«Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα κάτι θεμελιώδες μοιάζει να έχει αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο καπιταλισμός». Οταν το 1994 ο σπουδαίος ιταλός κοινωνιολόγος και οικονομολόγος Τζοβάνι Αρίγκι (1937-2009) έγραφε την εναρκτήρια πρόταση του μείζονος έργου του Ο μακρύς εικοστός αιώνας (εκδ. Εστία) εντοπίζοντας ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, η αίσθηση της κοινής γνώμης ήταν ότι η κρίση όχι μόνο είχε έρθει αλλά και είχε παρέλθει ήδη από τη δεκαετία του ’80. Ενώ ο νεοφιλελευθερισμός έμοιαζε να αναζωογονεί τις δυτικές οικονομίες αποδομώντας το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος, οι ανατροπές στον χώρο της εργασίας, η απελευθέρωση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, ο μετασχηματισμός του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν μεταβολές εξελισσόμενες σε πραγματικό χρόνο που δεν είχαν ακόμη προβάλει με σαφήνεια στον ορίζοντα της καθημερινότητας.

Καθηγητής τότε στο Πανεπιστήμιο του Μπίνγκχαμτον στη Νέα Υόρκη και λίγο αργότερα στο Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, ο Αρίγκι είχε διαμορφώσει μια μακράς πνοής ανάγνωση του καπιταλισμού. Ανάλογη με αυτήν του αμερικανού κοινωνιολόγου Ιμάνουελ Γουόλερσταϊν που αναλύει το κεφάλαιο ως «κοσμοσύστημα», παράλληλη με εκείνη του βρετανού κοινωνιολόγου Μάικλ Μαν που μελετά τις «πηγές της κοινωνικής εξουσίας», η δική του πρόταση αντιλαμβάνεται τον καπιταλισμό ως ενιαία ιστορική διαδικασία. Κομβική στην προσέγγισή του είναι η ροή του χρήματος, η συσσώρευσή του και η διαπλοκή του με την εξουσία, μια γραμμή σκέψης που δίνει έμφαση στη συνέχεια και υποβιβάζει τη σημασία της έννοιας των επαναστάσεων (εμπορικής, επιστημονικής, βιομηχανικής, ψηφιακής) ως ρήξεων.

Καπιταλιστικό κοσμοσύστημα

O Τζοβάνι Αρίγκι σκιαγραφεί δύο αλληλοδιαπλεκόμενες διαδικασίες της νεωτερικότητας: του σχηματισμού του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και της δημιουργίας εκείνου των εθνικών κρατών. Αντλώντας από τον γάλλο ιστορικό Φερνάν Μπροντέλ ερμηνεύει την εποχή του κεφαλαίου στη μακρά διάρκειά της, από τον εμπορικό καπιταλισμό του 16ου αιώνα ως σήμερα. Κάθε ξεχωριστό τμήμα της περιόδου αυτής διακρίνεται από ένα επεισόδιο χρηματοπιστωτικής επέκτασης όπου καταστρέφονται οι δομές του προηγούμενου καθεστώτος και συγκροτούνται εκείνες ενός νέου.

Τέσσερις «μακροί αιώνες» χαρακτηρίζουν την άνοδο και την πλήρη επικράτηση του «καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος»: οι «συστημικοί κύκλοι συσσώρευσης» υποδηλώνουν ότι η κρίση και ο μετασχηματισμός της εποχής μας δεν είναι πρωτόγνωρη ιστορική διαδικασία. Δεν πρόκειται για καμπή αλλά για καμπύλη, τη διακύμανση μιας ανασύνταξης και μιας «ασυνεχούς αλλαγής» με αντίστοιχες προγόνους στο παρελθόν: «άπαξ και απλώσουμε τον χωροχρονικό ορίζοντα των παρατηρήσεων και των θεωρητικών μας υποθέσεων με αυτόν τον τρόπο, τάσεις που έμοιαζαν καινούργιες και απρόβλεπτες αρχίζουν και μοιάζουν οικείες».

Αφετηρία της ανάδυσης της κοσμοοικονομίας ήταν η Γένοβα, η οποία απέδειξε ότι «ακόμη και μικρές επικράτειες μπορούν να γίνουν τεράστια δοχεία εξουσίας επιδιώκοντας μονόπλευρα τη συσσώρευση πλούτου και όχι εδαφών και υπηκόων»: μεταξύ 1557 και 1627 οι «nobili vecchi» της πόλης υπήρξαν οι τραπεζίτες της αυτοκρατορικής Ισπανίας ασκώντας «μια εξουσία παρόμοια με εκείνη που άσκησε τον εικοστό αιώνα η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών της Βασιλείας». Τη διαδέχθηκαν οι Ηνωμένες Επαρχίες του 17ου αιώνα, υβριδικός οργανισμός με γνωρίσματα πόλης-κράτους και έθνους-κράτους. «Ενδιάμεσοι του Εμπορίου, Μεσίτες και Μεταπράτες της Ευρώπης», κατά τον Ντάνιελ Ντεφόου, οι Ολλανδοί μετέτρεψαν το Αμστερνταμ σε διαμετακομιστικό κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου και του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος αναδεικνύοντας τον θεσμό του χρηματιστηρίου και εισάγοντας την καινοτομία της μετοχικής εταιρείας.

Καπιταλιστική και εδαφική εξουσία ταυτόχρονα, «γραφείο συμψηφισμού της κοσμοοικονομίας» και «εργοστάσιο του κόσμου», βιομηχανική και ιμπεριαλιστική, η Μεγάλη Βρετανία πέτυχε να παρουσιάσει τον 18ο και τον 19ο αιώνα την ηγεμονία της ως «κινητήρια δύναμη μιας γενικής διεύρυνσης του πλούτου των εθνών». Η αμερικανική του «μακρού 20ού αιώνα» υπήρξε μια «αντιιμπεριαλιστική ηγεμονία» που παρά τις επεμβάσεις της σε Κορέα και Βιετνάμ ενθάρρυνε το κύμα της αποαποικιοποίησης, βασίστηκε στις «οικονομίες ταχύτητας», το μαζικό εμπόριο, τις καθετοποιημένες επιχειρήσεις που εξελίχθηκαν σε πολυεθνικές, από κοινού με την ανάδυση του δολαρίου ως κυρίαρχου αποθεματικού νομίσματος και τον έλεγχο της παγκόσμιας ρευστότητας.

Κράτη, ιδιώτες, δίκτυα

Δεν πρέπει να συναγάγει κανείς από τα παραπάνω ότι ο Αρίγκι εξισώνει τα καθεστώτα συσσώρευσης με τις κρατικές μονάδες. Συμμερίζεται τον ισχυρισμό του Μπροντέλ ότι «ο καπιταλισμός θριαμβεύει μόνο όταν ταυτίζεται με το κράτος, όταν είναι το κράτος», προχωρεί όμως σε μια λεπτότερη διάκριση: «Οι επαναλαμβανόμενες επεκτάσεις και αναδιαρθρώσεις της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας έχουν συμβεί υπό την ηγεσία συγκεκριμένων κοινοτήτων και συνασπισμών κυβερνητικών και εταιρικών φορέων». Παραθέτει ποικίλα παραδείγματα του συνδυασμού, από τα οποία ας αναφερθούν δύο ενδεικτικά. Η Ολλανδική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών και η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών υπήρξαν πρωτοπόρες στην εξάπλωση των ολλανδικών και βρετανικών ιδιωτικών συμφερόντων στην Ινδονησία και την ινδική υποήπειρο, αντίστοιχα, ενώ την ίδια στιγμή έδρασαν ως «επιχειρηματικοί οργανισμοί εξουσιοδοτημένοι από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να ασκούν στον εξωευρωπαϊκό κόσμο λειτουργίες κρατικής συγκρότησης και διεξαγωγής πολέμου τόσο ως αυτοσκοπούς όσο και ως μέσα εμπορικής επέκτασης».

Νωρίτερα, υπερκρατικές ομάδες καπιταλιστών γνωστές ως «έθνη», εγκατεστημένες σε διάφορες πόλεις, ήλεγχαν συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας (υφάσματα για τους Αγγλους της Αμβέρσας, μεταλλικά προϊόντα για τους Μιλανέζους της Λιόν) αποβαίνοντας ρυθμιστές του εμπορικού και νομισματικού συστήματος της πρώιμης νεότερης Ευρώπης.

Η ποικιλία αυτή, ενδεικτική της ευελιξίας και του εκλεκτικισμού του καπιταλισμού, δεν διαφέρει θεμελιωδώς από τον σημερινό κόσμο. Εθνικά κράτη και οιονεί κράτη συμβιώνουν με πόλεις-κράτη και μη εδαφικές περιοχές οικονομικών ροών, έναν «μεταμοντέρνο υπερχώρο» που θυμίζει προνεωτερικές διευθετήσεις – τις εμπορικές εκθέσεις της Γένοβας, για παράδειγμα, τις οποίες ήλεγχαν τραπεζίτες και μετακινούσαν κατά το δοκούν, κάνοντας το 1581 έναν φλωρεντινό σχολιαστή να τις χαρακτηρίσει σαρκαστικά «ουτοπίες». Η διαφορά, κατά τον Αρίγκι, είναι ότι ενώ στο παρελθόν τα εδαφικά «δίκτυα εξουσίας» επικρατούσαν των μη εδαφικών «δικτύων συσσώρευσης», σήμερα είναι «πλήρως εμπεδωμένα και υπαγόμενα» σε αυτά. Ο «χώρος – ροών» των επιχειρηματικών οργανισμών αντικαθιστά πλέον τον «χώρο – τόπο» των κυβερνήσεων.

Η άνοδος της Ασίας

Αν και η ορολογία των κύκλων συσσώρευσης παραπέμπει ευθέως σε διαδοχή (εξού και η επίκριση από τους Μάικλ Χαρντ και Αντονι Νέγκρι ότι το μοντέλο αποκλείει την εναλλακτική μιας μη καπιταλιστικής κοινωνίας), ο ιταλός κοινωνιολόγος θεωρεί τις κανονικότητες αυτές φαινομενικές μόνο. Από τη βάση αυτή εκκινεί και η πραγμάτευση της χρηματοπιστωτικής επέκτασης του 21ου αιώνα, η οποία παρουσιάζει ανωμαλίες, ιδίως ως προς τη διακλάδωση οικονομικής και στρατιωτικής εξουσίας, που περιπλέκουν την έκβασή της. Για τον Αρίγκι η κρίση του αμερικανικού καθεστώτος συσσώρευσης υφίσταται από τη δεκαετία του 1970 και τεκμηριώνεται στρατιωτικά, ιδεολογικά και οικονομικά: ήττα στον πόλεμο του Βιετνάμ, σταδιακή υποχώρηση του κύρους και της διεθνούς επιρροής των ΗΠΑ, ευδιάκριτη στροφή στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Σε αυτό το φόντο η νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο ήταν μια αναλαμπή, αντίστοιχη της βρετανικής αποικιοκρατικής ισχύος της δεκαετίας του 1920. Ο επόμενος αναδυόμενος κύκλος εντοπίζεται «στο καπιταλιστικό αρχιπέλαγος της Ανατολικής Ασίας» και ακολουθώντας τη λογική της προοδευτικής δημιουργίας δομών υψηλότερης πολυπλοκότητας ως προς τη διακυβέρνηση προοιωνίζεται κάποια εκδοχή «κοσμοκράτους». Εδώ η ανάλυση της πρώτης έκδοσης του 1994 εγγίζει πράγματι τα όριά της, καθώς στο τότε κλίμα η πρωτοκαθεδρία αποδιδόταν στην Ιαπωνία με τις τέσσερις λεγόμενες «τίγρεις» (Νότια Κορέα, Ταϊβάν, Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ) να έπονται. Διορθώνοντας την εικόνα στο υστερόγραφο της έκδοσης του 2009 με την υποκατάσταση της Ιαπωνίας από την Κίνα προκύπτει ένα πιο ταιριαστό στο γενικό πλαίσιο σχήμα με τρία ενδεχόμενα: τη δημιουργία μιας δυτικής παγκόσμιας αυτοκρατορίας· μια κοινωνία «παγκόσμιας αγοράς» με επίκεντρο την Ανατολική Ασία· ένα ατέρμονο συστημικό χάος. Η δεύτερη λογιζόταν πιο πιθανή τη στιγμή της συγγραφής, ωστόσο ο Αρίγκι έθετε την προϋπόθεση της διαμόρφωσης ενός «ριζικά διαφορετικού μοντέλου ανάπτυξης που θα είναι, μεταξύ άλλων, κοινωνικά και οικολογικά βιώσιμο και θα παρέχει στον παγκόσμιο Νότο μια πιο ισότιμη εναλλακτική σε σχέση με τη συνεχιζόμενη Δυτική κυριαρχία».

Δεκαέξι χρόνια μετά την εκτίμηση αυτή δεν διαβλέπει κανείς παρόμοια αισιόδοξη προοπτική στο κινεζικό σχέδιο, πόσω μάλλον τη διάθεση συγκρότησης μιας τάξης πραγμάτων «με αμοιβαίο σεβασμό των πολιτισμών». Η διάγνωση του Τζοβάνι Αρίγκι είναι οπωσδήποτε πιο εύστοχη ως προς την άρνηση της αμερικανικής ηγεμονίας να προσαρμοστεί στις μεταβολές που έχουν επέλθει. Ο απροκάλυπτος εμπορικός πόλεμος που εξαπέλυσε εναντίον της Κίνας ο Ντόναλντ Τραμπ παραπέμπει τον αναγνώστη στα συγκρουσιακά επεισόδια διακρατικού ανταγωνισμού που συνοδεύουν τις τερματικές κρίσεις των καθεστώτων συσσώρευσης. Αν ο Τριακονταετής Πόλεμος του 17ου αιώνα, οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι του 19ου και οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι του 20ού σημάδεψαν την τελική φάση των προηγούμενων καπιταλιστικών κύκλων συσσώρευσης, το εύλογο και κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο μια ολοκληρωτική σύρραξη θα σηματοδοτήσει και την κατάληξη του τωρινού ή αν αυτή τη φορά η Ιστορία θα στραφεί σε άλλη κοίτη.

Οι ρίζες του 21ου αιώνα

Πυκνό σε περιεχόμενο, εκλεπτυσμένο ως επιχειρηματολογία, το βιβλίο του Τζοβάνι Αρίγκι είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που συμπληρώθηκε με τα Chaos and Governance in the Modern World System (με την Μπέβερλι Σίλβερ, εκδ. University of Minnesota Press, 1999) και Adam Smith in Beijing (εκδ. Verso, 2008). Συνθετικό επίτευγμα που αντλεί από την ιστορία, τη φιλοσοφία, την πολιτική οικονομία, την οικονομική επιστήμη, ενσωματώνει στη ροή του πλήθος συμβολών μεγάλων στοχαστών: Ανταμ Σμιθ, Καρλ Μαρξ, Μαξ Βέμπερ, Αντόνιο Γκράμσι, Ανρί Πιρέν, Θόρσταϊν Βέμπλεν, Καρλ Πολάνυι, Γιόζεφ Σουμπέτερ, Ερικ Χόμπσμπαουμ, Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που επικαλείται. Εγχείρημα ευρύτατης εμβέλειας, φιλόδοξο, διορατικό σε πολλά σημεία, υπέρ το δέον ίσως γενικευτικό σε άλλα, αποτελεί οπωσδήποτε πολύτιμη απόπειρα κατανόησης της γενεαλογίας του 21ου αιώνα.