Μεγάλη αναταραχή έχει προκαλέσει στη διεθνή κοινότητα η δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σχετικά με τη διενέργεια δοκιμών πυρηνικών όπλων.
Υπενθυμίζεται ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν πραγματοποιήσει καμία δοκιμή πυρηνικών όπλων από το 1992 κι έπειτα, ενώ το 1996 υπεγράφη η Συνθήκη για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών (CTBT). Τα τελευταία 30 χρόνια, λοιπόν, υπήρξαν μόνο δέκα πυρηνικές δοκιμές από τις νεότερες πυρηνικές δυνάμεις του πλανήτη, δηλαδή από την Ινδία (1998), το Πακιστάν (1998) και την Βόρεια Κορέα (2006,2009,2013, 2016 και 2017).
Η υπογραφή της Συνθήκης είχε λάβει χώρα έπειτα από πλήθος στοιχείων και καταγγελιών για τον αντίκτυπο των δοκιμών στο περιβάλλον και τον άνθρωπο, οι οποίες, αρχής γενομένης από το 1945, έλαβαν χώρα για πολλές δεκαετίες.
Η αλλαγή πλεύσης από τον Τραμπ
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, όμως, λίγο πριν τη χθεσινή συνάντηση με τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπινγκ, τάραξε τα, εδώ και δεκαετίες, ήρεμα νερά, λέγοντας πως «δεν είχα άλλη επιλογή». Η αιτιολογία πίσω από αυτήν την απόφαση είναι η διαπίστωση εκ μέρους του πως άλλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία, προχώρησαν το τελευταίο διάστημα σε δοκιμές όπλων ικανών να φέρουν πυρηνικές κεφαλές.
Το γεγονός αυτό το αρνείται το Κρεμλίνο, το οποίο από την πλευρά του δήλωσε όμως πως η Μόσχα θα διενεργήσει κι εκείνη πυρηνικές δοκιμές, εάν η Ουάσιγκτον ανοίξει τον χορό. Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ίσως η μόνη φωνή λογικής και σε αυτόν τον τομέα, καθώς κάλεσε τους πάντες «να σεβαστούν τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των πυρηνικών όπλων».
Τα πρακτικά προβλήματα των δοκιμών
Σύμφωνα με την Washington Post, και ο χώρος των δοκιμών θα χρειαστεί τροποποιήσεις και εργασίες. Άνθρωποι που επισκέφτηκαν προσφάτως τις εγκαταστάσεις περιγράφουν τον χώρο και τον εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή του «σκουριασμένο».
Παράλληλα, κενά εμφανίζονται και στο εργασιακό κομμάτι: Πολλοί εργαζόμενοι της Εθνικής Υπηρεσίας Πυρηνικής Ασφάλειας (NNSA) είτε απολύθηκαν στο πλαίσιο της «εκκαθάρισης» για λόγους μείωσης του κρατικού κόστους από το DOGE του Ελον Μασκ είτε τέθηκαν σε διαθεσιμότητα εν μέσω του συνεχιζόμενου shutdown της αμερικανικής κυβέρνησης.
«Αυτοί είναι οι άνθρωποι που κατασκευάζουν τα όπλα, που εμπλουτίζουν το υλικό, που δοκιμάζουν τα υπάρχοντα αποθέματα», δήλωσε η βουλευτής των Δημοκρατικών από τη Νεβάδα, Ντίνα Τάιτους.
Ο χρόνος που απαιτείται
Παράλληλα, οι αξιωματούχοι εμφανίζονται διχασμένοι όσον αφορά το ζήτημα του χρόνου που θα απαιτηθεί για να γίνουν εφικτές οι δοκιμές, καθώς υπάρχουν κάποιοι που δηλώνουν στην Washington Post πως θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μέσα σε μόλις έξι μήνες, ενώ άλλοι τονίζουν ότι είναι πιθανόν να χρειαστούν χρόνια.
Πρώην εργαζόμενοι στις Εγκαταστάσεις Δοκιμών της Νεβάδα (Nevada Test Site) δήλωσαν επίσης ότι η επανέναρξη των δοκιμών θα είναι δαπανηρή και περίπλοκη. Σύμφωνα με τους ίδιους, η εμπειρία στις in situ δοκιμές είναι παρωχημένη, καθώς οι σύγχρονες πυρηνικές δοκιμές βασίζονταν κυρίως σε υπολογιστικά μοντέλα και «αναπαραστάσεις», οι οποίες διακόπτονταν προτού προκαλέσουν φυσικές εκρήξεις.
«Το θέμα του προσωπικού είναι πολύ σημαντικό. Οι διευθυντές των δοκιμών δεν είναι γραφειοκράτες», εξηγεί ο Πολ Ντίκμαν, ομοσπονδιακός αξιωματούχος στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, ο οποίος συμμετείχε σε αρκετές δοκιμές όπλων στη Νεβάδα. «Δεν ήταν άνθρωποι του PowerPoint. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν πολλή εμπειρία στην πλάτη τους».
Οι ανησυχίες
Όπως και να έχει, ανεξαρτήτως του πότε και του εάν τελικά θα ξανακινήσουν οι πυρηνικές δοκιμές από τις ΗΠΑ, οι δηλώσεις Τραμπ δημιουργούν έντονη ανησυχία στη διεθνή κοινότητα. Ο ξεχασμένος εν πολλοίς πυρηνικός κίνδυνος επανέρχεται στο προσκήνιο, σε μία εποχή μάλιστα που οι εμπόλεμες συγκρούσεις, ακόμη και στο έδαφος της Γηραιάς Ηπείρου συνεχίζονται, χωρίς να διαφαίνεται ρεαλιστική προοπτική άμεσης κατάπαυσής τους.
Κάτι τέτοιο δημιουργεί μία ιδιαίτερα επικίνδυνη συνθήκη, καθώς σε περίπτωση που τα όπλα αυτά χρησιμοποιηθούν επί του πεδίου, οι καταστροφές που μπορούν να προκαλέσουν είναι τρομακτικές, ενώ ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος της χρήσης τους είναι εφιαλτικός.






