Στο ντοκιμαντέρ «A Library for the Word» o ιταλός σκηνοθέτης Νταβίντε Φεράριο προσφέρει στον θεατή μια μοναδική ξενάγηση στην προσωπική βιβλιοθήκη ενός από τους σημαντικότερους ευρωπαίους στοχαστές του 20ού αιώνα. Καθώς ο κινηματογραφικός φακός ακολουθεί για περίπου ένα λεπτό έναν φαλακρό άνδρα που κρατά στο χέρι του ένα βιβλίο να περπατά με ταχύ βήμα από ένα δωμάτιο στο άλλο, αποκαλύπτεται σιγά-σιγά ότι σχεδόν κάθε σπιθαμή των τοίχων του διαμερίσματος είναι, στην κυριολεξία, ασφυκτικά κατειλημμένη από βιβλία τοποθετημένα σε ράφια και βιβλιοθήκες.

Η προσωπική βιβλιοθήκη του θρυλικού σημειολόγου, φιλοσόφου και συγγραφέα Ουμπέρτο Εκο αποτελείτο από 50.000 βιβλία (για τους λάτρεις των στατιστικών, πάντως, ο σχεδιαστής μόδας Καρλ Λάγκερφελντ εξακολουθούσε να προηγείται με 300.000 τόμους στην προσωπική του βιβλιοθήκη). Ενα μεγάλο μέρος δε εξ αυτών ήταν συγγράμματα των λεγόμενων «κλασικών». Οταν συνήθιζαν να τον ρωτούν αν έχει διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία απαντούσε ως εξής: «Είναι ανόητο να νομίζει κανείς ότι πρέπει να διαβάσει όλα τα βιβλία που αγοράζει. Είναι επίσης ανόητο να ασκεί κριτική σε εκείνους που αγοράζουν περισσότερα βιβλία από όσα θα μπορούσαν ποτέ να διαβάσουν. Είναι σαν να λες ότι πρέπει να χρησιμοποιήσεις όλα τα μαχαιροπίρουνα, τα ποτήρια, τα κατσαβίδια ή τα τρυπάνια που έχεις, πριν αγοράσεις καινούργια». Αντιθέτως, έλεγε ο Εκο, πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα βιβλία διαφορετικά. Για παράδειγμα, ως φάρμακα: «Αντιλαμβανόμαστε ότι είναι καλό να έχουμε πολλά στο σπίτι, αντί για λίγα. Οταν θέλει κάποιος να αισθανθεί καλύτερα, πηγαίνει στο «συρτάρι με τα φάρμακα» και διαλέγει ένα βιβλίο. Οχι στην τύχη, αλλά το σωστό βιβλίο για εκείνη τη στιγμή».

Είναι αλήθεια ότι οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής και η απαιτητική καθημερινότητα μας στρέφουν συχνά προς άλλου είδους «φάρμακα», περισσότερο εύπεπτα και συνήθως ψηφιακά. Οταν δε καταφέρνουμε να βρούμε τον χρόνο για να διαβάσουμε κάτι σε βάθος, κατά γενική ομολογία προτιμάμε κάποια από τις τελευταίες κυκλοφορίες, παρά κάτι παλαιότερο. Γιατί άλλωστε να διαβάσει κανείς τους κλασικούς και όχι κείμενα που θα του επιτρέψουν να κατανοήσει καλύτερα όσα εξελίσσονται γύρω του εκείνη τη στιγμή; Η απάντηση μοιάζει προφανής. Ή μήπως όχι; Μπορεί άραγε ένα κλασικό έργο, που γράφτηκε σε μια εντελώς άλλη εποχή από τη δική μας, να έχει να μας πει περισσότερα πράγματα για την τωρινή κατάσταση από ό,τι ένα βιβλίο που γράφτηκε πρόσφατα; Μπορεί το κλασικό να είναι πιο επίκαιρο από το συγκαιρινό;

Για να απαντήσει κάποιος με βεβαιότητα στο ερώτημα θα πρέπει να περάσει μέσα από τις συμπληγάδες μιας από τις σημαντικότερες διαχρονικά μεθοδολογικές αντιπαραθέσεις στο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών, που έχει ακριβώς να κάνει με το ζήτημα της ανάγνωσης: Πώς διαβάζουμε τα κείμενα του παρελθόντος;

Οι θιασώτες της λεγόμενης ιστορικιστικής σχολής, από τη μια μεριά, υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε απόπειρα προσέγγισης ενός κλασικού κειμένου θα καταστεί ατελέσφορη, χωρίς την ανασύσταση του διανοητικού πλαισίου της εποχής στην οποία γράφτηκε. Για να το πούμε απλά, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε έργα σαν τον Αμλετ του Σαίξπηρ, λένε, χωρίς να γνωρίζουμε τα ζητήματα, σημαντικά ή επουσιώδη, που απασχολούσαν την Αγγλία του 16ου και του 17ου αιώνα, και στα οποία απαντά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έμμεσα ή άμεσα, το κείμενο. Οποιος, για παράδειγμα, δεν είναι εξοικειωμένος με την αγωνία και την αβεβαιότητα που προκαλούσε το ζήτημα της διαδοχής της Βασίλισσας Ελισάβετ της Αγγλίας, με το γεγονός ότι ο Σαίξπηρ και ο θίασός του υποστήριζαν ως διάδοχο του θρόνου τον Ιάκωβο, γιο της Βασίλισσας της Σκωτίας Μαρίας Στιούαρτ, αλλά κυρίως με τη «λεπτομέρεια» ότι τον Μάιο του 1566 η τελευταία παντρεύτηκε τον κόμη Μπόθβελ, ο οποίος μόλις τρεις μήνες πριν είχε δολοφονήσει βιαίως τον σύζυγό της και πατέρα του Ιάκωβου, δεν μπορεί να αντιληφθεί γιατί ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας αρνείται να λάβει μια ξεκάθαρη θέση στην πλοκή του έργου αναφορικά με το αν η μητέρα του Αμλετ ήταν ή όχι συμμέτοχος στον φόνο του πατέρα του.

Στον αντίποδα, συναντάμε τους οπαδούς μιας περισσότερο άχρονης προσέγγισης, οι οποίοι βάζουν σε δεύτερη μοίρα την ιστορική πλαισίωση και διαβάζουν τα ίδια κείμενα στη βάση της προτεσταντικής προελεύσεως ιδέας ότι ο αναγνώστης είναι «μόνος με τη Γραφή». Εξετάζουν, δηλαδή, τα κείμενα υπό το πρίσμα του κατά πόσο αυτά απαντούν πειστικά και επαρκώς σε μια σειρά από θεμελιώδη, αιώνια ερωτήματα που αφορούν διαχρονικά την ανθρώπινη συνθήκη, όπως το νόημα της ζωής ή το καλό πολίτευμα. Ετσι, για παράδειγμα, η Πολιτεία του Πλάτωνα ή τα Πολιτικά του Αριστοτέλη, παρότι γράφτηκαν σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες από τις δικές μας, μπορούν να μας παράσχουν συγκεκριμένες απαντήσεις, τη θεωρία του φιλοσόφου-βασιλέα ή τη θεωρία της μεσαίας τάξης ως ρυθμιστή του χρηστού πολιτεύματος, τις οποίες μπορούμε να μεταφέρουμε αυτόχρημα και άνευ επιφυλάξεως στις κοινωνίες και την πολιτική οργάνωση του σήμερα.

Αν στην πρώτη εναλλακτική τα κλασικά κείμενα είναι αδύνατο να μας μιλήσουν στο σήμερα, καθώς η χρονική διαφορά του τότε και του τώρα δεν μπορεί να διαμεσολαβηθεί με κανέναν τρόπο, στη δεύτερη εναλλακτική η χρονική διαφορά σχεδόν καταργείται, αφού η ανάγνωση και η ερμηνεία ενός κειμένου προϋποθέτει να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο αυτό να είναι φορέας μιας αιώνιας αλήθειας, την οποία μπορούμε να εφαρμόσουμε αυτούσια εδώ και τώρα.

Υπάρχει βεβαίως και μια τρίτη εναλλακτική, σαφώς πιο ενδιαφέρουσα, καθώς επιμένει στη δύναμη που έχει ένα έργο να προκαλεί αναζητήσεις, και όχι να προσφέρει έτοιμες απαντήσεις. Σύμφωνα με αυτήν, ένα κείμενο είναι πάντοτε τοποθετημένο χρονικά και τοπικά, φέρει πάντοτε το ίχνος της εποχής του, τα σημάδια των πρωταγωνιστών και των προβλημάτων που τη σφράγισαν. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αυτό που το καθιστά κλασικό είναι ότι με κάποιον τρόπο καταφέρνει και υπερβαίνει την εποχή του, όχι διότι αποκαλύπτει αιώνιες αλήθειες, αλλά διότι δημιουργεί ένα σύμπαν ερωτημάτων που θρέφουν και ξαναθρέφουν τη σκέψη. Ο Μακιαβέλι, ο Μαρξ, ο Προυστ, ο Μάρκες ή ο Κάφκα εξακολουθούν να μας μιλούν σήμερα, υπό μια έννοια σαν να ήταν συγκαιρινοί μας, διότι τα έργα τους σηματοδοτούν «μια διερώτηση που επεκτείνεται πέρα από τα συμπεράσματα στα οποία φαίνεται να κατέληξαν», όπως λέει ο γάλλος φιλόσοφος Κλωντ Λεφόρ. Μέσα από τα έργα τους, αναδύονται προβληματισμοί και διανοητικές προκλήσεις, που οι εκάστοτε απαντήσεις που ίδιοι έδωσαν δεν μπορούν να επικαλύψουν ολοκληρωτικά.

Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η πλειονότητα των λεγόμενων «κλασικών» έγραψε σε εποχές αβεβαιότητας και μεγάλων μεταβάσεων. Σε εποχές ανακατατάξεων, μετασχηματισμών και ανατροπών. Οταν το παλιό υποχωρούσε, αλλά το νέο ήταν ακόμη υπό διαμόρφωση, ενώ παράλληλα και αλληλοαποκλειόμενα σενάρια ήταν εξίσου ευλογοφανή. Υπό αυτή την έννοια, ένα μέρος του γόνιμου πνευματικού σκιρτήματος που μας προκαλούν έχει να κάνει και με αυτή την οικειότητα της αναμέτρησης με το άγνωστο και το αδάμαστο, που εμποτίζει τη γραφή τους.

Και η δική μας εποχή, η εποχή του «θρυλούμενου τέλους της παγκοσμιοποίησης», είναι άλλωστε αναμφίβολα μια εποχή βαθιάς και πολύπλευρης μετάβασης. Από τη γεωπολιτική και τη γεωοικονομία μέχρι την τεχνολογία, την κλιματική αλλαγή και την εργασία. Ο προβληματισμός γύρω από τη σημασία της ανάγνωσης των κλασικών θα μπορούσε εδώ να γεννήσει ένα αιχμηρό αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον ερώτημα: Δίπλα στο άγχος του συνεπαρμένου από τις εξελίξεις πολίτη – «Τι να διαβάσω για να καταλάβω τι συμβαίνει;» –, ο πονηρός αναγνώστης θα προσέθετε μια διαφορετική απορία: «Ποιος από τους συγγραφείς που δημοσιεύουν σήμερα διαθέτει τα απαραίτητα γνωρίσματα για να γίνει κλασικός;». Αν ζούσε ο Εκο, πιθανότατα θα απαντούσε με μια φράση σαν την ακόλουθη: «Ο χρόνος θα δείξει την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου».