Το πόσο με ενδιαφέρει η γραφή αυτών των κειμένων, που δημοσιεύει κάθε Τρίτη τo «Βήμα», φαίνεται από την ίδια την ημέρα της εμφάνισής του, όπου αρχίζω να σκέφτομαι και να προετοιμάζω το επόμενο με το ίδιο πάντα «φιλολογικό» προϋποτιθέμενο ασχέτως της επικαιρότητας. (Την στριμώχνω σε ένα ΥΓ.)

Το στοίχημα με τον εαυτό μου γράφοντας, είναι αν «γράφει» το κείμενο, αν τέρπει, όχι αν απλώς διαβάζεται.

Η απορία μου και ο θαυμασμός μου για την απαιτητική αρθρογραφία αυτού του είδους, είναι πώς γράφεται -και με τι αντοχές- του συντάκτη καθημερινά.

Λεπτομέρειες προφανώς και ιδιοτροπίες όταν ο κόσμος χάνεται.

Με τα χαο-κοσμολογικά που συμβαίνουν γύρω μου, σκέφτομαι ότι η κοινοτυπία του κακού με την οποία η Άρεντ χαρακτήρισε τον Άιχμαν, αντικαθίσταται πλέον από τη διαφάνεια του κακού του Πούτιν και του Τραμπ.

Όλοι ξέρουμε πως ο αχαλίνωτος ή συγκεντρωτικός καπιταλισμός (του Τραμπ και του Πούτιν), ακμάζουν, επειδή η λεγόμενη προσφυγή στις κάλπες, ενώ πραγματοποιείται, δεν λειτουργεί.

Το θέμα όμως τίθεται για τις δικές μας δημοκρατίες στην Ευρώπη όπου η βούληση των εκλογέων και η ελεύθερη πρόσβαση στις κάλπες είναι δεδομένη αλλά ήδη παραλλαγμένη καθ’ οδόν από τις βιτρίνες της καπιταλιστικής αγοράς, τους αόρατους σε φυμέ τζάμια «παράγοντες» και τα φανερά καλικαντζαράκια του διαδικτύου. Οπότε, γιατί να εκπλήσσομαι όταν στο τέλος της Ιστορίας με περιμένει η πανουργία της Ιστορίας;

Η δευτερογενής δηλαδή, ύπαρξή της σε ένα «ως εάν», μια επικίνδυνη «μεταφορά» επειδή στο ανακλώμενο (είδωλο) υπάρχει ήδη το μεταφερόμενο (πράγμα), έτσι ώστε η όλη η θεσμική διαδικασία να θυμίζει αίθουσα παραμορφωτικών κατόπτρων σε επαρχιακό λούνα παρκ.

Το ενδιαφέρον είναι ότι όσο ο καπιταλισμός (το σύστημα) λάμπει μαγευτικά, τόσο σκοτεινιάζει στην ανέχεια. Τόσο γίνεται και πιο ακραίος υπό τη μορφή της ευρηματικότητας και της ψηφιακής εκλέπτυνσής του. Χάνουν τα λόγια τους όσοι υποστηρίζουν ότι η καλύτερη θεραπεία των θεσμών είναι η διαφάνεια, διότι «μέσα στα διαφανή, ομοιοστατικά ή ομοιόρευστα συστήματα δεν υπάρχει πια στρατηγική του καλού εναντίον του κακού, υπάρχει μόνο στρατηγική του κακού εναντίον του κακού –η στρατηγική του χειρότερου».

Με τη χαρακτηριστική αυτή φράση ο Ζαν Μπωντριγιάρ, το 1990, στο δοκίμιό του Η διαφάνεια του κακού, προβλέπει αυτό που συμβαίνει σήμερα: την απόλυτη καταστροφή. «Αυτή», γράφει, «θα ήταν εκείνη της πανταχού παρουσίας όλων των δικτύων μιας πλήρους διαφάνειας της πληροφόρησης από την οποία ευτυχώς μας προστατεύει ο πληροφοριακός ιός. Χάρη σε αυτόν δεν πρόκειται να φτάσουμε κατευθείαν στο τέρμα της πληροφόρησης και της επικοινωνίας, που θα ήταν ο θάνατος».

Ζω σαν την καλή χαρά σε μια κουλτούρα θανάτου που με χρεώνει επιπλέον, με την ευθύνη των όσων γράφω και προσπαθώ να σκεφτώ.

Και αυτό που παράγω διανοητικά, κινδυνεύει περισσότερο από το σώμα μου που η φαρμακευτική τεχνολογία κάπως το συντηρεί.

Η αποφυγή της αλλοτρίωσής μου δεν θα συνέβαινε από την επανιδιοποίηση του εαυτού μου αλλά από κάτι το εξωτερικό: τον άλλο, που, διαβάζοντας, με κρίνει όχι μέσα από τον καθρέφτη του συστήματος αλλά μέσα από την ανάγνωση ως ακτιβισμό δωματίου και εμμονή με το τυπωμένο χαρτί.

Η ζωή μου, επειδή εξαρτάται από αυτήν την πλατωνική γνώση του εαυτού, γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρουσα για το έργο μου, ώστε να μην χρειάζεται πια να ζω για να το υποστηρίζω. Επειδή όμως η επιβίωση είναι «το μέλλον που διαρκεί πολύ», φροντίζω για το αποκούμπι: όχι στασίδι και όχι θώκος. Μελέτη και «στοχαστική αυθάδεια», όπως προσφυώς έγραψε στο «Βήμα» ο Γρηγόρης Μπέκος (το συγκρατώ).

Στην πικρή διαπίστωση που ακολουθεί:

«Μπορεί να μην είσαι πια ικανός να πιστέψεις αλλά να πιστεύεις εκείνον που πιστεύει. Μπορεί μην είσαι πια ικανός να αγαπήσεις αλλά μόνο να αγαπήσεις εκείνον που αγαπά», ο Μπωντριγιάρ δεν είχε λάβει υπόψη του ότι σήμερα, μετά απο σαράντα χρόνια, κανείς δεν αγαπά κανέναν. Ο μεγάλος Αμερικανός ποιητής Γουάλας Στίβενς γράφει στη συλλογή Οι αυγές/σελαγισμοί του φθινοπώρου, V :

«Κείμενο δεν υπάρχει; Έργο δεν υπάρχει. Ή, οι άνθρωποι παίζουν απλώς επειδή παρευρίσκονται».

Υ.Γ.

Μου έκανε εντύπωση που οι επικοινωνιολόγοι του Αλέξη Τσίπρα του συνέστησαν να μιλήσει στη Σορβόνη αντί του Paris VIII, που ίδρυσε σχεδόν μετά τον Μάη ’68, ο Νίκος Πουλαντζάς.

Αλλά τι θα έλεγε στα φαντάσματα του Μαρξ; Οτι ο δημοκρατικός καπιταλισμός κι ο οικονομικός πατριωτισμός του θα μας σώσουν;

Εντάξει, ο Τσίπρας ωρίμασε αλλά σαν τα ξερικά σύκα τον Αύγουστο που πέφτουν στο χώμα διότι στο δέντρο δεν τα μαζεύει πια κανείς.

Οπότε προς τι και η χθεσινή του παραίσθηση/παραίτηση;

Σαν τον κακό δημιουργό, δεν διαπράττει ύβριν, διότι την πραγματεύεται.

Σαν το καλό «δημιούργημα» του εαυτού του, πραγματεύεται ως και τον Θεό.

Οπότε το ερώτημα: «Σε τι Θεό πιστεύει ο Τσίπρας;», δεν νομίζω πως υπάρχει λόγος να τεθεί ξανά.

Η Κόλαση δεν είναι μόνον οι άλλοι, αλλά οι ίδιοι και οι ίδιοι.