Ως ένας λαός με υψηλή χοληστερίνη μπορούν να χαρακτηριστούν οι Έλληνες, αφού πάνω από 3 εκατομμύρια από εμάς έχουμε διαγνωστεί με κάποια σχετική με τη δυσλιπιδαιμία πάθηση, ενώ εκτιμάται ότι σχεδόν το 50% των ενηλίκων πάσχει. Παρά το γεγονός όμως ακόμη και αυτών των εκατομμυρίων διαγνώσεων, ο 1 στους 6 που έχει διαγνωστεί δε λαμβάνει θεραπεία ενώ όσοι λαμβάνουν φαίνεται να μην ακολουθούν σωστή αγωγή με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται ο στόχος της μείωσης των λιπιδίων.
Η δυσλιπιδαιμία παραμένει ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα, τα οποία εξακολουθούν να αποτελούν την κύρια αιτία θνησιμότητας στην Ελλάδα.
Πρόκειται για μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από μη φυσιολογικά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα, όπως υψηλή LDL («κακή») χοληστερόλη, χαμηλή HDL («καλή») χοληστερόλη, υψηλά τριγλυκερίδια ή υψηλή ολική χοληστερόλη. Η πάθηση αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης (συσσώρευση πλάκας στις αρτηρίες), η οποία μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές καρδιαγγειακές παθήσεις όπως καρδιακές προσβολές και εγκεφαλικά επεισόδια.
Η δυσλιπιδαιμία μπορεί να είναι πρωτοπαθής (γενετική) ή δευτεροπαθής (που αποκτάται μέσω του τρόπου ζωής ή άλλων ιατρικών παθήσεων) και συχνά είναι ασυμπτωματική και διαγιγνώσκεται μέσω εξετάσεων αίματος. Η θεραπεία περιλαμβάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής όπως διατροφή και άσκηση, αλλά και φαρμακευτική αγωγή, για τη διαχείριση των επιπέδων λιπιδίων και τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Παρά τη μεγάλη διαθεσιμότητα και τη χρήση υπολιπιδαιμικών φαρμάκων, τα πραγματικά στοιχεία μέσα από τη δεξαμενή των δεδομένων του ΕΟΠΥΥ, δείχνουν ότι η θεραπευτική αντιμετώπιση συχνά δεν είναι ανάλογη της σοβαρότητας της νόσου και ότι οι στόχοι μείωσης της LDL-χοληστερόλης δεν επιτυγχάνονται.
Σημαντική μελέτη
Μια νέα πανελλαδική ανάλυση του ΕΟΠΥΥ αξιοποιεί τα δεδομένα από τα εθνικά συστήματα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης για το έτος 2024 και αποτυπώνει, με πρωτοφανή ακρίβεια, τις σύγχρονες θεραπευτικές πρακτικές στη διαχείριση της δυσλιπιδαιμίας στη χώρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού, 3.073.287 ενήλικες είχαν καταγεγραμμένη διάγνωση δυσλιπιδαιμίας, πέρυσι, ενώ 2.526.861 έλαβαν κάποια μορφή υπολιπιδαιμικής θεραπείας (LLT). Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 29% του ενήλικου πληθυσμού—αύξηση σχεδόν διπλάσια σε σύγκριση με την έκταση της νόσου που καταγράφηκε στη μελέτη EMENO την περίοδο 2013–2016 και σημαντικά υψηλότερο από τα στοιχεία από μελέτη που αφορούσε στη συνταγογράφηση σχετικών φαρμάκων κι έδειχνε ποσοστό πληθυσμού με την νόσο της τάξης του 23,4%.
Η νέα έρευνα βασίστηκε σε ανώνυμα δεδομένα από τα συστήματα KMEΣ και e-DAPY, του ΕΟΠΥΥ τα οποία καλύπτουν πάνω από το 99% του ελληνικού πληθυσμού. Συνολικά αναλύθηκαν 90,3 εκατ. εκτελεσμένες συνταγές και 36,6 εκατ. παραπεμπτικά για εξετάσεις. Παρουσιάστηκε δε, ως επιστημονική ανακοίνωση στο διεθνές συνέδριο του ISPOR (Professional Society for Health Economics and Outcomes Research), ένας παγκόσμιος, μη κερδοσκοπικός δημόσιος οργανισμός με περισσότερα από 500 μέλη της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, παρά την ευρεία χρήση των υπολιπιδαιμικών θεραπειών, η ένταση της θεραπείας συχνά δεν ανταποκρίνεται στις κατευθυντήριες οδηγίες της επιστημονικής κοινότητας. Μόνο το 19% των ασθενών λαμβάνει υψηλής αποτελσματικότητας φάρμακο εμ βάση τη δραστική ουσία στατίνη (ατορβαστατίνη 40 mg, ροσουβαστατίνη 20–40 mg). Επίσης 1 στους 4 λαμβάνει συνδυασμό στατίνης-εζετιμίμπης.
Η μέση εκτιμώμενη συμμόρφωση σε επίπεδο πληθυσμού φτάνει το 73% δηλαδή 27% των ασθενών δεν ακολουθούν τις οδηγίες θεραπείας του γιατρού.
Η συνολική φαρμακευτική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ για υπολιπιδαιμικά φάρμακα ανήλθε πέρυσι σε 264 εκατ. ευρώ, με το φάρμακα σταθερού συνδυασμού στατίνης-εζετιμίμπης να κατέχουν το 43% του κόστους.
Το ποσό αυτό αποτυπώνει τη σημαντική διεύρυνση της θεραπείας, αλλά και την αυξανόμενη τάση προς ακριβότερα σχήματα, συχνά χωρίς αντίστοιχη αύξηση της θεραπευτικής ισχύος του φαρμάκου.
Η ανάλυση καταλήγει σε τρία κύρια συμπεράσματα:
- Η χρήση υπολιπιδαιμικών φαρμάκων έχει εκτοξευθεί, φθάνοντας σε ιστορικό υψηλό.
- Το κόστος αυξάνεται ραγδαία, κυρίως λόγω των συνδυαστικών σχημάτων.
- Υπάρχει σαφές κενό στην εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών, καθώς τα υψηλής έντασης σχήματα παραμένουν υποχρησιμοποιημένα και οι στόχοι LDL-C δεν επιτυγχάνονται επαρκώς.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι τα μεγάλα αυτά δεδομένα του ΕΟΠΥΥ αποτελούν κρίσιμο εργαλείο για τον σχεδιασμό στοχευμένων παρεμβάσεων, την ορθολογική κατανομή πόρων και την αποτελεσματικότερη πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων.






