Μια πυκνή θλίψη συντροφεύει τον κεντρικό ήρωα ετούτης της παράξενης ιστορίας. Ο ίδιος, ένας λιγομίλητος άνθρωπος, προσπαθεί να βυθιστεί όλο και περισσότερο στον εαυτό του. «Εκεί κρυβόμουν, ήθελα μονάχα να επιβραδύνω και να ξεγλιστρήσω από την ασυλλόγιστη ζωή που μου είχαν φορτώσει», γράφει κάποια στιγμή ο Κιγκινάτος, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό» (1935-36) του Ρώσου Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, ενός μεγάλου (διαπολιτισμικού) στυλίστα του 20ού αιώνα.
Τι σημαίνει όμως να κρύβεται κανείς στον εαυτό του και, επίσης, πώς μπορεί (αν μπορεί όντως) να το κατορθώσει αυτό; Το συγκεκριμένο βιβλίο, επικυρώνοντας (μέχρις εξαντλήσεως) τόσο την ιδιορρυθμία της δομής του όσο και την αλληγορική του δυναμική, έρχεται και ανοίγει πολλαπλά επίπεδα ερμηνειών, με περίτεχνους και συνάμα βραδύκαυστους τρόπους, αλλά για τους υπομονετικούς και προσεκτικούς αναγνώστες. Διότι, διαβάζοντας Ναμπόκοφ, δίχως αμφιβολία, έχουμε την ευκαιρία να επιδοθούμε σε έναν καλειδοσκοπικό ρεμβασμό αισθητικού χαρακτήρα, στην απολαυστική ανάπαυλα του ύφους, της φράσης, της παραγράφου, της σελίδας.
Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο
Ακόμα και στην περίπτωση, ωστόσο, που τα βλέπουμε όλα μέσα από τα μάτια ενός μελλοθάνατου; Ναι, είναι η απάντηση. Ο Κιγκινάτος, ας εστιάσουμε στη μικροκαμωμένη και λεπτή μορφή του, στην τριμμένη ρόμπα και στις σερνάμενες παντόφλες του, βρίσκεται εδώ και μέρες σε ένα ψηλό κάστρο, σε ένα φρούριο. Είναι στη φυλακή δηλαδή, έγκλειστος σε κελί. «Η θανατική καταδίκη αποζημιώνεται με την ακριβή γνώση της ώρας του θανάτου». Κάτι που, δυστυχώς, δεν ισχύει για τον Κιγκινάτο επειδή, παρά τις επίμονες προσπάθειές του, παρότι πασχίζει να μάθει πότε ακριβώς θα εκτελεστεί, κανείς (από όσους μπαινοβγαίνουν στο ταπεινό ενδιαίτημά του, κίτρινοι τοίχοι, παράθυρο, κρεβάτι, τραπέζι, καρέκλα και μια σχεδόν οικόσιτη αράχνη, κοντά στο ταβάνι) δεν του αποκαλύπτει την παραμικρή πληροφορία. Αλλωστε, είναι εξίσου πιθανό κανείς να μην το ξέρει κιόλας (ούτε ο δικηγόρος Ρομάν Βησαριόνοβιτς, «κλασικός υποστηρικτής των αποκεφαλισμών», ούτε ο άγρυπνος, ακάματος Ροντιόν με τη σγουροκόκκινη γενειάδα, δεσμοφύλακας και «βοηθός εργαστηρίου», ούτε ο ανώνυμος και ζοφερός βιβλιοθηκάριος, ούτε ο ευγενέστατος, μελιστάλαχτος διευθυντής Ροντρίγκ Ιβάνοβιτς, ούτε η 12χρονη κορούλα του τελευταίου, η Εμοτσκα).
Εντάξει, σίγουρα έχει δημιουργηθεί η αίσθηση, εν τω μεταξύ, ότι αυτό δεν είναι κελί, αλλά κέντρο διερχομένων. Η αίσθηση αυτή είναι σωστή και δεν περιορίζεται καν στους υπόλοιπους ανθρώπους που επισκέπτονται τον Κιγκινάτο (αν είναι πράγματι άνθρωποι και όχι είδωλα της σκέψης του, αν τον συναντούν πρακτικά και όχι στον λήθαργό του ή σε διάφορες σφαίρες της συνείδησης ή της μνήμης του). Πάντως διέρχονται, μεταξύ άλλων, από τούτο το αμφίσημο μεταίχμιο αληθείας και πλάνης, από τούτο τον υπαρξιακό κόμβο που συνιστά το κελί, η μητέρα του Τσετσίλια Τσ. (την οποία εσχάτως γνωρίζει ο γιος της, ο Κιγκινάτος, που μεγάλωσε σε ένα οικοτροφείο «πέρα από τον ποταμό Στροπ» και δεν αντίκρισε ποτέ τον βιολογικό του πατέρα) και η γυναίκα της ζωής του, η «άπιστη σύζυγος» του Κιγκινάτου, η Μαρφίνκα (προηγείται μάλιστα το σόι της, στο κελί εννοείται, σε μια σκηνή απείρου κάλλους).
Αδιέξοδο, ανελευθερία, ειρωνεία
Λοιπόν, στο σημείο αυτό, θα σας έχουν κατακλύσει εύλογες απορίες. Πώς τον έκλεισαν μέσα τον ήρωα του Ναμπόκοφ και, τέλος πάντων, γιατί κατηγορείται; Έγινε μια καταγγελία από κάποιο «σημαίνον πρόσωπο» και παραμένει πίσω από τα κάγκελα, επειδή υπέπεσε στο «χειρότερο των εγκλημάτων, τη γνωσιολογική νωθρότητα, τόσο εξαιρετικά ακατανόητη», μαθαίνουμε κι εμείς, όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, καθώς βιώνουμε μαζί με τον Κιγκινάτο αυτό που προσδιορίζεται κάπου ως «φρίκη της αναμονής», ενόσω γινόμαστε, παράλληλα, οι προνομιακοί παρατηρητές μιας μυστηριώδους και ρευστής και εύπλαστης συνθήκης, η οποία παραπέμπει και σε ένα ατομικό αδιέξοδο και σε ένα συλλογικό καθεστώς καταπίεσης και ανελευθερίας. «Υπάρχει άραγε καθόλου, δύναται να υπάρξει σ’ αυτόν τον κόσμο η οποιαδήποτε ασφάλεια, κάτι, οτιδήποτε, που να εγγυάται – ή ακόμα και η ιδέα της εγγύησης είναι άγνωστη σ’ αυτόν;», διερωτάται ο Κιγκινάτος, συζητώντας με τον διευθυντή. «Τριάντα χρόνια έζησα ανάμεσα σε φαντάσματα στέρεα στην αφή, κρύβοντας ότι είμαι ζωντανός και πραγματικός, αλλά τώρα που με πιάσανε […], δεν διστάζω μπροστά σε τίποτε. Τουλάχιστον, θα επαληθεύσω εμπειρικά ότι ο συγκεκριμένος κόσμος δεν υπάρχει καθόλου», αποφαίνεται λίγο αργότερα, αφήνοντας τον απεγνωσμένο και υπέρτατο στόχο του να αρθρωθεί από το ίδιο του το στόμα.
Πλην όμως, τι ρόλο παίζει σε αυτή την ιστορία ο μεσιέ Πιερ, ο κοντός, παχουλός κι ευκίνητος κύριος, που εμφανίζεται ως συγκρατούμενος του Κιγκινάτου, στο διπλανό κελί, ένας τύπος που έχει κάμποση όρεξη για κουβεντούλες (κάθε είδους, και για τις σαρκικές και τις πνευματικές απολαύσεις) και δε διστάζει να σκάψει τον κοινό τους τοίχο, προκειμένου να πιει ένα τσάι με τον άλλο; Γιατί θέλει ο μεσιέ Πιερ τόσο πολύ να πιάσει «φιλία» με τον «ιδιότροπο»; Ποιος είναι και τι κρύβει ο μεσιέ Πιερ; Θα είναι παρών στο ικρίωμα μαζί με τον Κιγκινάτο, στην Πλατεία Ενδιαφέροντος, όπου θα εκτυλιχτεί μια απρόβλεπτη κατάσταση, για την οποία ο Ναμπόκοφ έχει φροντίσει να μας προετοιμάσει, με όρους φαρσικούς και δραματικούς, με κωμικοτραγικούς όρους, με μια ειρωνεία ισορροπημένη, παιγνιώδη και ακαταμάχητη, που εξεικονίζει τη «μυστική ζωή» του ανθρώπου και του δημιουργού.
Οι δύο Κιγκινάτοι
Το βιβλίο «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό» είναι μια «μασκαράτα» που προέρχεται από «τον ίδιο του τον εγκέφαλο», τον εγκέφαλο του Κιγκινάτου (και, συνεπώς, του συγγραφέα). Άλλωστε, επί της ουσίας, είναι δύο οι Κιγκινάτοι, ο ένας που δεχόμαστε ότι υπάρχει ως βασικός ήρωας και «ένας δεύτερος συμπληρωματικός Κιγκινάτος». Η «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό» είναι, πρωτίστως, μια μυθιστορηματική σπουδή πάνω στον απροσμέτρητο, παραλυτικό φόβο και στην οργιώδη, απόλυτη φαντασία. «Είναι ένα βιολί στο κενό», γράφει ο Ναμπόκοφ, το 1959, στον πρόλογο της αγγλικής έκδοσης του μυθιστορήματος (η οποία, αναιρώντας κάθε «καφκική» συγγένεια, προτάσσεται και στην καινούργια ελληνική έκδοση του βιβλίου από το «Μάγμα», με την ωραία μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού, από την πρωτότυπη γλώσσα, τα ρωσικά). Ως επίμετρο, έχει συμπεριληφθεί ένα κριτικό κείμενο του Τίμοθι Λάνγκεν, μια ανάλυση του έργου με βασικούς άξονες το «μέσα» και το «έξω», όπου ο καθηγητής τονίζει πως η «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό» είναι και «πραγματική μυθοπλασία και μυθοπλαστική μυθοπλασία».
INFO: Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό», μτφρ. Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις Μάγμα, 2025, σελ. 264, τιμή 16,50 ευρώ