«Στις 12.00 παραδίδω την επιφυλλίδα μου για τα «Νέα». 12.01 θα είμαι ελεύθερος» μου λέει ο Θανάσης Νιάρχος στο τηλέφωνο όταν κανονίζουμε το ραντεβού της συνέντευξής μας. Από το 1964, όταν 19χρονος κάνει στη Νέα Εστία την πρώτη του ποιητική εμφάνιση ως σήμερα, γράφει ακατάπαυστα ποιήματα, δοκίμια και επιφυλλίδες, επιμελείται ανθολογίες, αφιερώματα, εκδοτικές σειρές και ανάμεσα σε όλα εκδίδει, με τον ποιητή Αντώνη Φωστιέρη, το σημαντικό λογοτεχνικό περιοδικό «Η Λέξη» (1981-2011).
Μια εγγραφή για τη «Λέξη» (3.3.1981) είναι η πρώτη σημείωση στα ημερολόγιά του των ετών 1981-2018 που κυκλοφορούν με τον τίτλο «Επιτέλους μόνος» (πρόλ. Δημήτρης Αγγελής, εκδ. Καστανιώτη). Τα τρεχάματα για τη «Λέξη», εκδηλώσεις και ταξίδια, συναντήσεις και τραπεζώματα, ομιλίες και γραψίματα γεμίζουν τις σχεδόν 500 σελίδες του ημερολογίου. «Η έκδοση αυτών των σημειώσεων έχει μια χροιά συναισθηματικο-ηθικο-αναπολητική» μου εξηγεί αργότερα.
«Πρόθεσή μου δεν ήταν να καταγράψω γεγονότα όσο να μεταφέρω την απήχηση γεγονότων που έχουν έναν καθαρά αισθηματικό χαρακτήρα ώστε ο καθένας, κάνοντας τους ανάλογους παραλληλισμούς, να οδηγηθεί σε δικές του αναμνήσεις, σε δική του αποτίμηση».

Θανάσης Θ. Νιάρχος. Επιτέλους μόνος. Σελίδες ημερολογίου. Πρόλογος Δημήτρης Αγγελής.Εκδόσεις Καστανιώτη, 2025,σελ. 480, τιμή 19 ευρώ
Από τον Μάρτιο του 1981 οι εγγραφές συνεχίζονται τον Φεβρουάριο του 1996 με ένα αξιοσημείωτο χρονικό άλμα 15 χρόνων. Δεν σκοπεύει να δημοσιεύσει τις σελίδες που παραλείπονται, διασαφηνίζει. Αφορούν μια τεκμηριωμένη και σχολιασμένη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα στην οποία εμπλέκονται πρόσωπα που δεν θέλει να εκθέσει. «Η έκθεση του εαυτού και των άλλων επιτρέπεται στον βαθμό που εξυπηρετεί την απεικόνιση του ήθους μιας εποχής και έχει κι έναν, ας το πούμε, διδακτικό χαρακτήρα για τους μεταγενέστερους» λέει.
Τα χρόνια που καλύπτει το ημερολόγιο είναι τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ποιο είναι το ήθος της εποχής; τον ρωτώ. «Υπάρχει ένα δημόσιο ήθος, το οποίο φαίνεται να δοκιμάζεται δεινά, όπου συγκλίνουν συμπεριφορές πολιτικές, καλλιτεχνικές και συγγραφικές και δημιουργούν μια δυσάρεστη συνθήκη, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει κι ένα ιδιωτικό ήθος που κυρίως υποστηρίζεται από ανθρώπους που δεν είναι γνωστοί, που καταχρηστικά τους λέμε «ανώνυμους», οι οποίοι με τη συμπεριφορά τους δίνουν ένα μεγαλείο στη ζωή, που αξίζει να τη ζεις» είναι η απάντησή του.
Μιλάει ανοιχτά, με αμεσότητα, διανθίζοντας τον λόγο του με ανέκδοτα περιστατικά, φράσεις συγγραφέων που αγαπά και φίλων, δύο κατηγορίες που σε πολλές περιπτώσεις ταυτίζονται. Ο συνεργάτης Αντώνης Φωστιέρης, ο εκδότης Θανάσης Καστανιώτης με τον οποίο έχει τακτική συνεργασία, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Μάριος Πλωρίτης, οι ηθοποιοί Ασπασία Παπαθανασοπούλου, Δημήτρης Ποταμίτης, Λυδία Κονιόρδου, μουσικοί, εικαστικοί, σκηνοθέτες, αλλά και πολιτικοί, ο Κώστας Σημίτης, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Γιώργος Παπανδρέου, και εκατοντάδες άλλοι παρελαύνουν στη ζωή του και στις σελίδες του ημερολογίου.
Η αθέατη πλευρά του φεγγαριού
«Εζησα παιδικά και εφηβικά χρόνια πολύ μόνος μου και είχα την ανάγκη να επικοινωνήσω με ανθρώπους» λέει. Μια έμφυτη ανάγκη τον οδηγεί να παρατηρεί και να διασώζει όσα συμβαίνουν.
«Με ενδιέφερε πάντα σε όλα αυτά τα πρόσωπα, τα «γνωστά» όπως και τα «άγνωστα», να παρατηρώ την αθέατη πλευρά του φεγγαριού» επεξηγεί. Μου δίνει το παράδειγμα της Αμαλίας Μεγαπάνου, που αναφέρεται συχνά στο ημερολόγιο. «Παρότι ήταν συγγραφέας με αρκετά βιβλία, υπάρχει μια κοινολογημένη εικόνα της που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Από το 1972 που χώρισε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ζούσε μια ζωή μονήρους ανθρώπου που δεν είχε καμιά σχέση με την κοσμική εικόνα της. Αυτή την πραγματική όψη των ανθρώπων προσπάθησα να συγκρατήσω, όσο είναι δυνατόν».
Συζητήσεις γίνονται τρωγοπίνοντας, αφιερώματα της «Λέξης» σχεδιάζονται γύρω από ένα τραπέζι, ενώ ταπεράκια φίλων με φαγητό πάνε κι έρχονται. «Δεν με ενδιέφερε ποτέ το φαγητό, αλλά ήθελα να υπογραμμίσω τη σημασία του ως έκφραση τρυφερότητας. Το να καταχωρίζομαι στη ζωή ανθρώπων όπως ο Χριστόφορος Λιοντάκης, ο Γιάννης Κοντός, ο Σταμάτης Φασουλής με έναν τόσο ιδιαίτερο και τρυφερό τρόπο το θεωρώ χάδι μέσα στην περιπέτεια της ζωής».
Μέσα σε μια ζωή αέναης κινητικότητας και απασχόλησης, κεντρική θέση στις σημειώσεις του έχουν δύο αγόρια, το βαφτιστήρι του και ο αδελφός του. «Ηταν και είναι η χαρά της ζωής μου» δηλώνει για τα δύο παιδιά που είναι τώρα ενήλικοι και παραπέμπει στον τρυφερό στίχο του Τόλη Νικηφόρου: «Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ήταν τα παιδικά σου χρόνια».
Θάνατος και πίστη
Μια στοχαστική, υπαρξιακή, ελαφρώς μελαγχολική διάθεση διακρίνεται κάτω από τις ανάλαφρες αφηγήσεις περιστατικών. Το σθένος του Δημήτρη Ποταμίτη μπροστά στην ασθένεια και τον θάνατο, οι τελευταίες μέρες του Γιάννη Κοντού… Ο θάνατος είναι παρών υπαινικτικά σε όλο το ημερολόγιο.
«Ισως επειδή έχασα τη μητέρα μου σε πολύ μικρή ηλικία, πέντε ετών, ο θάνατος άνοιξε στη ζωή μου ένα χάσμα. Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με την έννοια του θανάτου και παρότι έχω επαφή με το Αγιον Ορος και αγιορείτες, παραμένω απαρηγόρητος, άοπλος, ανίκανος να αντιμετωπίσω τον θάνατο με μια διάθεση φιλοσοφική, με εγκαρτέρηση, με πρόθεση συμφιλίωσης».
Τον ρωτάω αν πιστεύει. «Σαφέστατα» απαντά. Στη μετά θάνατον ζωή; επιμένω. «Μακάρι να ήταν έτσι» λέει και συμπληρώνει πως «αν διασώζεται η Εκκλησία είναι γιατί το παραμύθι αυτό που έχει εφεύρει το έκανε τόσο ποιητικό, ώστε να ευχόμαστε, να ελπίζουμε να είναι και αληθινό. Δεν είναι λίγο πράγμα».
Θυμάται μια γυναίκα, στον Ναό της Αναστάσεως στα Τίρανα, που έκλαιγε με λυγμούς. «Ποιος καλλιτέχνης ή διανοούμενος έχει το δικαίωμα να πει σε αυτή τη γυναίκα ότι σφάλλει σε αυτό που πιστεύει;» συνεχίζει, για να καταλήξει: «Ανήκω στην απειράριθμη κατηγορία των ανθρώπων που πιστεύουν γιατί θέλουν να πιστεύουν, χωρίς να το θεωρώ κάποια μορφή εξαπάτησης του εαυτού μας. Είναι ένα παιχνίδι που το διεξερχόμαστε όλοι μας κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι».
Η γραφή και η λήθη
Και η γραφή τι ρόλο παίζει στη ζωή; «Οταν γράψεις κάτι στο χαρτί, ένα παράπονο, έναν θυμό, μια σκέψη, μια εικόνα, αισθάνεσαι σαν να κινείται κάτι, να πηγαίνει παραπέρα» απαντά. «Δεν έκανα οικογένεια και περιουσία, αυτό που έχω είναι οι άνθρωποι και το γράψιμο. Πέρασα στοιχειωδώς καλά, δεν επιδίωξα να γίνω δυστυχής, ούτε να γίνω ευτυχής. Υπήρχε μια φορά των πραγμάτων ερήμην μου κι εγώ προσπαθούσα να την ελέγξω και να τη φέρω σε έναν λογαριασμό με ένα αίσθημα ευθύνης, από το κείμενο που πρέπει να παραδοθεί στην ώρα του ως την ανταπόκριση στο τηλεφώνημα από έναν άνθρωπο ξεχασμένο που μέσα στη νύχτα ζητάει κάποιον να τον ακούσει».
Συναφής με τον θάνατο, η λήθη τον απασχολεί σε αρκετές εγγραφές. Αναφέρεται σε ποιητές που ήταν σημαντικοί και σήμερα έχουν ξεχαστεί, ακόμη κι από τους δικούς τους. «Ολοι ατελώνιστοι καταλήγουμε στο τέλος» λέει φιλοσοφώντας. «Για σκεφτείτε να εκτελωνιζόταν το καθετί και να έμενε… Ολοι αυτοί οι άνθρωποι στην Ιστορία… Είναι ντροπή να θέλεις να εκτελωνίζεσαι».
Κρατάει όμως ημερολόγιο από το 1978 για να θυμάται. Οσο κουρασμένος κι αν είναι, σημειώνει κάθε βράδυ λίγες λέξεις. Και όσα σημείωσε ανακαλούν, λέει, το ίδιο έντονα, στο ξαναδιάβασμά τους και όσα δεν έχουν σημειωθεί.
Τον ρωτώ αν έχει υπάρξει επιμέλεια των εγγραφών πριν δημοσιευθούν. Το αρνείται. Θα εκδώσει τα ημερολόγια για τα χρόνια που προηγήθηκαν; Πιθανόν, λέει. Γιατί επέλεξε να ξεκινήσει από το 1981; «Δεν ξέρω γιατί» απαντά, κι ύστερα από την εξομολογητική κουβέντα μας τον πιστεύω.