Αυτές τις μέρες η Κλαούδια Πινιέιρο βρίσκεται στην Ισπανία και στο πλαίσιο της Εκθεσης Βιβλίου της Μαδρίτης προωθεί το νέο της μυθιστόρημα La muerte ajena (2025). Μέσα από την ιστορία δύο ετεροθαλών αδελφών που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους βρίσκει την ευκαιρία να ασχοληθεί τόσο με «τη VIP πορνεία και την ιδιαίτερη σχέση της με τον 21ο αιώνα» όσο και με «τις υπηρεσίες πληροφοριών».
Η διεθνώς καταξιωμένη συγγραφέας από την Αργεντινή, γεννημένη στο Μπουρσάκο το 1960, η τρίτη πιο μεταφρασμένη στον υπόλοιπο κόσμο μετά τον Μπόρχες και τον Κορτάσαρ, ετοιμάζεται να επισκεφτεί για πρώτη φορά την Ελλάδα, έχοντας προγραμματισμένες εκδηλώσεις στο 17o Ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία Εν Αθήναις) και αμέσως μετά στην Κρήτη, στο 4ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων. «Είμαι πολύ ενθουσιασμένη με το συγκεκριμένο ταξίδι. Ασφαλώς, το φαντασιακό για αυτόν τον τόπο είναι τεράστιο. Στο σχολείο, θυμάμαι, περάσαμε πολλούς μήνες μελετώντας την αρχαία Ελλάδα.
Οταν τελείωσα με τα οικονομικά, σπούδασα δραματουργία, οπότε βυθίστηκα για χρόνια στο αρχαίο ελληνικό θέατρο και στη ξεχωριστή σημασία του Χορού. Ετσι, παρ’ όλο που δεν ξέρω καθόλου τη σύγχρονη χώρα, προσπαθώ να προσεγγίσω το αναμφίβολο μυστήριό της μέσω της μεταφρασμένης λογοτεχνίας», εσχάτως μέσα από βιβλία του Θοδωρή Καλλιφατίδη ή του Πέτρου Μάρκαρη, όπως εξήγησε η Πινιέιρο.
Κλαούδια Πινιέιρο, Μπέτι Μπου
Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Carnivora, 2024, σελ. 344, τιμή 18 ευρώ
Από τις εκδόσεις Carnívora πάντοτε, μετά τα μυθιστορήματά της Η Ελένα ξέρει (φιναλίστ για το Διεθνές Βραβείο Booker 2022), Δική σου για πάντα και Καθεδρικοί, το πιο πρόσφατο έργο της στα ελληνικά είναι το Μπέτι Μπου, όπου η κεντρική της ηρωίδα, η Νούριτ Ισκαρ (που μοιάζει με το διάσημο θηλυκό καρτούν, τη σέξι και παράτολμη Betty Boop, από την οποία προέρχεται και ο τίτλος του βιβλίου), εμπλέκεται στην εξιχνίαση της δολοφονίας ενός εύπορου επιχειρηματία σε ένα από τα πολυτελέστερα και καλύτερα φυλασσόμενα ιδιωτικά προάστια του Μπουένος Αϊρες.
Βεβαίως η Νούριτ, άλλοτε επιτυχημένη συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, γνωστή και ως «μαύρη κυρία της αργεντίνικης λογοτεχνίας», αντιμετωπίζει εδώ και καιρό μια πολύπλευρη κρίση. Αραγε μοιράζεται κάτι μαζί της η Πινιέιρο;
«Η πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα-συγγραφέας που έχει λίγο-πολύ την ίδια ηλικία με εμένα όταν το έγραψα, με παιδιά στην ίδια ηλικία με τα δικά μου και σχετικά πρόσφατα χωρισμένη όπως εγώ. Η σύνδεση μπορεί να φαίνεται άμεση. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι χαρακτήρες σε διάφορα μυθιστορήματα που μου μοιάζουν πολύ περισσότερο από τη Νούριτ, αν και προφανώς έχει και δικά μου στοιχεία. Δανείζω λίγο από τον εαυτό μου, και από άλλους ανθρώπους, σε όλους τους χαρακτήρες μου. Δύσκολα προσδιορίζω πόσο από εμένα υπάρχει στον καθένα, αλλά υπάρχει κάτι από εμένα ακόμα και σε αυτούς που συμπαθώ ελάχιστα» εξήγησε η πολυβραβευμένη πεζογράφος.
Κυρία Πινιέιρο, έχω την αίσθηση ότι «το κακό» ή «το έγκλημα» στα δικά σας βιβλία μοιάζει σαν να εμφανίζεται στη φόδρα ενός καθημερινού ρούχου που φοράμε συχνά. Τι δείχνει το «μη κανονικό» που μπορεί να προκύψει από τους λεγόμενους «κανονικούς» ανθρώπους;
«Ποτέ δεν με ενδιέφερε να γράψω για κατά συρροή δολοφόνους ή εγκληματίες με συγκεκριμένες παθολογίες. Ενδιαφέρομαι για τον συνηθισμένο άνδρα ή γυναίκα, που μπορεί να είναι γείτονας, συνάδελφος ή ακόμα και ο ίδιος μας ο εαυτός: κάποιος που φαίνεται φυσιολογικός, κι όμως μια μέρα ανακαλύπτουμε ότι έχει διαπράξει ένα έγκλημα. Τότε λέμε, πώς γίνεται αυτό, ήταν τόσο ευγενικοί, μου έλεγαν καλημέρα, χαμογελούσαν πάντα. Αλλά κάποια στιγμή η αλυσίδα που τους κρατάει σε αυτή την πλευρά της κοινωνίας, την υποτιθέμενα κανονική και λογική πλευρά, σπάει και περνούν στην άλλη πλευρά. Ενδιαφέρομαι για αυτούς τους χαρακτήρες επειδή νομίζω ότι είναι πιο ανησυχητικοί, καθώς μας αναγκάζουν να αναρωτηθούμε αν το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να συμβεί και σε εμάς. Μου φαίνεται ότι προτού συμβεί το γεγονός που τους μετατρέπει σε εγκληματίες δεν υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες που μπορούν να αποκαλύψουν τη δυνάμει ανωμαλία. Ωστόσο, καλό είναι οι συγγραφείς να βρίσκουν μια λεπτομέρεια που περνάει απαρατήρητη από τον αναγνώστη και που μπορεί αργότερα να ερμηνευτεί ως κάτι αδιόρατο σχεδόν, το οποίο όμως προμηνύει τι θα ακολουθήσει».
Εσάς σας χαρακτηρίζουν και «βασίλισσα του αργεντίνικου νουάρ». Πόσο κολακευτικό, αλήθεια, το βρίσκετε αυτό;
«Δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω τον εαυτό μου ως συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, αν και δεν με πειράζει όταν οι άλλοι το κάνουν. Με εξαίρεση το Μπέτι Μπου, νομίζω ότι τα μυθιστορήματά μου έχουν στοιχεία που μπορούν να θεωρηθούν αστυνομική λογοτεχνία, αλλά δεν αποτελούν ποτέ το κύριο θέμα. Είναι πολυεπίπεδα βιβλία και κάθε αναγνώστης ακουμπάει εκείνο το επίπεδο που τον ενδιαφέρει περισσότερο. Πιστεύω λοιπόν ότι ένας αναγνώστης που αναζητεί ένα κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο πρέπει να απαντήσει στο τυπικό ερώτημα του είδους, «Ποιος τον σκότωσε και γιατί;», μπορεί να νιώσει απογοητευμένος. Τα βιβλία μου ξεφεύγουν από αυτό το ερώτημα, το ανατρέπουν και πηγαίνουν προς άλλες κατευθύνσεις. Και αφιερώνω πολύ χρόνο στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, κάτι που μου αρέσει πολύ στη δουλειά μου και το οποίο μερικές φορές γίνεται με αδρές πινελιές στα κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της πορείας προς την αποκάλυψη του μυστηρίου».
Αρα η σύνδεσή σας με το νουάρ αποκλειστικά δεν είναι κάπως περιοριστική;
«Νομίζω ότι, ναι, ίσως είναι λίγο περιοριστική, όπως λέτε, αλλά δεν τη βρίσκω υποτιμητική επειδή, από την άλλη πλευρά, στη χώρα μου το αστυνομικό είδος έχει μακρά παράδοση. Ο Μπόρχες ήταν θαυμαστής και μελετητής του είδους και μαζί με τον Μπιόι Κασάρες είχαν έναν εκδοτικό, τον Séptimo Círculo, ο οποίος έφερνε τα καλύτερα της αγγλικής αστυνομικής λογοτεχνίας και του βορειοαμερικανικού νουάρ στην Αργεντινή. Ο Πίλια, άλλος σπουδαίος αργεντινός συγγραφέας, υπήρξε επίσης μελετητής του είδους και έχει γράψει μερικά πολύ ιδιαίτερα αστυνομικά μυθιστορήματα. Οταν οι μεγάλοι λογοτεχνικοί δάσκαλοι μιας χώρας υποστηρίζουν τις αξίες ενός είδους, αυτό δίνει σε εμάς τους υπόλοιπους την άδεια να γράψουμε χωρίς προκαταλήψεις. Και στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι αργεντινοί συγγραφείς έχουμε ένα μυθιστόρημα που, με ή χωρίς προσπάθεια, μπορεί να θεωρηθεί αστυνομικό».
Δηλαδή, θα λέγατε, αν το καταλαβαίνω καλά, κάθε κοινωνία και τα εγκλήματά της;
«Κοιτάξτε, είναι δύσκολο να περιγράψεις ένα έγκλημα χωρίς να περιγράψεις την κοινωνία μέσα στην οποία διαπράττεται. Δεν παράγουν όλες οι κοινωνίες τα ίδια είδη εγκλημάτων. Αν μια μέρα ξυπνήσω και ακούσω στις ειδήσεις ότι ένας άνδρας βγήκε από ένα παράθυρο και σκότωσε ανθρώπους στο πάρκινγκ ενός σουπερμάρκετ, θα σκεφτώ πριν ακούσω πού συνέβη ότι ήταν μια πόλη στις ΗΠΑ, επειδή σε αυτή τη χώρα γίνονται τέτοιου είδους εγκλήματα, ενώ στη δική μου είναι πολύ σπάνια. Αλλά στη χώρα μου υπήρχαν 30.000 αγνοούμενοι και εκατοντάδες παιδιά που είχαν απαχθεί, και αν κάποιος στις ΗΠΑ ακούσει στις ειδήσεις και ανακαλύψει ότι ένα από αυτά τα παιδιά (τώρα ενήλικοι) έχει ανακτήσει την ταυτότητά του, θα καταλάβει ότι μιλάει για την Αργεντινή. Νομίζω ότι σήμερα, όπως και πάντα, τα αστυνομικά μυθιστορήματα απεικονίζουν την κοινωνία. Μερικές φορές απλώς δεν το συνειδητοποιούμε επειδή ίσως δεν ξέρουμε τι συνέβαινε σε κάποια χώρα σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή».
Η γυναικεία γραφή, εν γένει, αποτυπώνει τα πράγματα (ακόμα και τα εγκλήματα) με μια διαφορετική ευαισθησία;
«Εχω την αίσθηση ότι οι γυναίκες εστιάζουμε ή βάζουμε τον μεγεθυντικό φακό σε διαφορετικά σημεία. Και δεν φοβόμαστε να απεικονίσουμε την καθημερινή ζωή, τον χρόνο και τον τόπο όπου συμβαίνουν τα περισσότερα εγκλήματα κατά των γυναικών. Στους «Καθεδρικούς» περιγράφω έναν διαμελισμό και πολλοί σίγουρα θα σκεφτούν με προκατάληψη ότι δεν είναι μια πολύ γυναικεία αφήγηση. Αλλά το μυθιστόρημα μιλάει για την άμβλωση και την πίεση της θρησκείας πάνω στις γυναίκες. Και για εμένα ήταν απαραίτητο να δώσω λεπτομέρειες για αυτή την περίσταση και μάλιστα να κάνω τον αναγνώστη να νιώσει άβολα, επειδή όλοι μας, ως κοινωνία, έχουμε κάποιoν βαθμό ευθύνης για ό,τι συνέβη στην πρωταγωνίστρια του βιβλίου».
Πώς θα περιγράφατε την τρέχουσα πραγματικότητα στην Αργεντινή;
«Οσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ+ ομάδων, η κατάσταση είναι τρομακτική. Οχι μόνο επειδή οι πολιτικές και τα προγράμματα που προστάτευαν τα δικαιώματά μας έχουν σταματήσει να χρηματοδοτούνται πλέον, αλλά και επειδή η κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου μας (σ.σ.: Χαβιέρ Μιλέι), εξαπολύει εναντίον μας περιφρόνηση και απειλές. Μάλλον έχετε δει τα λυπηρά σχόλια του προέδρου μας στον Τύπο στο Νταβός. Κάνει επίσης καθημερινά υποτιμητικά σχόλια εναντίον δημοσιογράφων, καλλιτεχνών, ακόμα και εναντίον παιδιών στο φάσμα του αυτισμού την εβδομάδα που πέρασε».
Ακούγεται πολύ δύσκολο.
«Είναι πολύ δύσκολο να ζεις μέρα με τη μέρα στη χώρα μου αν νοιάζεσαι έστω και στο ελάχιστο για το τι συμβαίνει στους άλλους. Κάποιοι είναι ικανοποιημένοι, ακόμα και ενθουσιώδεις, που ο πληθωρισμός έχει μειωθεί, το δολάριο έχει σταθεροποιηθεί και το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει τεθεί υπό έλεγχο. Αυτό είναι καλό, φυσικά. Αλλά το τίμημα που πληρώνουμε είναι, μεταξύ άλλων, ότι οι συνταξιούχοι στη χώρα μου βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, ανίκανοι να αγοράσουν τα φάρμακα και τα τρόφιμα που χρειάζονται χωρίς τη βοήθεια των παιδιών τους, και όταν βγαίνουν να διαδηλώσουν, όπως κάνουν κάθε Τετάρτη, καταστέλλονται με δακρυγόνα και αστυνομική βία. Η δημόσια εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη επίσης περικόπτονται για να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες, οι οποίες εν τω μεταξύ αυξάνονται σε τομείς για τους οποίους δεν είμαστε σωστά ενημερωμένοι. Για να μην αναφερθούμε στους προϋπολογισμούς που αφορούν τον πολιτισμό. Αυτό που συμβαίνει στην Αργεντινή επαναλαμβάνεται σε διάφορα μέρη του κόσμου αυτή τη στιγμή, με την άνοδο της Ακροδεξιάς σε χώρες που φαίνονταν ασφαλείς. Αλλά η Αργεντινή φαίνεται να αποτέλεσε το εργαστήριο όπου δοκιμάζονται όλα αυτά τα μέτρα, με εμάς να είμαστε τα πειραματόζωα».
«Η ελπίδα μου είναι ότι οι κύκλοι αλλάζουν»
Τι σας αποθαρρύνει περισσότερο και τι σας δίνει ελπίδα σήμερα, κυρία Πινιέιρο;
«Το ακροδεξιό κύμα που συγκλονίζει τον κόσμο με αποθαρρύνει. Αλλά πάνω απ’ όλα, ότι αυτό το κύμα καταφέρνει να διασπάσει τους κοινωνικούς δεσμούς. Το ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να ανησυχούν για τη δική τους ατομική σωτηρία χωρίς να νοιάζονται για τους άλλους μου φαίνεται το χειρότερο επίτευγμα αυτών των πολιτικών. Η ελπίδα μου είναι ότι οι κύκλοι πάντα αλλάζουν και όταν όλο αυτό βαθύνει και δείξει το χειρότερο πρόσωπό του, θα έρθουν άλλες εποχές. Οπως συνέβαινε πάντα στην ιστορία. Ελπίζω να το προλάβω».