Ο Λεονάρδο Παδούρα συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς της Κούβας και του ισπανόφωνου κόσμου. Στην Ελλάδα, όπως σε πολλές χώρες, το αναγνωστικό κοινό τον ακολουθεί σε κάθε του συγγραφική προσπάθεια. Εφέτος ο Παδούρα θα ξανασυναντηθεί με το ελληνικό κοινό, στο πλαίσιο του 17ου φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις). Η αφορμή για την επίσκεψη του συγγραφέα είναι η έκδοση στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη – και σε εξαιρετική μετάφραση, όπως πάντα, του Κώστα Αθανασίου – του πρώτου βιβλίου του με πρωταγωνιστή τον αστυνομικό Μάριο Κόντε, τον ήρωα που έδωσε φωνή στο συγγραφικό ταλέντο του Παδούρα.
Λίγο πριν από την έλευσή του στην Αθήνα, ο συγγραφέας μίλησε στο «Βήμα» για τον ήρωά του αλλά και για την Αβάνα, την αγαπημένη του πόλη, η οποία πρωταγωνιστεί στο πιο πρόσφατο, δοκιμιακό, βιβλίο του, με τίτλο Αβάνα. Περιπλανήσεις στον χώρο και στον χρόνο, το οποίο θα εκδοθεί επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη τους επόμενους μήνες.
Το «Τέλειο παρελθόν» είναι το πρώτο σας βιβλίο με πρωταγωνιστή τον αστυνομικό Μάριο Κόντε. Πώς δημιουργήσατε αυτόν τον χαρακτήρα; Πόσα προσωπικά χαρακτηριστικά σας έχει ο ήρωας;
«Εγραψα το Τέλειο παρελθόν το 1990 και το δημοσίευσα το 1991 σε έναν μικρό εκδοτικό οίκο στο Μεξικό. Εκείνη την εποχή ήθελα να γράψω ένα κουβανικό αστυνομικό μυθιστόρημα το οποίο να είναι πρωτίστως μυθιστόρημα. Αυτό σήμαινε να δώσω προσοχή στα λογοτεχνικά στοιχεία και ένα πολύ σημαντικό εξ αυτών είναι οι χαρακτήρες, και ακόμη περισσότερο οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Και υπό αυτή την προοπτική άρχισα να δημιουργώ τον χαρακτήρα ενός αστυνομικού ο οποίος να λειτουργεί ως τέτοιος αλλά ταυτόχρονα να μη μοιάζει με αστυνομικό.
Ο Κόντε είναι μια πιο σύνθετη προσωπικότητα, έχει έντονη σχέση με τη ζωή και διατηρεί μια αντιφατική σχέση με την πραγματικότητα. Επρεπε να είναι ευφυής, ευαίσθητος και σχετικά καλλιεργημένος, ώστε να μπορεί να αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του. Ηθελα επίσης να είναι ένας άνθρωπος της γενιάς μου, με λογοτεχνικές τάσεις και με ροπή στην ειρωνεία: αυτά τα στοιχεία θα με βοηθούσαν, όπως πίστευα, να εκπληρώσω τη αποστολή μου, να αποτυπώσω στα μυθιστορήματά μου την πραγματικότητα της Κούβας. Κάπως έτσι γεννήθηκε ο Κόντε, ο οποίος προφανώς μοιάζει λίγο με εμένα ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά – αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία νομίζω».

Τέλειο παρελθόν, Μετάφραση Κώστας Αθανασίου. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2025, σελ. 320, τιμή 18 ευρώ
Στο «Τέλειο Παρελθόν» ανακαλύπτουμε τον Κόντε και το βλέμμα του στην πραγματικότητα της Κούβας και του κόσμου. Είναι μια ματιά μελαγχολική και απαισιόδοξη, παρότι ο Κόντε είναι μόλις 34 ετών. Γιατί τόση απαισιοδοξία;
«Η απαισιοδοξία είναι ένα από τα προσωπικά μου χαρακτηριστικά που προσέδωσα στον ήρωα. Το έκανα διότι, αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο κόσμος μάς ωθεί να είμαστε απαισιόδοξοι. Με τα χρόνια το συναίσθημα αυτό οξύνθηκε, και στα επόμενα μυθιστορήματα έγινε ακόμη πιο έντονο, η πραγματικότητα το κατέστησε πιο έντονο. Δείτε την πραγματικότητα γύρω σας και πείτε μου αν δεν σας ωθεί να είστε απαισιόδοξη. Η πραγματικότητα της Κούβας που αποτυπώνω σε αυτά τα μυθιστορήματα είναι πολύ δύσκολη, είναι μια πολύ κρίσιμη περίοδος στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας, μια περίοδος όπου χάνονται ελπίδες, όνειρα, υποσχέσεις. Εχουμε εισέλθει σε μια σκοτεινή σήραγγα με έλλειψη προοπτικής, είναι μια κατάσταση που μας καθιστά πολύ πιο απαισιόδοξους σε σχέση με πριν από 30 χρόνια».
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται το 1989. Εκείνο το έτος ήταν πολύ σημαντικό για εσάς;
«Ηταν πολύ σημαντικό για όλο τον κόσμο, ήταν μια ιστορική στιγμή λόγω της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου και των γεγονότων που ακολούθησαν. Στην Κούβα ήταν η χρονιά που έγινε η δίκη ανώτερων στρατιωτικών, οι οποίοι καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν για προδοσία και εμπόριο ναρκωτικών – ήταν μια στιγμή που αισθανθήκαμε ότι αυτό που θεωρούσαμε ως «συμπαγές» σύστημα είχε ρωγμές.
Για μένα προσωπικά ήταν μια χρονιά «κρίσης ενηλικίωσης». Παραιτήθηκα από τη δουλειά μου ως δημοσιογράφου και μου δόθηκε η δυνατότητα να εργαστώ για ένα περιοδικό, γεγονός που μου άφηνε περισσότερο χρόνο για να γράφω. Και ήταν μια χρονιά ανακαλύψεων καθώς μπόρεσα να ταξιδέψω για πρώτη φορά στο Μεξικό και να επισκεφθώ το σπίτι όπου δολοφονήθηκε ο Τρότσκι. Εκεί συνέβη κάτι στον εγκέφαλό μου, το οποίο χρόνια αργότερα θα έπαιρνε σχήμα και μορφή με το μυθιστόρημά μου που έχει τίτλο Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά».
Πώς έχει αλλάξει ο Μάριο Κόντε με την πάροδο των χρόνων και από βιβλίο σε βιβλίο;
«Εχει αλλάξει όπως αλλάζουμε όλοι με το πέρασμα του χρόνου. Ηταν ένας νέος 35 ετών που έγινε ένας ηλικιωμένος εξηντάρης, λίγο δύστροπος, ο οποίος βλέπει να καταρρέουν όλα όσα πίστευε: ο κόσμος, όπως πιστεύαμε ότι θα γίνει, η πατρίδα, όπως μας είχαν υποσχεθεί ότι θα είναι. Είναι πιο απαισιόδοξος, πιο απογοητευμένος και προστατεύει τον εαυτό του από όλα αυτά, καταφεύγοντας στην ειρωνεία. Επιπλέον, έχει αρθρίτιδα και λιγότερα μαλλιά».
Στο βιβλίο δοκιμίων «La escritura de Leonardo Padura» («Η γραφή του Λεονάρδο Παδούρα»), το οποίο επιμελήθηκε το Instituto Cervantes, ο Σίρο Μπιάνκι Ρος, κουβανός δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας, αναφέρει ότι κάθε φορά πριν αρχίσετε τη συγγραφή ενός νέου μυθιστορήματος ξαναδιαβάζετε το βιβλίο «Conversacion en la cathedral» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εξάντας με τον τίτλο «Πότε πήραμε την κάτω βόλτα;») του περουβιανού νομπελίστα συγγραφέα Μάριο Βάργκας Λιόσα ο οποίος πέθανε πρόσφατα. Γιατί; Ποια είναι η σχέση σας με το έργο του Λιόσα;
«Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω γιατί συνδέομαι με ιδιαίτερο τρόπο με αυτό το βιβλίο: αφενός με εμπνέει, αφετέρου με προκαλεί και κυρίως μου δείχνει τι μπορεί να επιτύχει η καλή λογοτεχνία. Για μένα το έργο του Λιόσα υπήρξε πάντα πρότυπο δημιουργίας σε επίπεδο γλώσσας και επίσης πρότυπο δομής και άσκησης της καθοδήγησης του αναγνώστη, στοιχείο ουσιώδες στη λογοτεχνία. Ο Λιόσα είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους δασκάλους μου, ένα πρότυπο στέρεης λογοτεχνικής πρακτικής».
Το «Αβάνα. Περιπλανήσεις στον χώρο και στον χρόνο» είναι μια εξομολόγηση αγάπης στην πόλη σας, στις αναμνήσεις σας, στις γειτονιές της Αβάνας αλλά και στην ιδιοσυγκρασία της πόλης. Υπάρχουν όμως και πράγματα που σας λυπούν. Τι σας ελκύει και τι σας πληγώνει στην Αβάνα;
«Με ελκύει η ιστορία της πόλης μου, η στενή της σχέση με τη θάλασσα (λατρεύω τη θάλασσα), ο πολιτισμός της και ο ανοιχτός χαρακτήρας των ανθρώπων της. Ολα αυτά είναι πολύ σημαντικά. Χαίρομαι επίσης πολύ που ζω ακόμη στο σπίτι που γεννήθηκα, το οποίο συνδέεται με πολλές προσωπικές μνήμες και με υπαρξιακά, συναισθηματικά και δημιουργικά επιτεύγματα… Η Αβάνα μού προσφέρει πολλές ιστορίες – άλλοτε τις χρησιμοποιώ και άλλοτε όχι – για τα μυθιστορήματα μου, ιστορίες που με βοηθούν να καταλάβω την εποχή που ζούμε. Με πληγώνουν η εγκατάλειψη της πόλης, η βρωμιά, η αδιαφορία ή η ανικανότητα του κράτους να διατηρήσει την ομορφιά της. Με ενοχλεί η απανθρωπιά των κατοίκων της, οι οποίοι εν όψει αυτής της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας, εκδηλώνουν φρικτές συμπεριφορές».
Τι σας ώθησε να γράψετε το βιβλίο αυτό; Είναι καρπός νοσταλγίας ή μια άσκηση αντίστασης στη λήθη; Τι σας λείπει περισσότερο από την Αβάνα της παιδικής σας ηλικίας;
«Εγραψα το βιβλίο ωθούμενος από την προσωπική και λογοτεχνική μου σχέση με την πόλη για την οποία μιλώ και για την οποία σκέφτομαι εδώ και χρόνια. Ηθελα να δώσω έναν πλήρη ορισμό της Αβάνας. Το βιβλίο περιλαμβάνει κείμενα που έχουν γραφεί προ 40 ετών, αφηγήσεις για πρόσωπα και ιστορίες της πόλης, υπάρχουν επίσης αποσπάσματα των βιβλίων μου στα οποία αποτυπώνω τις σκέψεις μου για αυτές τις ιστορίες.
Αυτό που μου λείπει περισσότερο από την Αβάνα της παιδικής μου ηλικίας είναι η αρμονία που πιστεύω πως υπήρχε τότε: η οικογένεια, οι φίλοι που πλέον είναι διασκορπισμένοι, η δυνατότητα να έχεις τα πάντα κοντά, η ελευθερία με την οποία μεγάλωσα – και το πάθος μου για το μπέιζμπολ που έπαιζα συνέχεια».
Εχετε πει πως τα τελευταία 10 χρόνια το κουβανικό καθεστώς σάς έχει καταστήσει αόρατο. Γιατί;
«Επειδή στην Κούβα δεν εκδίδονται τα βιβλία μου, δεν γίνεται αναφορά για μένα στον Τύπο, δεν με προσκαλούν σχεδόν ποτέ σε καμία επίσημη εκδήλωση. Το κοινό δεν πληροφορείται για τα βραβεία και τις διακρίσεις που λαμβάνω, τα οποία νομίζω ότι είναι σημαντικά. Νομίζω ότι είμαι καταχωρισμένος σε μια λίστα ως «περιορισμένος», που σημαίνει ότι η διάδοση του έργου μου είναι περιορισμένη. Αλλά, όπως έχω πει πολλές φορές, αν αυτό είναι το τίμημα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας μου, το πληρώνω ευχαρίστως. Λυπάμαι μόνον που οι συμπατριώτες μου έχουν δύσκολα πρόσβαση στο έργο μου – αν έχουν».
Γιατί εξακολουθείτε να ζείτε στην Κούβα;
«Κατ’ αρχάς, επειδή είμαι Κουβανός και δεν μπορώ να είμαι κάτι άλλο. Και το φυσιολογικό είναι οι Κουβανοί να ζουν στην Κούβα. Επίσης, επειδή είμαι κουβανός συγγραφέας και θέλω να γράφω για την κουβανική πραγματικότητα που γνωρίζω, που βλέπω, που ζω. Και επειδή, όπως είπε η σπουδαία ποιήτρια Ντούλσε Μαρία Λοϊνάς: «εγώ ήρθα πρώτος…», και το βιβλίο μου για την Αβάνα το εξηγεί αυτό».
Η αδιαφορία των ισχυρών
Εχετε υποστηρίξει ότι «η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να κάνει τίποτα για την Κούβα, όπως δεν κάνει τίποτα για την Ουκρανία ή τη Γάζα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Η πολιτική είναι “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”». Το πιστεύετε ακόμα;
«Η διεθνής πολιτική αποδεικνύει ότι οι ισχυροί κάνουν ό,τι θέλουν και δεν τους νοιάζει τι λένε οι άλλοι. Ζούμε σε εποχή όπου απειλές, ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, γενοκτονίες, εξουσιαστικές ιδεολογίες, κάνουν την επανεμφάνισή τους. Ποιος νοιάζεται για τους Κουβανούς και τα δράματά τους; Κάθε χρόνο τα Ηνωμένα Εθνη καταδικάζουν το εμπάργκο των ΗΠΑ κατά της Κούβας και τίποτα δεν αλλάζει.
Αντιθέτως, η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Κούβα γίνεται πιο εχθρική, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Και η αλληλεγγύη ή η “συμπόνια»” των άλλων δεν λύνει τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, τα οποία μόνο με βαθιές αλλαγές σε όλους τους τομείς – οικονομία, πολιτική – μπορούν να λυθούν».