Αριστοκρατική και κομψή, χωρίς όμως ποτέ να μοιάζει απόμακρη, η Τζούλιαν Μουρ, η πιο εμβληματική κοκκινομάλλα του Χόλιγουντ μετά τη Ρίτα Χέιγουορθ, αποτελεί σίγουρα μία sui generis σταρ. Πριν από λίγες ημέρες έγινε διαθέσιμο για οικιακό streaming στην πλατφόρμα Apple TV+ το δραματικό θρίλερ «Sharper», όπου η χαρισματική ηθοποιός υποδύεται ένα μέλος της καλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης που πέφτει θύμα εξαπάτησης ενός αδίστακτου νεαρού άνδρα (τον ενσαρκώνει ο Σεμπάστιαν Σταν) ο οποίος θέλει να εκδικηθεί κάποιους από τους δισεκατομμυριούχους της αμερικανικής μητρόπολης.

Για τις ανάγκες του ρόλου της η 62χρονη ηθοποιός κράτησε για πρώτη φορά μετά από χρόνια όπλο. Μεγάλη υπόθεση για την ίδια, καθώς αποτελεί ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της ομάδας Everytown for Gun Safety, της οποίας ο ιστότοπος εξηγεί πως αποτελείται από «10 εκατομμύρια Αμερικανούς που έχουν συγκεντρωθεί για να κάνουν τις κοινότητές τους πιο ασφαλείς». Η Μουρ απέκτησε κίνητρο να αναλάβει δράση μετά τη σοκαριστική επίθεση στο δημοτικό σχολείο Sandy Hook το 2012, όπου σκοτώθηκαν είκοσι παιδιά και έξι ενήλικες. Οπως είπε πρόσφατα σε συνέντευξή της στους βρετανικούς «Times»: «Εχω συμμετάσχει ενεργά στο κίνημα για τoν περιορισμό της οπλοκατοχής γιατί συνειδητοποίησα ότι δεν θα κρατούσα τα παιδιά μου ασφαλή αν δεν έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να αλλάξω τη νομοθεσία. Σκέφτηκα: «Δεν είμαι ο γονιός που θέλω να είμαι». Είχα συνεχώς στο μυαλό μου την ιδέα ότι αν τους συνέβαινε κάτι κακό θα ήταν και δικό μου λάθος».

Οταν ο δημοσιογράφος της εφημερίδας τής επεσήμανε ότι οι ηθοποιοί του Χόλιγουντ βρίσκονται σε δύσκολη θέση όταν μιλούν για τον έλεγχο των όπλων επειδή συχνά οι ταινίες στις οποίες παίζουν βασίζονται στη δράση και τη βία, η Μουρ σχολίασε: «Είναι πολύ σημαντικό όταν μιλάμε για την ασφάλεια των όπλων και οι άνθρωποι κατηγορούν την ψυχαγωγία να συνειδητοποιούμε ότι ολόκληρος ο πλανήτης παρακολουθεί τις ίδιες ταινίες και τις ίδιες σειρές με τις ΗΠΑ, αλλά οι αμερικανοί πολίτες είναι που έχουν εύκολη πρόσβαση στα όπλα. Επομένως, δεν είμαι μεγάλη οπαδός των βίαιων ταινιών, αλλά επίσης δεν κατηγορώ για την ένοπλη βία τα έργα ψυχαγωγίας».

Από σαπουνόπερες και μπλοκμπάστερ στα Οσκαρ

Η Μουρ γεννήθηκε ως Τζούλι Αν Σμιθ στο Φορτ Μπραγκ της Βόρειας Καρολίνας στις 3 Δεκεμβρίου 1960, κόρη της Αν, ψυχολόγου και κοινωνικής λειτουργού, και του Πίτερ Μουρ Σμιθ, αλεξιπτωτιστή, συνταγματάρχη και αργότερα στρατιωτικού δικαστή. Η μητέρα της μετακόμισε στις ΗΠΑ το 1951 από το Γκρίνοκ της Σκωτίας.
Ο πατέρας της, από το Μπέρλινγκτον του Νιου Τζέρσεϊ, έχει γερμανική, ιρλανδική, ουαλική και αγγλική καταγωγή. Η Μουρ πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της σε περισσότερες από δώδεκα τοποθεσίες σε όλον τον κόσμο, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής σταδιοδρομίας του πατέρα της. Εχοντας συμφιλιωθεί από νεαρή ηλικία με την καλλιτεχνική της φύση, αποφάσισε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, όπου απέκτησε το πτυχίο της στην υποκριτική από το School of the Performing Arts. Μετά την αποφοίτησή της (το 1983), υιοθέτησε το καλλιτεχνικό όνομα Τζούλιαν Μουρ επειδή υπήρχε ήδη άλλη μία ηθοποιός που ονομαζόταν Τζούλι Αν Σμιθ. Τελειώνοντας τις σπουδές της μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και εργάστηκε εκτενώς στο θέατρο. Oμως, παρά το σοβαρό προφίλ της, έπεσε στην παγίδα που περίμενε κάθε ελκυστική ηθοποιό στα μέσα της δεκαετίας του 1980: τις τηλεοπτικές σαπουνόπερες και μίνι σειρές. Ακόμη και εκεί, ωστόσο, έγινε ολοφάνερο πολύ γρήγορα ότι ήταν φτιαγμένη για μεγαλύτερα πράγματα.

Η μοίρα λοιπόν της επεφύλασσε μια καριέρα στο σινεμά. Η πρώτη αναγνώριση ήρθε το 1995 με την ταινία «Safe» του Τoντ Χέινς. Στα τέλη των 90s έγινε διάσημη χάρη στη συμμετοχή της σε δημοφιλή μπλοκμπάστερ, όμως σύντομα εξελίχθηκε σε ιέρεια του ποιοτικού αμερικανικού κινηματογράφου με σπουδαίες ερμηνείες σε φιλμ-σταθμούς της τελευταίας 25ετίας όπως «Ο μεγάλος Λεμπόφσκι» (1998) των αδελφών Κοέν, «Μανόλια» (1999) του Πολ Τόμας Αντερσον, «Το τέλος μιας σχέσης» (1999), «Χάνιμπαλ» (2001), «Ο παράδεισος είναι μακριά» (2002), τα αριστουργηματικά «Οι ώρες» (2002) και «Τα παιδιά των ανθρώπων» (2006), «Ενας άνδρας μόνος» (2009), «Τα παιδιά είναι εντάξει» (2010), καθώς και η πολύ χαριτωμένη ρομαντική κομεντί «Crazy, Stupid, Love» (2011) με τον Στιβ Καρέλ, την Εμα Στόουν και τον Ράιαν Γκόσλινγκ. Εχει κερδίσει βραβείο ΕΜΜΥ υποδυόμενη τη Σάρα Πέιλιν στην τηλεοπτική παραγωγή «Η μεγάλη ανατροπή» (2012) και έχει τιμηθεί με Οσκαρ Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας για τη συγκλονιστική απεικόνιση μιας ασθενούς με νόσο Αλτσχάιμερ στο δράμα «Still Alice: Κάθε στιγμή μετράει» (2014).

Το περιοδικό «Time» την συμπεριέλαβε το 2015 στην ετήσια λίστα του με τους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον κόσμο, ενώ οι «New York Times» την ονόμασαν το 2020 μία από τις καλύτερες ηθοποιούς του 21ου αιώνα. Στον ελεύθερο χρόνο της η Μουρ γράφει παιδικά βιβλία, ενώ από το 2003 είναι παντρεμένη με τον πολύ όμορφο σκηνοθέτη Μπαρτ Φρόιντλινχ, με τον οποίο έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, την 20χρονη Λιβ και τον 25χρονο Καλ. Εντός του 2023 αναμένεται να προβληθεί και η τηλεοπτική σειρά εποχής «Mary & George» και να κυκλοφορήσει άλλη μία ενδιαφέρουσα κινηματογραφική παραγωγή, στην οποία η Μουρ θα συμπρωταγωνιστεί με τη Νάταλι Πόρτμαν και τον ζεν πρεμιέ Τσαρλς Μέλτον. Ο λόγος για το «May December» του Τοντ Χέινς.