Δεν είναι το σκάνδαλο με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, το «αποτύχαμε» του Μητσοτάκη (ξαφνικά;), τα ξένα λεφτά. Είναι οι απομαγνητοφωνήσεις των εμπλεκόμενων, ο απολογητικός βερμπαλισμός των απολογούμενων υπουργών, τα πρόστυχα ελληνικά και το επίπεδο αυτών που κάνουν κουμάντο στο βουστάσιο και την λάσπη. Διότι ακούστε πως μιλάνε θεσμικά και πως τα λένε χοντρά μεταξύ τους.
Ήρθε λοιπόν να μου ζητήσει τα ρέστα η ηλικία, «στη στερνή μου σκάλα / όπου προσμένω την ώρα της επιστροφής μου να χαράξει / σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια / στην κάσα ενός φιλάργυρου και τέλος / ήρθε η στιγμή της πλερωμής»,oπως γράφει ο Σεφέρης στον «Τελευταίο σταθμό».
Στη στερνή μου σκάλα και εγώ μιας χαμένης Μυκόνου με τις λάμπες πετρελαίου και στα καφενεία τις λουξ, ειδοποιημένος από έναν αργοπορημένο covid που άρπαξα χριστουγεννιάτικα. Και βουρλίζομαι τώρα με τα εισπνεόμενα, δείχνοντας άνετος για πράγματα που δεν μπορώ πια να κάνω, και, παρά ταύτα, τα κάνω, «μαραγκιασμένος από τις δημόσιες αμαρτίες» ως επικοινωνιολόγου και άλλες ιδιότητες του παρελθόντος, όπως π.χ. όσα έγραφα στα δυο τελευταία κείμενά μου γι’ αυτήν τη ξένη, την A-lien Intelligence και την #datapolitik, όπως την αποκαλούν (και την γράφουν με δίεση) τα αριστερόστροφα σαΐνια των αμερικάνικων think tank).
Για να ανασάνω (στο νησί των ανέμων;) διαβάζω τον Σεφέρη όσο πάει και πιο μέσα, δηλαδή πιο κόντρα στην φιλολογική του συρρίκνωση. Συναντώ στον Σεφέρη την Ελλάδα που πασχίζω να ξαναβρώ και δεν μ’ αφήνουν οι ημέτεροι σύντεκνοι στα Ζωνιανά.
Ναι, «είναι παντού το ποίημα σαν τα φτερά του αγέρα μες τον αγέρα».
Σαν τα φτερά αυτού του μόρτη που κόβει βόλτες πάνω απ’ το κεφάλι μου- και δεν εννοώ τίποτα το μεταφυσικό. Μια κάργια είναι απ’ αυτές που ξέμειναν στον ουρανό της Χώρας μαζί με τα γλαρόνια όταν φυσάει ο Πουνέντες.
Βλέπω τη φωτογραφία του ποιητή στη Μύκονο του ’65, έχοντάς την απέναντί μου όπως ο Στρίντμπεργκ τον Ίψεν, όχι για να τον βλαστημάω, αλλά για να τον μακαρίζω που βρέθηκε στη ζωή μου τότε. Υπό μάλης τότε- όταν ήμουν νεαρός-τα “Ποιήματά” του, ώστε να φαίνομαι διανοούμενος στα μάτια των κοριτσιών.
«Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα; / Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;».
Και φυσικά δεν είναι ο Μιχάλης στον «Τελευταίο σταθμό».
Απ’ το νοσοκομείο εγώ έφυγα με κλειστές τις πληγές, αλλά μου τις ξανανοίγει η επικαιρότητα. Δεν προχώρησα στα «σκοτεινά». Όσο για τα «φωτεινά», είναι τα λεντ που βάζουν γύρω γύρω στους καθρέφτες στις ενοικιαζόμενες βίλες για να κάνουν ασορτί τα βράδια με την πισίνα.
Στη Μύκονο, στους αιώνες των γαλάζιων ανέμων της, το φως είναι φυσικό. Και επειδή δεν υπάρχει εμπειρία χωρίς διατύπωση, όπως γράφει ο Γιόζεφ Ροτ, κάθε καλοκαίρι ξεγελιέμαι πιστεύοντας πως το (δια)τυπώνω σε εκατοντάφυλλα τετράδια που δυσκολεύομαι να τα «βγάλω» έτσι που σκάλωσαν τα εκδοτικά στη μονέδα και τον εκάστοτε υπάλληλο.
Εξάλλου, τυπώνεται το φως;
Και ποιό το νόημα να τυπώνεται ένα φως που κιτρινίζει στο χαρτί;
Κλέβω μια ανάρτηση της φίλης μου Ευγενίας Βάγια από το facebook, όπου λέει όσα θα ήθελα να πω- αν δεν δίσταζα, όπως συμβαίνει σε όποιον θέλει και την πίτα και τον σκύλο.
Και να τα κοντοβόλτια από πάνω, ο περί ου ο λόγος κύριος. Ή, για να δώσω μια εικόνα επαρχιακού αναψυκτηρίου, το παιδί εκείνο που βλέπει από ψηλά τον μοτοσυκλετή στον Γύρο του θανάτου γυρίζοντας στο βαρέλι, να τον αγγίζει σχεδόν εξ αιτίας της φυγόκεντρου και να νομίζει πως αυτός γυρνά και όχι η μοτοσυκλέτα.
«ΠΟΙΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΝΑ ΤΥΠΩΝΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ, όταν αποτυπώνεται ψηφιακά όποτε του κάνει κέφι; Θα αφήσω ένα μόνο δάκρυ για το δέντρο και θα περάσω στο εγωιστικό αυτονόητο της ικανοποίησης του απτού, όπως πχ ένα φιλί στο μάγουλο versus μιας καρδούλας. Όμως υπάρχουν και πιο σοβαροί λόγοι από τα σάλια της απόλαυσης.
Πρώτον επειδή το έχεις πάρει κι εσύ πιο σοβαρά: έχει προηγηθεί ένα ξεσκαρτάρισμα και ενδεχομένως μια σκηνοθεσία των ποιημάτων, έναντι του ημερολογιακού χυμαδιού στο facebook ή στο blog που δίνει κάποτε εντύπωση κλαυσίγελου ενός τρελού, καταστρέφοντας την υπόληψή σου στην περίπτωση που ο αναγνώστης πέσει σε κακή μέρα. (Θα μου πεις, γιατί δεν σβήνεις τις αναρτήσεις που δεν σου αρέσουν; Γιατί ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο κι αυτό τείνει στο μηδέν, ειδικά όταν ξεσκαρτάρει ο αυτοκαταστροφικός σου εαυτός.)
Έπειτα, το χαρτί σημαίνει και την αποδοχή του εκδότη, μια έστω σιωπηλή συγκατάνευση ότι τα βρήκε του γούστου του, ειδικά όταν τον υπολήπτεσαι και όταν δεν ζητάει χρήματα από τους δημιουργούς, κάτι τόσο σπάνιο όσο και ένα αλμπίνο παγόνι.
Τρίτον, επειδή τοποθετείσαι ανάμεσα σε ομότεχνους, γειτονεύεις σε αυτό το χρονικά ξεχαρβαλωμένο περιβάλλον που λέμε ζωή κι ας είναι κι αυτό αυθαίρετο, φτιαγμένο από παράλληλους και τυχαίους κόσμους. Έχει τη σημασία του να σε μεταφυτεύουν σε ένα εδώ και τώρα. Κι ας διαβαστείς στο εκεί και τότε.
Τέλος, επειδή μπορεί να σε εκτιμήσουν και όσοι περιφρονούν τις ψηφιακές βεντέτες. Δεν είναι και λίγοι. Και ίσως τελικά να είναι αυτοί, οι πιο σημαντικοί αναγνώστες σου.
Με εξαίρεση τη γραφή στα σφάλματα της οποίας υπέπεσα σε ώριμη ηλικία, όλα τα άλλα τα έκανα -ή τα έπαθα- νωρίς. Έρωτες, αλητείες, σπουδές, εγκυμοσύνες, καλλιτεχνικές τσαλαβούτες, οικογένεια, εργασία, συνταξιοδότηση, και τώρα αυτό! Είχα ακούσει για τη μοναξιά της τρίτης ηλικίας.
Χωρίς καν να έχω ολοκληρώσει την δεύτερη, έχασα φίλους, διέρρηξα σχέσεις, τα έκανα όλα λαμπίκο και voilà Gaston, y-a pas de téléphone qui sonne. Πέφτει το βράδυ, η πόλη φουντώνει κι εμένα με ζώνει η σκόνη και η διακεκομμένη -από τους τρομακτικούς ήχους των οχημάτων που υπογειώνονται για να διασχίσουν κάθετα την Κηφισίας- σιωπή. (Εντάξει βάζω και καμιά μουσική να σκεπάζει ό,τι σιγοβράζει).
Σάμπως δεν τα ‘λεγε ο Σαχτούρης, για το κακό τέλος των ποιητών; Σάμπως τα άκουγα; Έχω μια δικαιολογία ωστόσο: δεν ήξερα ότι είμαι του επαγγέλματος, πού να ξέρω; Μπορεί και να μην είμαι. Μακάρι να μην είμαι».
ΥΓ.
Θα ήταν δύσκολο να εξηγήσει κάποιος – αν δεν ήξερε και αν είχε κλείσει τον ήχο – γιατί στην τηλεόραση (στις Ειδήσεις) μια βλέπει την φωτογραφία του Βορίδη και μια αιγοπρόβατα να κοιτάνε έκπληκτα τον φακό. Οι πιο υποψιασμένοι θα πιθανολογούσαν μία βλακώδη αλληγορία κυβέρνησης αφ’ ενός και λαού αφ’ ετέρου.
Εκτός και αν αναγνώριζαν τον Βορίδη.
Μα για ντιπ κοιμισμένους μας παίρνουν;
«Για σκέψου να ανήκε στο κράτος ο ύπνος», αναρωτιέται ο Νίκος Καρούζος, και απαντά: «Θα πεθαίναμε από εγρήγορση».
Μου συμβαίνει….