Το 2025 το περιοδικό New Yorker συμπλήρωσε 100 χρόνια ή χοντρικά 5.000 τεύχη ζωής. Και ποιον ενδιαφέρει, θα σκεφτεί κανείς, η επέτειος ενός εντύπου σε έναν κόσμο που ζει και αναπνέει πίσω από μια οθόνη λίγων ή περισσότερων ιντσών, έχει εθιστεί στο doom scrolling και τρέφεται με θραύσματα πληροφοριών τα οποία διακινούνται ως έπεα πτερόεντα στα κοινωνικά δίκτυα;

Πολύ περισσότερο μάλιστα ενός περιοδικού που α) εξακολουθεί να δημοσιεύσει ουρανομήκη σε έκταση κείμενα, ρεπορτάζ και συνεντεύξεις, τα οποία προϋποθέτουν την προσοχή, τη συγκέντρωση, το χρόνο και την ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη, β) συνεχίζει μια ψυχαναγκαστική θαρρείς παράδοση διασταύρωσης πληροφοριών (aka fact checking) και γ) δίνει τον ζωτικό χώρο του, ήτοι τις σελίδες του, σε ειδήσεις και πρόσωπα που ξεπερνούν σε διάρκεια ζωής εκείνη ενός viral;

Το γραφεία του New Yorker που ανήκει πια στο χαρτοφυλάκιο του εκδοτικού οργανισμού Conde Nast στο World Trade Center

Μια επίκαιρη ιστορία

Τελικά είναι ίσως όλα τα παραπάνω που προσυπογράφουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο πως τα εκατοντάχρονα του New Yorker, ενός περιοδικού που ακόμα και στους χαλεπούς για οτιδήποτε τυπώνεται σε χαρτί καιρούς μπορεί να διατηρεί ένα ευμέγεθες ποίμνιο αναγνωστών (κάποιοι κάνουν λόγο για 1,5 εκατομμύριο), αφορούν. Και μάλιστα όχι ως σκονισμένο έκθεμα κάποιας προθήκης που φιλοξενεί την ζωή όπως ήταν στον 20ο αιώνα, αλλά σαν εναλλακτική ενημέρωσης και πληροφόρησης που εκτός από αίγλη έχει και λόγο ύπαρξης – κόντρα στην αφαίμαξη και τον επακόλουθο μαρασμό της έντυπης δημοσιογραφίας από τα κάποτε καινά δαιμόνια της ιντερνετικής πληροφόρησης.

Εξώφυλλο του New Yorker από τη δεκαετία του ’30. Όταν η Νέα Υόρκη βρισκόταν υπό φρενήρη ανοικοδόμηση

Μόνο τυχαίο, συμπτωματικό ή συγκυριακό μπορεί να θεωρείται το γεγονός πως το Netflix ή αλλιώς ο ηγέτης των νέων μέσων αποφάσισε να δώσει χώρο και χρόνο σε ένα παλιό αλλά καθόλου σκουριασμένο μέσο. Δύο ημέρες πριν από την επέτειο των 74 ετών από το θάνατο του Harold W. Ross, ιδρυτή του New Yorker ή αλλιώς του ανθρώπου που δημιούργησε τομή στον Τύπο, χωρίς μάλλον ούτε ο ίδιος να γνωρίζει τι ακριβώς έκανε, κυκλοφόρησε στην on demand πλατφόρμα ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στον πρώτο αιώνα του νεοϋορκέζικου περιοδικού – ναι, η απορία εάν θα υπάρξει δεύτερος κυλά με κεκτημένη ταχύτητα στην άκρη της γλώσσας.

96 λεπτά δημοσιογραφικής ιστορίας

Ο σκηνοθέτης Marshall Curry, βραβευμένος με Όσκαρ για το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «A night at the garden», το οποίο δημιούργησε με ξεχασμένο αρχειακό υλικό από τη ναζιστική συγκέντρωση του Madison Square Garden το 1939, έζησε για σχεδόν ένα χρόνο με την ομάδα του New Yorker, (παρ)ακολούθησε τους δημοσιογράφους, τους ρεπόρτερ, τους αρθρογράφους, τους σκιτσογράφους, τους συνεργάτες του περιοδικού στην πορεία για την προετοιμασία της συλλεκτικής έκδοσης των 100 ετών (τεύχος 5.057) και παρέδωσε ένα φιλμ 96 λεπτών με αφηγήτρια την ηθοποιό Julianne Moore.

Τα εξώφυλλα του περιοδικού είναι πάντα από μόνα τους ένας λόγος για να καταβυθιστεί κανείς στις πολλές χιλιάδες λέξεις των κειμένων του New Yorker

Το πώς κατάφερε να συμπυκνώσει την ιστορία ενός αιώνα σε μια ταινία το εξήγησε – μαζί με τον Judd Apatow που είχε ρόλου παραγωγού- σε μια αναλυτικότητατη συνέντευξη 4.500 και πλέον λέξεων που παραχώρησε στο New Yorker. Στο τέλος της μάλιστα αποκαλύπτει και τα μέσα που απεργάστηκε για να πείσει εν μία νυκτί την Taylor Swift να συγκατανεύσει για την επανηχογράφηση του τραγουδιού της «Welcome to New York» που ακούγεται στο ντοκιμαντέρ.

Αναλογική νοσταλγία

Σε κάποιους μπορεί η κατάδυση στα τρίσβαθα ενός περιοδικού, το οποίο βεβαίως διαθέτει πλέον και μια εξαίσια ηλεκτρονική έκδοση, συνώνυμου της ακέραιης δημοσιογραφίας αλλά και στις ζωές των ανθρώπων που αποτελούν σήμερα τη ραχοκοκαλιά του μπορεί να προκαλεί συναίσθημα αναλογικής νοσταλγίας. Ακόμα και έτσι η καταγραφή του Curry «καταναλώνεται» απνευστί. Ως ζωντανό (ακόμα) μνημείο ενός κόσμου που ξέρει πως έχει ηττηθεί αλλά δεν είναι διατεθειμένος να καταθέσει τα όπλα αμαχητί.

Πώς είδε το New Yorker την πόλη που το γέννησε αμέσως μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001

Άλλωστε η ίδια η γέννηση του New Yorker ήταν προϊόν μιας εποχής μετάβασης, αλλαγής, μεταμόρφωσης. Όπως δηλαδή και ο δημιουργός του Harold W. Ross. Γεννημένος το 1892 στο Κολοράντο, γιος ενός ανθρακωρύχου και μιας δασκάλας, είχε την πρώτη του επαφή με τη δημοσιογραφία στην εφηβεία του ως ρεπόρτερ της σχολικής εφημερίδας. Μετά το ξέσπασμα του Ά Παγκόσμιου Πολέμου κατατάχθηκε στο στρατό και βρέθηκε να πολεμά στη Γαλλία. Γρήγορα όμως αποσπάστηκε από το τάγμα του και έθεσε εαυτόν στη διάθεση της στρατιωτικής εφημερίδας Stars & Stripes, όπου γνώρισε τη μετέπειτα πρώτη σύζυγό του Jane Grant.

Ένα περιοδικό για τους Νεοϋορκέζους

Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’20 ο Ross συνέχισε την καριέρα του ως γραφιάς, όμως στην πραγματικότητα δεν τον χωρούσε ο δημοσιογραφικός τόπος. Οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις του με συγγραφείς, δημοσιογράφους και διανοούμενους της πόλης στο περίφημο Στρογγυλό Τραπέζι του ξενοδοχείου Algonquin μεγέθυναν την επιθυμία του για ένα νέο τύπο περιοδικού που θα καθρέφτιζε την ζωή στην Νέα Υόρκη και μέσα στα κείμενά του θα μπορούσαν να καθρεφτίσουν τον εαυτό τους οι – ας το θέσουμε σε αδρές γραμμές- «ψαγμένοι» και «υποψιασμένοι» κάτοικοι της πόλης.

Το πρώτο εμβληματικό εξώφυλλο του New Yorker το Φεβρουάριο του 1925

Με μαγιά τη χρηματοδότηση του Raoul Fleischmann, μεγαλοβιομήχανου άρτου, ο Ross κατάφερε στις 21 Φεβρουαρίου του 1925 να δει το όραμά του να παίρνει σάρκα και οστά ή ορθότερα να αποτυπώνεται σε χαρτί με μελάνι. Το πρώτο τεύχος του New Yorker με το θρυλικό σήμερα εξώφυλλο της φιγούρας του φανταστικού ήρωα Eustace Tilley να εξετάζει μια πεταλούδα μέσα από το μονόκλ του – επρόκειτο για δημιουργία της τελευταίας στιγμής της art editor του περιοδικού Rea Irvin- ήταν γεγονός.

Καλά θα πάει αυτό. Ή και όχι

Ο Ross είχε φανταστεί ένα έντυπο σύγχρονο, πνευματώδες, ζωντανό, μια έκδοση για τη Νέα Υόρκη από εκείνους που την ζούσαν, τη γνώριζαν και καθοδηγούσαν τις συστημικές αλλαγές της. Το σχέδιό του δεν πήγε ακριβώς καλά.

Οι αρχικές αντιδράσεις ήταν τόσο χλιαρές, ώστε ο βασικός χρηματοδότης του και εκδότης του περιοδικού έως το τέλος της ζωής του, ο οποίος είχε προσφέρει και το κτίριο που στέγαζε τα πρώτα γραφεία στον αριθμό 25 της 45ης Οδού σκεφτόταν το πρόωρο και το άδοξο τέλος. Το περιοδικό έμοιαζε στο ξεκίνημά του τουλάχιστον να απευθύνεται αποκλειστικά στον Ρος και τον κλειστό κύκλο των διανοούμενων φίλων του. Κάτι σαν ωδή στην αυτοαναφορικότητα.

Ο ιδρυτής του New Yorker Harold W. Ross

Αλλά και ο ίδιος ο δημιουργός του έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να υποσκάψει το εγχείρημά του. Λέγεται πως κάποιο βράδυ, μεθυσμένος, πόνταρε και έχασε το περιοδικό σε ένα παιχνίδι πόκερ. Με τα πολλά ο Fleischmann πείστηκε να ξεπληρώσει το χρέος και συνέχισε να χρηματοδοτεί (από την αμύθητη περιουσία του) το εγχείρημα που στην καλύτερη περίπτωση έμοιαζε φιλόδοξο, στη χειρότερη ουτοπικό.

Δημοσιογραφία για Pulitzer

Δικαιώθηκε λίγους μήνες αργότερα, όταν το New Yorker βρήκε το βηματισμό του, άρχισε να πείθει τους αναγνώστες και τους συνδρομητές και να καθιερώνει τα ιερά και όσια που ακολουθεί η δημοσιογραφική ομάδα έως σήμερα: το εξαντλητικό fact checking, τα εμβριθή stories, τα (πολύ) μεγάλα αναγνώσματα, τα πνευματώδη σχόλια, τα εικαστικά εξώφυλλα. Σημειώνεται ότι από το 2014 όταν και τα περιοδικά εντάχθηκαν στη λίστα των υποψηφιοτήτων Pulitzer, το New Yorker, που ανήκει πια στο χαρτοφυλάκιο του εκδοτικού ομίλου Conde Nast, έχει τιμηθεί 11 φορές.

Επικεφαλής του περιοδικού από το 1998 ο David Remnick δε θα μπορούσε να απουσιάζει από το ντοκιμαντέρ του Netflix

Οτιδήποτε είχε ενδιαφέρον στην αληθινή ζωή μπορούσε να έχει και μια θέση στις σελίδες του περιοδικού. Τι είχε ενδιαφέρον; Ό,τι έκρινε ο Ross πως είχε ενδιαφέρον. Ο δημιουργός και πρώτος επικεφαλής του εντύπου ήταν πάνω από κάθε κείμενο, παρακολουθούσε στενά τη διαδικασία έκδοσης, είχε εμμονή με τη χρήση της γλώσσας και αντιμετώπιζε με απόλυτο σεβασμό τους γραφιάδες – δημοσιογράφους, ρεπόρτερ και βέβαια συγγραφείς- που συνέβαλαν με τα κείμενά τους σε κάθε έκδοση.

Ένας αιώνας, ίδια θεώρηση

Το ποιος ήταν ο Ross το πνεύμα του οποίου εξακολουθεί να διαποτίζει τις σελίδες του New Yorker μπορεί κανείς να το αντιληφθεί από τον επικήδειο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του στις 8 Δεκεμβρίου του 1951, λίγες ώρες αφότου εκείνος πέθανε ξαφνικά στη Βοστόνη σε ηλικία 59 ετών.

«Όλο το πρωί, άνθρωποι μπαινόβγαιναν στα γραφεία μας· άλλοι δακρυσμένοι, άλλοι επιφυλακτικοί, άλλοι θορυβώδεις, οι περισσότεροι παλιοί φίλοι. Γελούσαμε σκεπτόμενοι πώς θα αντιδρούσε ο Ross σε αυτή τη ροή. “Μην ενοχλείς ποτέ έναν συγγραφέα” ήταν από τις πιο ακλόνητες αρχές του.

Το εξώφυλλο του New Yorker αμέσως μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα το Νοέμβριο του 2008

Του άρεσε ο ίδιος να πετάγεται για μια επίσκεψη και να κάθεται για λίγο, αλλά όλη την ώρα ένιωθε μια βασανιστική ανησυχία πως, αν σηκωνόταν και έφευγε, ίσως εμείς καταφέρναμε επιτέλους να συγκεντρωθούμε στη δουλειά και να παράγουμε κάτι. Για εκείνον, ένας συγγραφέας την ώρα που δουλεύει –είτε στο γραφείο είτε οπουδήποτε στον έξω κόσμο– ήταν ένα αντικείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον, πολύτιμο, αλλά και εύθραυστο».

Ο σκηνοθέτης Marshall Curry παρακολούθησε για ένα χρόνο την πορεία της ομάδας του New Yorker προς το επετειακό τεύχος με τον αριθμό 5.057 που σηματοδότησε τον πρώτο αιώνα ζωής του περιοδικού

Ναι, η θεώρηση του Harold W. Ross ακούγεται ως τραγική ειρωνεία σήμερα – πολύ περισσότερο σε μια περίοδο που η AI παράγει πια λέξεις με το τσουβάλι, συχνά δε με τη συναίνεση, την υπόθαλψη ή ακόμα και την προτροπή των ίδιων δημοσιογράφων. Το New Yorker, ο τρόπος σκέψης, αντίληψης και παραγωγής δημοσιογραφίας μπορεί υπό αυτή τη θεώρηση να μοιάζει πια ιδεαλιστικός, ρομαντικός, ακόμα και ξεπερασμένος. Στην πραγματικότητα είναι πιο επίκαιρος και απαραίτητος από ποτέ.

Αρκεί να θυμάται κανείς την αποστροφή από τον ατελείωτο σε λέξεις επικήδειο του Ross – ειδικά δε τις στιγμές εκείνες που η αγραμματοσύνη μοιάζει να συναγωνίζεται την ημιμάθεια και αντιστρόφως: «Ήρθε στη Νέα Υόρκη εξοπλισμένος με ελάχιστη γνώση και μόλις δύο βιβλία — το Λεξικό Webster και το Modern English Usage του Fowler. Αυτά τα βιβλία ήταν η ιστορία του, η γεωγραφία του, η λογοτεχνία του, η τέχνη του, η μουσική του, τα πάντα του».