«Η αστική κοινωνία πληρώνει σήμερα τις συνέπειες του αχαλίνωτου ορθολογισμού της και την ανατροπή των Χριστιανικών αξιών την οποίαν μόνη της άρχισε και αποτελείωσε». Ο άνθρωπος που εκφέρει τα λόγια αυτά το 1931 θα προτείνει το 1932 και τη λύση του προβλήματος: την επιστροφή «στις χριστιανικές αξίες, όπως διαμορφώθηκαν την εποχή του Μεσαίωνος […] Αλλιώς θα τραβήξουμε εμπρός προς το γκρεμό».

Είναι δύσκολο για τον μέσο αναγνώστη που γνωρίζει το όνομα του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά (1904-1992), το συνδεδεμένο με την προάσπιση των αρχών του Διαφωτισμού, μέσα από μελέτες και άρθρα και την ίδρυση του Ομίλου Μελέτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (ΟΜΕΔ) εκπαιδεύοντας σειρά ερευνητών και ενθαρρύνοντας εκδόσεις και δημοσιεύσεις, να πιστέψει ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που στον Μεσοπόλεμο υποστήριζε την επιστροφή στη μεσαιωνική θεοκρατία.

Τα διαβάσματα, τις επιρροές, τις απόψεις αυτού του νεαρού Δημαρά ανιχνεύει λεπτομερώς στη συναγωγή μελετών Διαδρομές της σκέψης του Κ. Θ. Δημαρά (εκδ. Σοκόλη) ο Γιάννης Δημητρακάκης, αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Στα μεσοπολεμικά χρόνια λοιπόν βρίσκουμε έναν Δημαρά αντίθετο με την κοσμοθεωρία της νεωτερικότητας και την αστική τάξη, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για την παρακμή του πολιτισμού. Είναι επηρεασμένος, όπως σημειώνει ο Δημητρακάκης, «από ένα ισχυρό ρεύμα Γάλλων Καθολικών διανοουμένων, που απέρριπταν τον αστισμό εξίσου με τον κομμουνισμό και καταφέρονταν εναντίον του πολιτισμού των Νέων Χρόνων, υπεραμυνόμενοι των μεσαιωνικών χριστιανικών αξιών», με κορυφαία μορφή τον γάλλο φιλόσοφο και θεολόγο Ζακ Μαριτέν. Παράλληλα, τα ίδια χρόνια, δέχεται την επιρροή της σκέψης του ρώσου φιλοσόφου Νικολάι Μπερντιάγεφ, που εξέφραζε αντίστοιχες απόψεις στο βιβλίο του Ο Νέος Μεσαίωνας, αντικείμενο συζητήσεων στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» του Κωστή Μπαστιά, με το οποίο συνεργαζόταν ο Δημαράς.

Αυτή τη σύνδεση του νεαρού Δημαρά με τη γαλλική ρωμαιοκαθολική διανόηση επιδιώκει να αναδείξει ο Δημητρακάκης σε μια εξαντλητική ιχνηλασία στο εκτενέστερο μελέτημα του τόμου, παρουσιάζοντας ενδελεχώς τη σκέψη του Μαριτέν, αλλά και του κύκλου της φιλομοναρχικής, ακροδεξιάς Action Française και του Σαρλ Μοράς – που διαμόρφωσαν τη σκέψη των γάλλων Καθολικών διανοουμένων της εποχής –, τους οποίους ο Δημαράς είχε κατονομάσει ως επιρροές στα νεανικά του χρόνια.

Συμπλέοντας με ένα ιδεολογικό ρεύμα της εποχής, ο Δημαράς θα σταθεί επίσης απέναντι στον αρχαιοελληνικό κλασικισμό και στην αναβίωσή του στον αντιχριστιανικό κόσμο της Αναγέννησης και θα απορρίψει τόσο τον καπιταλισμό όσο και τον κομμουνισμό, ως εκφράσεις μιας κοινής υλιστικής κοσμοθεωρίας, συμφωνώντας και με τον καθολικό βέλγο συγγραφέα Ρεϊμόν ντε Μπεκέρ.

Ο χριστιανός Δημαράς

Ο μελετητής αναζητεί αυτόν τον πνευματικό, χριστιανό και «Καθολικό» Δημαρά στη συνάντηση απόψεων με τον επίσης επηρεασμένο από τη γαλλική Καθολική σκέψη Τάκη Παπατσώνη, στην αντιπαράθεσή του με τον Γιώργο Θεοτοκά που υπερασπίζεται την Ευρώπη της νεωτερικότητας, και στην αντίθεσή του προς τον θεολόγο Δημήτριο Σίμου Μπαλάνο που πρεσβεύει έναν «ηθικοπρακτικό» χριστιανισμό, σύμφωνα και με τα αιτήματα του Διαφωτισμού· ο χριστιανισμός του Δημαρά είναι αντινεωτερικός και αντιδιαφωτιστικός, τοποθετεί τη θεολογία στη θέση της ανθρωπολογίας και τη μεταφυσική αντί της ηθικής.

Aκολουθώντας διαφορετική διαδρομή από παλαιότερους (Λουκία Δρούλια, Φίλιππος Ηλιού, Πόπη Πολέμη) και νεότερους μελετητές (Νικόλας Σιγάλας, Μπαρτ Σούτχαρτ), που προσπάθησαν να σκιαγραφήσουν τις συνομιλίες και την πνευματική συγκρότηση του ώριμου Δημαρά, ο Δημητρακάκης επιχειρεί να στερεώσει με ποικίλους τρόπους την παρουσία ενός νεαρού αντινεωτεριστή, χριστιανού Δημαρά.

Η τεκμηρίωση αυτού του προσώπου του Δημαρά είναι τόσο σχολαστική που δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Υπήρξε πράγματι ένας νέος, εικοσάχρονος και τριαντάχρονος, χριστιανός – «χριστιανικότατος», όπως σημείωνε σε παλαιότερο σχετικό μελέτημά της (1994) η Μαριλίζα Μητσού Δημαράς. Για τους μελετητές του αυτό δεν αποτελεί άγνωστη πληροφορία ούτε ανεξερεύνητο έδαφος. Το είχε παραδεχτεί και ο ίδιος ο Δημαράς το 1988: «Μαζί με τον Μπαστιά πλεύριζα κι εγώ στον καθολικισμό».

Από τον ευσεβισμό στον αδιαφορισμό

Ωστόσο, θα λαθέψει ο αναγνώστης του τόμου που θα πιστέψει ότι ο Δημαράς αυτός επιβιώνει από το 1936 και μετά. «Ο Δημαράς πρέπει να είδε στην άνοδο του φασισμού και στον πόλεμο μια έμπρακτη αμφισβήτηση των ιδεών του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας, αμφισβήτηση που απονομιμοποιούσε το περιεχόμενο της αντινεωτερικής κριτικής που είχε και ο ίδιος ασκήσει» σημειώνει ο Δημητρακάκης. Δεν εξηγεί αναλυτικότερα πώς έγινε αυτή η μεταστροφή, παραπέμποντας σε σχετικά δημοσιεύματα του Φίλιππου Ηλιού, του Σπύρου Ασδραχά και της Ιωάννας Πετροπούλου. Η αλήθεια είναι πως δεν τη συνοδεύει κάποια συγκλονιστική ιστορία αποκάλυψης, όπως τη μεταστροφή του άπιστου Σαούλ στον απόστολο Παύλο.

Αλλωστε, ο Δημαράς πίστευε ότι η σκέψη δεν προχωρεί με ρήξεις αλλά με μακρές επικαλύψεις.

Στο προλογικό του σημείωμα στη συναγωγή μελετών του Ιστορικά φροντίσματα (1992), σχολιάζοντας το παλαιότερο μελέτημά του «Τα νεανικά χρόνια του Κοραή. Η «Aνθολογία» του» (1940), ο ίδιος εξηγεί: «Στη ζωή μου, φανερά, έχουν φθάσει οι μακρές ώρες των επικαλύψεων: τα στοιχεία του ευσεβισμού είναι αισθητά μέσα στη μελέτη μου, ενώ κυκλοφορούν στις σελίδες της τα ονόματα του Βολταίρου, του Ελβετίου, του Condorcet και άλλων λογίων, φιλοσόφων ή δημοσιολόγων, οι οποίοι, όλοι, εκφράζουν τις πνευματικές ροπές προς τις οποίες είχα αρχίσει τότε να προσπελάζω».

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 αρχίζει μια στροφή προς τον ορθολογισμό και την Ιστορία. Τα τεκμήρια του ευσεβισμού «δεν εξαφανίζονται από τα γραπτά μου», λέει ο ίδιος, απλώς «χάνεται, βαθμιαία, το προβάδισμά τους» καταλήγοντας σε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε όχι αθεΐα αλλά «αδιαφορισμό».

Για τη δημοκρατία και τον άνθρωπο

Ισως στο σημείο αυτό βρίσκεται η αξία τής ανά χείρας ανατομίας της σκέψης του νεαρού Δημαρά, στην παρουσίαση δηλαδή ενός παραδείγματος τέτοιων επικαλύψεων. Εξετάζοντας μικροσκοπικά την προπολεμική διανοητική συγκρότηση του Δημαρά αναδεικνύει αυτές τις μακρές διαδικασίες ή, όπως έγραφε ο ίδιος ο Κ. Θ. στη μελέτη του για τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο (1986): «… Δεν υπάρχουν νύκτες του Πασκάλ, νύκτες του Jouffroy, δηλαδή εξαφνικές μεταπτώσεις, σε θέματα ιδεών και πίστεων η εμπειρία μου με κατευθύνει προς εντελώς βραδείες μεταβολές, και θα έλεγα, στατιστικής υφής: επί χρόνια δύο ιδεολογίες επικαλύπτονται, ώσπου η καινούρια να αναλάβει την πρωτεύουσα θέση».

Παράλληλα, ο αναγνώστης παρατηρεί πώς λειτούργησε στην πράξη στον δικό του βίο η αρχή που πρέσβευε και δίδαξε ο ώριμος διανοητής Δημαράς: η πολύπλευρη εξέταση των ιστορικών φαινομένων, και των προσώπων της Ιστορίας, η κατά το δυνατόν «αντικειμενική», χωρίς δογματισμούς και αποκλεισμούς.

Τι μπορούμε να κρατήσουμε ως σταθερά στοιχεία, ως στοιχεία συνέχειας ανάμεσα στο νεανικό και στο μεταγενέστερο έργο του συγγραφέα; Πρώτον, ότι ακόμη κι όταν ασκεί κριτική στη νεωτερικότητα δεν αμφισβητεί την πολιτική της νεωτερικότητας και την αστική δημοκρατία. Και δεύτερον, τη μετακίνηση από την κριτική, υποκειμενική προσέγγιση ενός έργου στον φωτισμό των συνθηκών που το δημιούργησαν και της ανθρώπινης υπόστασης του δημιουργού· με άλλα λόγια, την αναζήτηση του ανθρώπου, μια ερευνητική προσταγή που συγκλίνει από το 1937 και για όλη τη διαδρομή τού ώριμου Δημαρά με τις συναφείς αντιλήψεις του γάλλου κριτικού Σεντ Μπεβ.