Για περισσότερες από επτά δεκαετίες, η φιλελεύθερη δημοκρατία συγκρότησε το θεσμικό και κανονιστικό υπόδειγμα της δυτικής πολιτικής τάξης. Δεν επρόκειτο απλώς για ένα σύστημα διακυβέρνησης, αλλά για ένα ολοκληρωμένο πολιτικό οικοδόμημα, στο οποίο η λαϊκή κυριαρχία ασκούνταν μέσω θεσμών, η εξουσία περιοριζόταν από το κράτος δικαίου και η πολιτική νομιμοποίηση συνδεόταν άρρηκτα με τη λογοδοσία και την προστασία των δικαιωμάτων. Πάνω σε αυτή τη σύνθεση θεμελιώθηκαν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η διατλαντική σχέση και η μεταπολεμική διεθνής τάξη, η οποία αυτοπροσδιοριζόταν ως τάξη κανόνων και όχι απλής ισχύος.
Στη σημερινή συγκυρία, το υπόδειγμα αυτό υφίσταται δομικό μετασχηματισμό. Η δημοσίευση της Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών στις 4 Δεκεμβρίου συνιστά ιστορικό ορόσημο αυτής της μετάβασης. Πρόκειται για κείμενο που απομακρύνεται συνειδητά από τη γλώσσα και τη λογική των μεταπολεμικών στρατηγικών εγγράφων.
Δεν οργανώνεται γύρω από αρχές, δεσμεύσεις και κανονιστικές αναφορές, αλλά γύρω από μια αντίληψη της πολιτικής ως πεδίου ανταγωνισμού, ιεράρχησης και επιβολής. Η απουσία κάθε θετικής αναφοράς στη δημοκρατία, στο διεθνές δίκαιο και στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποτελεί παράλειψη, αλλά σαφή πολιτική δήλωση.
Η σημασία αυτής της μετατόπισης καθίσταται σαφέστερη όταν ιδωθεί ιστορικά. Ακόμη και σε περιόδους έντονης αμερικανικής μονομέρειας – από το δόγμα Τρούμαν έως την κρίση του Ιράκ το 2003 – η επίκληση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της διεθνούς νομιμότητας παρέμενε κεντρικό στοιχείο της αμερικανικής αυτοαντίληψης. Για πρώτη φορά, η επίσημη στρατηγική των ΗΠΑ αποδεσμεύεται ρητά από αυτό το αξιακό πλαίσιο και επαναπροσδιορίζεται ως στρατηγική κυριαρχίας και άμεσου συμφέροντος, χωρίς κανονιστικές δεσμεύσεις. Η διεθνής τάξη παύει να νοείται ως σύστημα κανόνων που δεσμεύει και τον ισχυρό, και επανεμφανίζεται ως πεδίο σχέσεων ισχύος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική φυσιογνωμία του Ντόναλντ Τραμπ δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως συγκυριακή απόκλιση. Αντιπροσωπεύει ποιοτική ιστορική μεταβολή στον τρόπο με τον οποίο νοείται η δημοκρατική νομιμοποίηση.
Η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν απορρίπτεται ρητά· επανανοηματοδοτείται. Η εκτελεστική εξουσία αποκτά δεσπόζοντα ρόλο, η εκλογική πλειοψηφία αναγορεύεται σε σχεδόν απόλυτη πηγή νομιμοποίησης και οι θεσμικοί έλεγχοι αντιμετωπίζονται ως εμπόδια στην πολιτική αποτελεσματικότητα. Η δημοκρατία παραμένει ως διαδικασία, αποσυνδεδεμένη όμως σταδιακά από τα φιλελεύθερά της περιεχόμενα.
Η αναδιάταξη αυτή αποκτά κεντρική βαρύτητα στη σχέση με την Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες μεγάλες δυνάμεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αντιμετωπίζεται στο νέο στρατηγικό αφήγημα ως απλός γεωπολιτικός εταίρος ή ανταγωνιστής, αλλά ως θεσμικό και πολιτισμικό πρόβλημα. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παρουσιάζεται ως εγχείρημα που υπονομεύει την εθνική κυριαρχία, αποδυναμώνει την πολιτική εξουσία και διαβρώνει τις συλλογικές ταυτότητες. Η κριτική αυτή δεν αφορά επιμέρους πολιτικές, αλλά την ίδια τη θεσμική και αξιακή βάση της Ένωσης.
Η ιστορική πρωτοτυπία της παρούσας στιγμής έγκειται στο γεγονός ότι η διατλαντική σχέση τίθεται πλέον υπό όρους ιδεολογικής συμμόρφωσης. Η συνεργασία δεν νοείται ως σύμπραξη ισότιμων εταίρων που μοιράζονται κοινές δημοκρατικές αρχές, αλλά ως σχέση πολιτικής ευθυγράμμισης. Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική στήριξη δυνάμεων που αμφισβητούν ανοιχτά τη φιλελεύθερη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική αναμόρφωσης του ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου.
Η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν συνιστά το πλέον συνεκτικό παράδειγμα αυτής της κατεύθυνσης. Η συγκέντρωση της εξουσίας, ο έλεγχος του δημόσιου λόγου και η συστηματική αποδυνάμωση του κράτους δικαίου δεν συνιστούν παρεκκλίσεις, αλλά σταθερό πρότυπο διακυβέρνησης. Ο άξονας Τραμπ–Όρμπαν δεν συγκροτείται ως επικοινωνιακή ή προσωπική σύμπλευση, αλλά ως σύμπτωση υποδειγμάτων εξουσίας: από τη μία πλευρά, η αναδιαμόρφωση της δημοκρατικής νομιμοποίησης σε διεθνές επίπεδο· από την άλλη, η θεσμική παγίωση αυτής της μετατόπισης εντός της ΕΕ.
Αυτό που διαμορφώνεται σήμερα δεν συνιστά απλώς μια επιστροφή στον κλασικό ρεαλισμό των διεθνών σχέσεων ούτε μια επανάληψη του Ψυχρού Πολέμου. Πρόκειται για μια μεταφιλελεύθερη μορφή ισχύος, η οποία διατηρεί τη δημοκρατική διαδικασία, αλλά αποσυνδέει συστηματικά τη διακυβέρνηση από τα φιλελεύθερα θεσμικά της όρια.
Ιστορικά, το φαινόμενο αυτό δεν ταυτίζεται ούτε με τον μεσοπολεμικό αυταρχισμό ούτε με τον μεταπολεμικό αμερικανικό ηγεμονισμό. Αντλεί στοιχεία από τον μεσοπόλεμο ως προς την εθνική αυτάρκεια και τη ρητορική κυριαρχίας, από τον Ψυχρό Πόλεμο ως προς τη λογική των σφαιρών επιρροής, αλλά τα συνδυάζει με μια σύγχρονη αποδόμηση του φιλελεύθερου κράτους δικαίου εκ των έσω.
Ιστορικά, αυτό σηματοδοτεί το τέλος της μεταπολεμικής εξαίρεσης, κατά την οποία η ισχύς νομιμοποιούνταν μέσω κανόνων και θεσμών, και την είσοδο σε μια φάση όπου η νομιμοποίηση αντλείται πρωτίστως από την αποτελεσματικότητα, την πειθαρχία και την πολιτική ευθυγράμμιση. Δεν πρόκειται, επομένως, για παλινδρόμηση, αλλά για ποιοτικά νέο καθεστώς εξουσίας, στο οποίο η δημοκρατία επιβιώνει ως μορφή, ενώ μετασχηματίζεται ριζικά ως περιεχόμενο.
Οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης υπερβαίνουν το επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής και αγγίζουν την ίδια την πολιτική κουλτούρα. Η πολιτική επανανοηματοδοτείται ως άσκηση ισχύος, η σύγκρουση καθίσταται βασικός μηχανισμός νομιμοποίησης και η θεσμική πολυπλοκότητα παρουσιάζεται ως αδυναμία. Με τον τρόπο αυτό, πρακτικές που άλλοτε θεωρούνταν ασύμβατες με τη δημοκρατική κανονικότητα τείνουν να ενσωματώνονται στο νέο καθεστώς κανονικότητας.
Το κρίσιμο διακύβευμα δεν αφορά την τυπική επιβίωση της δημοκρατίας. Αφορά το περιεχόμενό της. Η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν καταλύεται με θεαματικές ρήξεις· διαβρώνεται σταδιακά μέσω μετατοπίσεων στον τρόπο με τον οποίο νοείται, εφαρμόζεται και νομιμοποιείται η εξουσία. Η Ευρώπη βρίσκεται έτσι μπροστά σε ιστορικό σταυροδρόμι: είτε θα υπερασπιστεί ενεργά το φιλελεύθερο δημοκρατικό της υπόδειγμα, είτε θα αποδεχθεί τη μετάβαση σε μια διεθνή τάξη όπου η ισχύς, η συμμόρφωση και η πολιτική επιβολή υποκαθιστούν τους κανόνες, τα όρια και τη λογοδοσία.
Η κυρία Βέρα Τίκα είναι επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών, Πάντειο Πανεπιστήμιο, και εμπειρογνώμονας ακροδεξιάς ριζοσπαστικοποίησης






