτιάχτηκε η Πειραματική, η πρώτη μας ομαδική δουλειά, σαν οικογένεια, χάρη στον Κούρκουλο, που πίστεψε σε αυτό και μας έδειξε εμπιστοσύνη».

INFO

«Σιωπή» του Γρηγόρη Λιακόπουλου, Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν – Υπόγειο (Πεσμαζόγλου 5). Παραστάσεις: Τετάρτη 20.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.00, Κυριακή 18.00