Η πρόσφατη «πράσινη συνταγματική βούλα» του νόμου Πιερρακάκη για τα μη κρατικά πανεπιστήμια από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν σηματοδοτεί και την ολοκλήρωση της επιστημονικής συζήτησης γύρω από το σκεπτικό της απόφασης. Αντίθετα, η απόφαση 1918/2025, που «άναψε φωτιές», συνεχίζει να προκαλεί έντονες αντιπαραθέσεις, με τους παροικούντες τη νομική Ιερουσαλήμ να βρίσκονται σε αντιπαραθέσεις διαρκείας για την ορθότητα της συνταγματικότητας του νόμου και τις επιπτώσεις του στην ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα.
Η απόφαση, που ελήφθη με πλειοψηφία 17 προς 8, στηρίχθηκε στην ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος σε συνάρτηση με το ενωσιακό δίκαιο και τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας, κρίνοντας ότι δεν υπάρχει συνταγματική απαγόρευση για τη λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Η απόφαση δίχασε το Δικαστήριο, με την ισχυρή μειοψηφία να υποστηρίζει ότι το άρθρο 16 δεν επιδέχεται ερμηνευτικά ανοίγματα, χαρακτηρίζοντας την ερμηνεία contra Constitutionem.
Τα «στρατόπεδα» αυτά συναντήθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, με τους υπερασπιστές της απόφασης να αντιπαρατίθενται με εκείνους που αμφισβήτησαν την ορθότητά της.
Η συζήτηση εξελίχθηκε υπό την καθοδήγηση του Επίτιμου Προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων, Κώστα Μαυριά, με την παρουσία των καταξιωμένων νομικών και ακαδημαϊκών Ευάγγελου Βενιζέλου, πρώην Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ, Γιάννη Δρόσου, ομότιμου καθηγητή του ΕΚΠΑ, Λίνας Παπαδοπούλου, καθηγήτριας του ΑΠΘ, Αντώνη Μεταξά, καθηγητή του ΕΚΠΑ, Πέτρου Ι. Παραρά, Επίτιμου Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, και Μανώλη Περάκη, αναπληρωτή καθηγητή του ΕΚΠΑ.
Ευάγγελος Βενιζέλος: «Η συλλογιστική του ΣτΕ αποτελεί την αφετηρία της θεωρητικής μου πρότασης για το “επαυξημένο Σύνταγμα”: την αναζήτηση, κάθε φορά, της μείζονος προστασίας τηςδημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μέσα από την ερμηνεία του εθνικού Συντάγματος υπό το φως του ενωσιακού δικαίου, ώστε να διασωθεί το κύρος του Συντάγματος»
Ο πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Ευάγγελος Βενιζέλος, τάχθηκε με σαφήνεια υπέρ της απόφασης 1918/2025 του Συμβουλίου της Επικρατείας, χαρακτηρίζοντάς την ως «μια μεγάλη, εμβληματική, ιστορική απόφαση», η οποία συνιστά «ένα νομολογιακό προηγούμενο που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για πολλά χρόνια». Ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε την ικανοποίησή του, καθώς ο συλλογισμός της Ολομέλειας κρίθηκε ταυτόσημος με αυτόν που είχε διατυπώσει ο ίδιος, μαζί με τον καθηγητή Βασίλη Σκουρή, σε εκτενή γνωμοδότηση που κυκλοφόρησε ως βιβλίο πριν τη δίκη.
Κατά την ανάλυσή του, ο καθηγητής έκανε αρχικά μια αναδρομή στην προηγούμενη νομολογία του ΣτΕ, με τελευταία χαρακτηριστική την απόφαση 178/2023, η οποία επέτρεπε τη συμμετοχή σε τριτοβάθμια εκπαιδευτική διαδικασία που διεξάγεται στην Ελλάδα – ακόμα κι αν ο τίτλος προερχόταν από ξένο ίδρυμα – και αναγνώριζε στον κάτοχο όλα τα επαγγελματικά δικαιώματα (π.χ. διορισμός στο Δημόσιο, δικηγόρος, δικαστής) που είχε και ο απόφοιτος ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου.
Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, η «παρθενία» του άρθρου 16 παρ. 5 και παρ. 8 διαφυλασσόταν στο γεγονός ότι δεν αναγνωρίζονταν τα ακαδημαϊκά προσόντα του τίτλου (π.χ. αδυναμία παρακολούθησης μεταπτυχιακού/διδακτορικού ή ένταξης σε ΔΕΠ ελληνικού ΑΕΙ). Με αυτόν τον τρόπο, «επιτρέπουμε να διεξάγεται, ερήμην της πολιτείας και των ελεγκτικών της μηχανισμών, αυτή η δραστηριότητα, να παρέχεται αυτή η υπηρεσία».
Ο καθηγητής τόνισε ότι η διαμόρφωση αυτής της νομολογίας επήλθε ύστερα από προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων εμπίπτει στο πεδίο του ενωσιακού δικαίου, και το ΣτΕ συμμορφώθηκε με την απάντηση του ΔΕΕ. Αντίστοιχη συμμόρφωση είχε συμβεί και στην υπόθεση του «βασικού μετόχου», όπου το ΣτΕ παρέπεμψε στην ερμηνευτική δήλωση υπό το άρθρο 28 του Συντάγματος – δήλωση που ο ίδιος είχε προσθέσει κατά την αναθεώρηση του 2001 – συνάγοντας υποχρέωση σύμφωνης ή φιλικής προς το Σύνταγμα ερμηνείας του άρθρου14 παρ. 9.
Απαντώντας στο επιχείρημα ότι η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία δεν μπορεί να οδηγήσει σε ερμηνεία «contra Constitutionem», ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε τη «μεγάλη του έκπληξη». Χαρακτήρισε ως «αδιανόητο» το να κρίνεται η σχέση μεταξύ δύο αυτοαναφορικών έννομων τάξεων, όπως η ευρωπαϊκή και η εθνική, ανάλογα με τη «διατύπωση του εθνικού νόμου ή του ελληνικού Συντάγματος».
Τέλος, ο κ. Βενιζέλος υπογράμμισε ότι η συλλογιστική του ΣτΕ αποτέλεσε την αφετηρία της θεωρητικής του πρότασης για το «επαυξημένο Σύνταγμα», το οποίο ορίζεται ως: «η αναζήτηση, κάθε φορά, της μείζονος προστασίας της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μέσα από την ερμηνεία του εθνικού Συντάγματος υπό το φως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άλλων διατάξεων του διεθνούς δικαίου των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή του ενωσιακού δικαίου». Σκοπός είναι «να καταλήξουμε στη μέγιστη δυνατή προστασία, ώστε να διασωθεί το κύρος του Συντάγματος». Καταλήγοντας, τόνισε ότι το ΣτΕ προέβη σε έναν χειρισμό που υπήρξε προστατευτικός για το κύρος του Συντάγματος, και ότι η απόφαση κομίζει τη φυσιολογική συνέχεια των προηγούμενων βημάτων της νομολογίας.
Γιάννης Δρόσος: «Μια ευτράπελη συνέπεια που γεννάται είναι η εξής: Αν η κυρία Κοβέσι μιλούσε μετά την έκδοση της απόφασης του ΣτΕ, ίσως να ζητούσε τη δίωξη υπουργών, αφού, με βάση την επενέργεια του ενωσιακού δικαίου επί του ελληνικού Συντάγματος, το “απαγορεύεται” μπορεί να μετατραπεί σε “επιτρέπεται”»
Ο ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, Γιάννης Δρόσος, τοποθετήθηκε με δριμύτητα κατά της απόφασης του ΣτΕ, δηλώνοντας ότι «δεν μπορώ να ταυτιστώ με το σκεπτικό της πλειοψηφίας», δεδομένου ότι τη θεωρεί «εξ ολοκλήρου εσφαλμένη». Η κριτική του επικεντρώθηκε σε δύο θεμελιώδεις παραδοχές της πλειοψηφίας που έκρινε λανθασμένες.
Πρώτον, χαρακτήρισε εσφαλμένη την παραδοχή ότι το ενωσιακό δίκαιο επιβάλλει – «όχι απλώς επιτρέπει, αλλά επιβάλλει» – τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, και μάλιστα υπό όρους υπηρεσίας.
Δεύτερον, τόνισε ως θεμελιώδη και εσφαλμένη την παραδοχή ότι το ενωσιακό δίκαιο μπορεί να καταλύσει το εθνικό Σύνταγμα. Ο κ. Δρόσος υπογράμμισε ότι το ενωσιακό δίκαιο έχει προτεραιότητα εφαρμογής, όχι όμως υπεροχή έναντι του Συντάγματος. Αυτό σημαίνει ότι καμία εθνική διάταξη δεν μπορεί να προβληθεί έναντι της ευρωπαϊκής ως δικαιολογία για την παραβίασή της.
Για να καταδείξει μια «ευτράπελη συνέπεια» που γεννάται από αυτή τη λογική, ο καθηγητής επικαλέστηκε την πρόσφατη επίσκεψη της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, κυρίας Κοβέσι, στην Αθήνα.
Όπως είπε, η κυρία Κοβέσι διατύπωσε την ευχή να αναθεωρηθεί το άρθρο 86 του Συντάγματος, ώστε να μην διαφεύγουν του δικαστικού ελέγχου υπουργοί που ενδεχομένως εμπλέκονται σε παράνομες πληρωμές ενωσιακών πόρων, όπως στην περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Σχολιάζοντας, ο κ. Δρόσος σημείωσε πως, αν η κυρία Κοβέσι μιλούσε μετά την έκδοση της απόφασης του ΣτΕ, ίσως να ζητούσε κατευθείαν τη δίωξη των υπουργών, «αφού, με βάση την επενέργεια του ενωσιακού δικαίου επί του ελληνικού Συντάγματος, το “απαγορεύεται” μπορεί να μετατραπεί σε “επιτρέπεται”».
Ο καθηγητής δήλωσε ότι, παρότι η απόφαση είναι σημαντική επειδή εισάγει μια αλλαγή παραδείγματος, αυτή η αλλαγή δεν του αρέσει. Κατέληξε εκφράζοντας την αγάπη του για το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται ως «το έσχατο καταφύγιο για ασφαλείς νομικούς δρόμους, για την προστασία μας απέναντι στις επιλογές και τα καπρίτσια των ισχυρών της ημέρας», με την ευχή η συγκεκριμένη απόφαση «να περιέλθει σύντομα στη λήθη, ως μια ατυχής εξαίρεση».
Αντώνης Μεταξάς: «Προβληματική η μη υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της ΕΕ»
Ο καθηγητής του ΕΚΠΑ, Αντώνης Μεταξάς, έθεσε στο τραπέζι τις διερωτήσεις του σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης του ευρωπαϊκού δικαίου, τονίζοντας πως πρόσφατα κλήθηκε να σχολιάσει την απόφαση του ΣτΕ στο «Νομικό Βήμα». Ο τίτλος που επέλεξε για το κείμενό του ήταν ενδεικτικός του προβληματισμού του: «Το παν που εγγίζει το μηδέν. Κίνδυνος ερμηνευτικής ευκαιριακότητας ως κανονιστική άμβλυνση του ευρωπαϊκού δικαίου».
Ο κ. Μεταξάς σημείωσε με έμφαση ότι «δεν γνωρίζω κανέναν, αυτή τη στιγμή, που να υπηρετεί το γνωστικό αντικείμενο του ευρωπαϊκού δικαίου και να προσεγγίζει την ανάγνωση της συγκεκριμένης απόφασης με ενθουσιασμό».
Επικαλούμενος την ευρωπαϊκή νομολογία, ο καθηγητής υπογράμμισε ότι η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου υπόκειται σε ορισμένα όρια. Ειδικότερα, η ερμηνεία αυτή «δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου».
Αυτό που πραγματικά καλούμαστε να κατανοήσουμε, κατά τον ίδιο, είναι γιατί στην προκειμένη περίπτωση δεν έγινε επίκληση της αρχής σύμφωνα με την οποία το ενωσιακό δίκαιο έχει προτεραιότητα εφαρμογής έναντι του εθνικού, αλλά επιλέχθηκε αντ’ αυτού ο μηχανισμός της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας.
Ιδιαίτερα προβληματική, κατά τη γνώμη του κ. Μεταξά, κρίνεται η μη υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στην προκειμένη περίπτωση. Απέρριψε την άποψη ότι όταν υποβάλλεται προδικαστικό ερώτημα «πετάμε τη μπάλα στην κερκίδα», θεωρώντας την «εσφαλμένη». Αντίθετα, τόνισε ότι ο μηχανισμός της προδικαστικής παραπομπής αποτελεί «έναν θεμελιώδη θεσμό, πάνω στον οποίο στηρίχθηκε – και εξακολουθεί να στηρίζεται – όλη η εξέλιξη της ενωσιακής έννομης τάξης».
Λίνα Παπαδοπούλου: «Το ελληνικό και κάθε εθνικό δίκαιο εξελίσσονται. Δεν είναι απαρχαιωμένα, όπως οι δεινόσαυροι σε ένα μουσείο»
Η καθηγήτρια του ΑΠΘ, Λίνα Παπαδοπούλου, εξέφρασε «θερμά συγχαρητήρια στους συντάκτες και τις εισηγήτριες της απόφασης, καθώς και στο Συμβούλιο της Επικρατείας», χαρακτηρίζοντάς την «πραγματικά μεγάλη απόφαση». Όπως σημείωσε, κάθε καλόπιστος αναγνώστης «δεν μπορεί παρά να αξιολογήσει θετικά όσον αφορά την τεκμηρίωση και την εκτεταμένη αιτιολογία της, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί με το διατακτικό της».
Η κ. Παπαδοπούλου εξέφρασε και μια «πολιτική σκέψη», δηλώνοντας ότι δεν θεωρεί την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων ως μια πραγματική μεταρρύθμιση. Κατά την άποψή της, η εκπαίδευση παραμένει ταξική, κάτι που οφείλεται κυρίως στην προσχολική και σχολική εκπαίδευση. Δήλωσε δε ότι, αν ερωτηθεί για τα πανεπιστήμια και το αν θα είναι ιδιωτικά ή δημόσια, η απάντησή της είναι ότι αυτή η συζήτηση έχει δευτερεύουσα σημασία, καθώς η εκπαίδευση, γενικότερα, χρειάζεται πραγματική μεταρρύθμιση.
Περαιτέρω, η καθηγήτρια υπογράμμισε ότι η σχέση μεταξύ ενωσιακού δικαίου και εθνικού Συντάγματος δεν είναι σχέση υπεροχής (όπως η σχέση μεταξύ Συντάγματος και κοινών τυπικών νόμων), αλλά προτεραιότητας εφαρμογής, γεγονός που έχει πρακτική σημασία, διότι αναφερόμαστε σε έναν δυισμό. Τόνισε πως τόσο το ελληνικό όσο και κάθε εθνικό δίκαιο εξελίσσονται – «δεν είναι απαρχαιωμένα, όπως δεινόσαυροι σε ένα μουσείο» – ενώ και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί «ακριβώς έναν προωθητικό μηχανισμό για την εξέλιξή του».
Η κ. Παπαδοπούλου εξήγησε ότι το ενωσιακό δίκαιο «δεν φτιάχνεται από κάποιους άλλους ‘εκεί έξω’», αλλά είναι εξίσου νομιμοποιημένο με το ελληνικό δίκαιο, καθώς φτιάχνεται από τους εκπροσώπους των κρατών-μελών στο Συμβούλιο, από τους αντιπροσώπους των εθνικών λαών στα εθνικά κοινοβούλια και από τους επιτρόπους που έχουν προταθεί από τις εθνικές κυβερνήσεις.
Κατά την άποψή της, όταν δεν εφαρμόζεται το εθνικό Σύνταγμα ή όταν αφήνεται ανεφάρμοστο το άρθρο 16 του Συντάγματος, «δεν καταργούμε τον συνταγματισμό ούτε το Σύνταγμα». Απλώς, «μεταφερόμαστε από ένα στενό εθνικό πλαίσιο σε ένα υπερεθνικό, ενωσιακό πλαίσιο».
Πέτρος Παραράς: «Αντισυνταγματική η διάταξη για τις ανακοινώσεις του ΣτΕ»
Ο Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Πέτρος Ι. Παραράς, έθεσε ζήτημα συνταγματικότητας αναφορικά με την πρόσφατη διάταξη της δικονομίας του ΣτΕ.
Συγκεκριμένα, ο κ. Παραράς έκρινε ως αντισυνταγματική τη παράγραφο 8 του άρθρου 34 της νέας δικονομίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει ότι, σε υποθέσεις αρμοδιότητας της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, ο δικαστικός σχηματισμός αυτός έχει τη δυνατότητα, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να δίνει στη δημοσιότητα, δια του Προέδρου του, μετά το πέρας της διάσκεψης, σύντομη ανακοίνωση για το περιεχόμενο της απόφασης που ελήφθη και την κατά προσέγγιση εκτιμώμενη ημερομηνία δημοσίευσης του κειμένου της.
Μανώλης Περάκης: «Η ίδρυση Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης δεν συνιστά υποχρέωση από το ενωσιακό δίκαιο. Έπρεπε να προηγηθεί η θεσμική διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης»
Ο Αναπληρωτής Καθηγητής του ΕΚΠΑ, Μανώλης Περάκης, αναγνώρισε τη νομική αρτιότητα της απόφασης, αλλά επέκρινε τη θεσμική της βάση και τη συλλογιστική περί σύγκρουσης με το ενωσιακό δίκαιο.
Ο κ. Περάκης δήλωσε εξαρχής ότι η ίδρυση Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης δεν συνιστά υποχρέωση από το ενωσιακό δίκαιο. Ενώ αντιλαμβάνεται ότι κρίθηκε ως μια επιβεβλημένη από τις συνθήκες επιλογή, κατά την ταπεινή του άποψη, έπρεπε να διέλθει από τη θεσμική διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, προκειμένου να εξισορροπηθούν οι πολιτικές και νομικές συνέπειες. Μάλιστα, υποστήριξε ότι παραβιάστηκε η διάκριση των εξουσιών, καθώς ο συνταγματικός νομοθέτης «μετέφερε το βάρος και το πολιτικό κόστος μιας τόσο θεμελιώδους πολιτικής επιλογής στον Ανώτατο Δικαστήριο».
Αναγνώρισε ωστόσο τη νομική αξία της απόφασης, τονίζοντας ότι «η σημασία αυτής της απόφασης έγκειται στο πόσο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι ο Έλληνας δικαστής, για πρώτη φορά στην ιστορία, μπήκε τόσο βαθιά στο ενωσιακό δίκαιο και δάμασε τα κύματα του με απόλυτη αποτελεσματικότητα». Ως προς αυτό, πρόκειται «πραγματικά για μια λαμπρή απόφαση σε νομικό επίπεδο».
Εξέφρασε, ωστόσο, την απορία του, λέγοντας: «Μου είναι ακατανόητο το γεγονός ότι δεν στάλθηκε προδικαστικό ερώτημα».
Σχετικά με τη σύγκρουση, ο κ. Περάκης ανέφερε ότι το ΣτΕ προέκρινε τη σύμφωνη ερμηνεία, κάτι που αποτελεί «μια σεβαστή επιλογή», καθώς συνιστά προσπάθεια αποφυγής του να αφεθεί ανεφάρμοστη μια εθνική συνταγματική διάταξη. Ωστόσο, κατά την άποψή του, «το ενωσιακό δίκαιο δεν επιτρέπει, στο πλαίσιο της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας, την contra legem ερμηνεία». Τόνισε δε ότι η σαφήνεια και αυστηρότητα του γράμματος του άρθρου 16 εμπίπτει σε αυτή την περίπτωση.
Το ερώτημα που εν συνεχεία έθεσε είναι αν υφίσταται τελικά σύγκρουση μεταξύ ενωσιακού και εθνικού κανόνα, καθώς «αν δεν υφίσταται σύγκρουση, τότε η συλλογιστική περί υπεροχής της σύγχρονης ερμηνείας είναι προφανώς περιττή». Για να απαντηθεί αυτό, πρέπει να αναλυθεί το ζήτημα της ενωσιακής αρμοδιότητας.
Ο κ. Περάκης εξήγησε ότι η παιδεία εντάσσεται στις συμπληρωματικές συντονιστικές αρμοδιότητες της Ένωσης, σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτούς τους τομείς, απαγορεύεται η άμεση ή έμμεση εναρμόνιση, καθώς ο ενωσιακός δικαστής «παγίως τονίζει ότι μια συντονιστική αρμοδιότητα της Ένωσης δεν αντικαθιστά την αρμοδιότητα των κρατών μελών και είναι επικουρική προς αυτήν». Άρα, ούτε υφίστανται, ούτε θα μπορούσαν να υφίστανται κανόνες του ενωσιακού δικαίου που να αφορούν την οργάνωση και το καθεστώς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αντίθετα, «ο τομέας της παιδείας εντάσσεται στον σκληρό πυρήνα των κρατικών αρμοδιοτήτων».
Το τελικό του συμπέρασμα είναι ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας διέγνωσε μια μεταστροφή στη νομολογία του ΔΕΕ, με αποτέλεσμα να υπαγάγει στον έλεγχο περί παραβίασης ενωσιακών διατάξεων το συνταγματικώς επιβεβλημένο κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση. Κατά την άποψή του, στην υπόθεση που απασχόλησε το ΣτΕ (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας), ο ενωσιακός δικαστής απλώς επανέλαβε ότι ο έλεγχος αυτός ασκείται μόνο όταν η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται σε ένα πλαίσιο αγοράς ως οικονομική δραστηριότητα, με συνέπεια να μην αφορά ευθέως τη χώρα μας, όπου «η συγκεκριμένη υπηρεσία επιλέγεται από το κράτος να είναι δημόσια και δωρεάν».
Οι παρουσίες
Τη νομική συζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια τίμησαν με την παρουσία τους κορυφαίες προσωπικότητες από τον δικαστικό, ακαδημαϊκό και πολιτικό χώρο. Μεταξύ αυτών: η πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο πρώην Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός και Πρόεδρος ΣτΕ ε.τ., Παναγιώτης Πικραμένος, ο Πρόεδρος του ΣτΕ, Μιχάλης Πικραμένος, και ο Πρόεδρος ΣτΕ ε.τ. και τέως Πρόεδρος Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Κωνσταντίνος Μενουδάκος. Επίσης, παρόντες ήταν ο πρώην Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Βασίλης Σκουρής, και η Ειρήνη Σάρπ, πρώην Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Παρευρέθηκαν, επίσης, καθηγητές που ενώπιον του ΣτΕ τάχθηκαν υπέρ της αντισυνταγματικότητας του νόμου, όπως οι Γιώργος Κατρούγκαλος, Γιάννης Τασόπουλος, Ξενοφών Κοντιάδης και Πάνος Λαζαράτος.





