Το 1991, στην Κρήτη, οι αγρότες έκαψαν τη Νομαρχία του Ηρακλείου. Οι άνθρωποι τότε κοίταζαν τις φλόγες όπως κοιτάζεις μια διάγνωση που φοβόσουν καιρό. Είχαν φωνάξει, είχαν προειδοποιήσει, είχαν εξηγήσει ότι η γη δεν αντέχει άλλες αφαιρέσεις. Όταν η σταφίδα έπαψε να προστατεύεται και αφέθηκε στην αγορά, αυτό δεν εκλήφθηκε ως ένα οικονομικό μέτρο. Ούτε σαν κάποια μεταρρύθμιση. Το βίωσαν σαν μια βίαιη μετατόπιση ισχύος. Από τον παραγωγό στον μεσάζοντα, από το χώμα στο χαρτί.
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στο όνομα της αγοράς και των «μεταρρυθμίσεων», ξήλωσε το καθεστώς προστασίας της σταφίδας, με αποτέλεσμα το προϊόν να μείνει ξεκρέμαστο. Οι τιμές κατέρρευσαν, τα χρέη φούσκωσαν. Τα χωριά άρχισαν να «βράζουν». Οι άνθρωποι έβλεπαν τη γη τους να μετατρέπεται σε ένα λογιστικό μέγεθος και ξέσπασαν με άγριο τρόπο. Έτσι συμβαίνει όταν μια μετατόπιση γίνεται απότομα, οι άνθρωποι εξεγείρονται. Ο αγρότης δεν έχει την πολυτέλεια διάφορων θεωριών. Ξέρει μόνο αν η δουλειά του βγάζει επιβίωση ή απλώς βγάζει χρέος. Κι όταν η δουλειά βγάζει μόνο χρέος, τότε ολόκληρο το σύστημα, όσο «ορθολογικό» κι αν αυτοχαρακτηρίζεται, παύει να είναι λογικό. Κανένα σύστημα δεν μπορεί να διεκδικεί νομιμοποίηση όταν αδυνατεί να εγγυηθεί τη στοιχειώδη επιβίωση εκείνων που το τροφοδοτούν.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, ωστόσο, η κατάργηση της προστασίας της σταφίδας παρουσιάστηκε ως αναγκαίος εκσυγχρονισμός. Το κράτος, έλεγαν, δεν μπορούσε πια να αντέχει τις εγγυήσεις, η αγορά έπρεπε να αυτορρυθμιστεί, η αγροτική παραγωγή να προσαρμοστεί στους κανόνες της τότε ΕΟΚ και της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Σε μια χώρα υπερχρεωμένη και υπό πίεση «αξιοπιστίας», η σταφίδα αντιμετωπίστηκε ως κόστος που έπρεπε να περιοριστεί. Για το Μαξίμου ήταν μεταρρύθμιση, για τα χωριά ήταν οικονομική ασφυξία σε πραγματικό χρόνο.
«Η Νομαρχία δεν ήταν πια για εκείνους ένα δημόσιο κτίριο. Είχε καταντήσει ένα άδειο περίβλημα, ένας θεσμός χωρίς νόημα. Και τη στιγμή που οι θεσμοί χάνουν το νόημά τους, οι άνθρωποι έχουν την τάση να τους αποκαθηλώνουν, ενίοτε ακόμη και με τη φωτιά. Μάλλον γιατί ψάχνουν να δουν αν θα ξεμείνει στα αποκαϊδια κάτι αληθινό»
Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, κατήγγειλε την κατάργηση της προστασίας της σταφίδας ως ωμή αντιαγροτική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μιλούσε για εγκατάλειψη της μικρομεσαίας αγροτιάς, παράδοση των παραγωγών στους μεσάζοντες και κοινωνική έκρηξη που ήταν προδιαγεγραμμένη. Δεν υιοθέτησε τη λογική της «τυφλής βίας», αλλά απέδωσε την ευθύνη στη βίαιη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Χωρίς να αμφισβητεί την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, ζητούσε μεταβατική προστασία, πάγωμα χρεών και ειδικές ρυθμίσεις για να μην καταρρεύσει το αγροτικό εισόδημα.
Η Αριστερά μίλησε τότε για ευθεία επίθεση στον μικρό παραγωγό. Κατήγγειλε τη διάλυση των εγγυημένων τιμών, την υποταγή της αγροτικής πολιτικής στις αγορές και την ΕΟΚ, την εγκατάλειψη των συνεταιρισμών και την παράδοση της παραγωγής στους μεσάζοντες. Η φωτιά, θεωρούσε, στη Νομαρχία δεν ήταν απλώς ένα ξέσπασμα οργής, αλλά το κοινωνικό σύμπτωμα ενός συστήματος που έσπαγε μονομερώς το συμβόλαιο με την εργασία.

Φωτιές και διαδηλωτές μπροστά σε αυτοσχέδια οδοφράγματα, κατά το μεγάλο παγκρήτιο αγροτικό συλλαλητήριο για τις τιμές της σταφίδας και τις αλλαγές στην αγροτική πολιτική το 1991 στο Ηράκλειο, Κρήτης.
Οι αγρότες το ’91 δεν όρμησαν στη φωτιά για να ρίξουν κάποιο καθεστώς. Όρμησαν γιατί ένιωσαν ότι αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο είχε διαρραγεί. Η πολιτεία είχε σταματήσει να εγγυάται αυτό που θα έπρεπε να θεωρείται θεμέλιο κάθε κοινωνίας, την απουσία φόβου για το αύριο. Όταν η σχέση παραδόθηκε στη «λογική της αγοράς», ο φόβος μπήκε για πρώτη φορά οργανωμένα στα χωριά.
Η Νομαρχία δεν ήταν πια για εκείνους ένα δημόσιο κτίριο. Είχε καταντήσει ένα άδειο περίβλημα, ένας θεσμός χωρίς νόημα. Και τη στιγμή που οι θεσμοί χάνουν το νόημά τους, οι άνθρωποι έχουν την τάση να τους αποκαθηλώνουν, ενίοτε ακόμη και με τη φωτιά. Μάλλον γιατί ψάχνουν να δουν αν θα ξεμείνει στα αποκαϊδια κάτι αληθινό. Όμως από εκείνες τις φλόγες δεν βγήκε κάτι αληθινό, παρά μονάχα καπνός, στάχτη και χρέη που ανακυκλώθηκαν.
Το αγροτικό κίνημα που σηκώνεται τώρα δεν είναι ακόμη μία «κλασική» διαμαρτυρία των αγροτών. Είναι το δεύτερο μεγάλο μπλοκ κοινωνικής αγανάκτησης, μετά τα Τέμπη. Δεν έχει ακόμη σύμβολα. Έχει όμως εκείνη την ίδια παλιά ύλη του ’91, με άλλες ίσως λέξεις, αλλά την ίδια εμπειρία. Ανασφάλεια, χρέη, εγκατάλειψη από το κράτος. Τότε τους μιλούσαν για την «αγορά». Τώρα τους μιλούν για την «ανταγωνιστικότητα». Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό που ακούνε είναι το ίδιο, «μόνοι σας».
Ο παραγωγός σήμερα δεν καθορίζει ούτε την τιμή, ούτε τον χρόνο, ούτε τους όρους επιβίωσής του. Είναι εγκλωβισμένος σε ένα υπαρξιακό αδιέξοδο, του ανήκουν τα ρίσκα, αλλά όχι τα οφέλη. Και όταν τα ρίσκα κοινωνικοποιούνται και τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται, τότε δεν μιλάμε πια για απλές «στρεβλώσεις». Μιλάμε για έναν μηχανισμό λειτουργίας. Έναν μηχανισμό απέναντι στον οποίο οι αγρότες μοιάζουν σήμερα αποφασισμένοι να σταθούν απέναντι με κάθε κόστος. Ξέρουν καλά πως όταν το σύστημα δεν αποδίδει, τότε και η γη δεν δίνει τίποτα πίσω. Ο σπόρος δεν κοροϊδεύεται.









