Tον περασμένο Ιούνιο, ο Φρίντριχ Μερτς δήλωνε από το βήμα της Μπούντεσταγκ ότι «η Γερμανία επιστρέφει», διακηρύσσοντας παράλληλα ότι σκοπεύει να καταστήσει τον γερμανικό στρατό «την πιο ισχυρή συμβατική στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη». Υπό άλλες συνθήκες και όχι πολλά χρόνια πριν, μια τέτοια τοποθέτηση από τα χείλη του γερμανού καγκελάριου θα προκαλούσε τρόμο.

Στην τωρινή συγκυρία όμως, αποτελεί γεγονός επιβεβαιωμένο, με τον πλέον επίσημο τρόπο, αφού, σύμφωνα με έγγραφο που περιήλθε στην κατοχή του Politico, το Βερολίνο θα ξοδέψει περίπου 83 δισ. ευρώ για την αγορά οπλικών συστημάτων. Η πραγματική είδηση ωστόσο, δεν έγκειται στο ύψος των παραγγελιών, αλλά στην εθνικότητα των βιομηχανιών που θα επωφεληθούν από τη γερμανική «γενναιοδωρία» και ειδικότερα τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ευρωπαϊκές προτιμήσεις

Όπως αποκαλύπτει το έγγραφο, μόνο το 8% των συμβάσεων αυτών αφορά αμερικανικά οπλικά συστήματα, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό ευνοεί, κατά κύριο λόγο, την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία. Η μεγαλύτερη εξ αυτών αφορά τα πυραυλικά συστήματα Patriot της Raytheon, με το ύψος της συμφωνίας να υπολογίζεται στα 5,1 δισ. ευρώ. Το συνολικό άθροισμα των κερδών για τις αμερικανικές οπλοβιομηχανίες πάντως, δεν ξεπερνά τα 6,8 δισ. ευρώ, ενώ εξαντλούνται σε βοηθητικούς εξοπλισμούς, από ραδιοφωνικά πακέτα έως τορπίλες, προοριζόμενες για ήδη υπάρχοντα μαχητικά και αναγνωριστικά αεροσκάφη.

Τουναντίον, η μεγαλύτερη σύμβαση ανέρχεται στα 26 δισ. ευρώ και αφορά το πρόγραμμα για τη νέα φρεγάτα τύπου F-127, ανάδοχος του οποίου είναι τα γερμανικά ναυπηγεία TKMS (Thyssenkrupp Marine Systems). Ακόμη 5,9 δισ. θα κατευθυνθούν στη νέα εκδοχή του Eurofighter (Eurofighter Tranche), στην κατασκευή του οποίου συμπράττουν η ευρωπαϊκή εταιρία Airbus, η βρετανική BAE Systems και η ιταλική Leonardo.

Πρόκειται για μια εντυπωσιακή μεταστροφή, αν αναλογιστεί κανείς πως το 2023, το Βερολίνο είχε συνάψει συμφωνίες, ύψους 13,9 δισ. ευρώ, με τους αμερικανικούς κολοσσούς της αμυντικής βιομηχανίας. Κυριότερα όμως, πρόκειται για μια εντυπωσιακή απομάκρυνση από τα υποσχεθέντα της επικεφαλής της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προς τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, μόλις δύο μήνες πριν, όταν η πρώτη δεσμευόταν πως η ΕΕ θα αγοράσει από τις ΗΠΑ στρατιωτικό εξοπλισμό και ενέργεια ύψους 750 δισ. δολαρίων.

Αψηφώντας τις ΗΠΑ

Τι δηλώνει αυτού του είδους η προτίμηση στα όπλα της Ευρώπης και η συνακόλουθη αγνόηση των υποσχεθέντων προς τις ΗΠΑ; Ήδη από την αρχή της ιδιότυπης συμφωνίας, η οποία συνοδεύτηκε από ένα ασαφές κοινό ανακοινωθέν, πολλοί αναλυτές, αλλά και αξιωματούχοι, είχαν εκφράσει τον προβληματισμό τους για τη δυσκολία εφαρμογής της, ειδικά ως προς το σκέλος της άμυνας, όπου οι εθνικές κυβερνήσεις και όχι οι Βρυξέλλες, έχουν τον τελικό λόγο. Ορισμένοι μάλιστα είχαν ερμηνεύσει την ίδια τη συμφωνία και την προχειρότητά της ως μια προσπάθεια για να «αγοράσει» χρόνο η Κομισιόν έναντι του Τραμπ, πείθοντάς τον παράλληλα πως έχει κατορθώσει ακόμη μια νίκη σε εμπορικό επίπεδο.

Υπάρχουν όμως και οι εθνικές διαστάσεις της υπόθεσης. «Η Ευρώπη πρέπει να επανεκτιμήσει τα συμφέροντά της και να επιδιώξει πιο επιθετικά νέες εταιρικές σχέσεις ανά τον κόσμο, καθώς η σχέση της με τις ΗΠΑ αλλάζει», δήλωσε προ ολίγων ημερών ο Μερτς, στο πλαίσιο της ετήσιας συνόδου των περίπου 230 γερμανών πρέσβεων στο Βερολίνο. Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να μετατρέψει τις ΗΠΑ από εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας σε έμπορο όπλων, φαίνεται πως έχει βάλει σε δεύτερες σκέψεις τις ευρωπαϊκές ελίτ, ως προς την ανάγκη να αυτονομηθούν από την Ουάσιγκτον και να δημιουργήσουν «τοίχος προστασίας» απέναντι σε αυτό που οι ίδιες εκτιμούν ως «ρωσική απειλή». Σε αυτό το πλαίσιο, το ειδικό στρατιωτικό ταμείο, ύψους 100 δισ. ευρώ, που ενέκρινε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, το 2022, φαντάζει ήδη ξεπερασμένο.

Το ΝΑΤΟ φτιάχτηκε «για να κρατά μακριά από την Ευρώπη τους Ρώσους, για να φέρει τους Αμερικανούς εντός αυτής και για να συγκρατεί τους Γερμανούς», είχε πει ο πρώτος Γενικός Γραμματέας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, Λόρδος Ίσμεϊ. Οκτώ δεκαετίες αργότερα, δύο από τις τρεις προϋποθέσεις φαίνεται να αναιρούνται εν τοις πράγμασι.