Με τον τίτλο «I have your data» στο κείμενό μου της περασμένης Τρίτης, παρέπεμπα χωρίς να το ξέρω στην «πληροφορία», που διάβαζα το Σάββατο στα «Νέα», για τα F-35 και το ρόλο τους στον πόλεμο: «Τα ξέρουν όλα!». Μέσω του λογισμικού τους οι ΗΠΑ γνωρίζουν τα πάντα για τις κινήσεις των Ισραηλινών.

Έχουν τα data τους πριν ακόμα γίνουν «δεδομένα» για τους ίδιους. Είναι ως εκ τούτου προφανές ότι το αμερικανικό Πεντάγωνο γνωρίζει κάθε κίνηση στην αναπόφευκτη ελληνοτουρκική σύγκρουση πριν ακόμα γίνει.

Θεωρώ συνεπώς ατελή (και αφελή )την παλιά διάκριση «κανονικότητας» αφ’ ενός και «έκτακτης ανάγκης» από την άλλη. Το ζούμε κάθε μέρα κανονικά: μεγαλύτερη «έκτακτη ανάγκη» όπως την ξέρουμε από τον Καρλ Σμιττ, έχει γίνει πλέον η έλλειψή της . Το ίδιο το σύστημα με το πρόσχημα της Δημοκρατίας είναι «έκτακτη ανάγκη» σε καθαρό αέρα, όπως η ψυχανάλυση είναι εγκλεισμός έξω από τα κάγκελα

Συμπέρασμα: Με το «I have your data» κάθε κανονιστική ανησυχία, κάθε ρύθμιση με ισχύ νόμου γύρω από τη χρήση των αλγορίθμων δεν επαρκεί ακόμη και σε κράτη του δημοκρατικού τόξου, όπως η Ελλάδα, όπου οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν είναι «παρόλα αυτά προτεραιότητα της Πολιτείας». Το επισήμανε ο -υπό αποχώρηση- πρόεδρος της Αρχής Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Κ. Μενουδάκος.

Εικάζω ότι έστω και στο τέλος της θητείας του ο πρόεδρος αντιλήφθηκε ότι κάθε κίνηση των δεδομένων μας είναι αστυνομευμένη κατά το πρότυπο των «καινοτομιών» του στρατού, αφού η ιδανική Πολιτεία οφείλει να δομηθεί πάνω στην τεχνολογία του στρατεύματος, κι ότι η επαγρύπνηση για νομοθετικές ρυθμίσεις χωλαίνει. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις όμως καθυστερούν ακόμη και στο επίπεδο του βιολογικού αποτυπώματος αυτής της νέας πολιτικής στην Ελλάδα όπως φαίνεται ήδη στην διαχείριση του DNA των νεογνών από ιδιωτικές εταιρείες με τα εύσημα του υπουργού Υγείας.

Τι είναι όμως η Τεχνητή Νοημοσύνη παρά μια γλώσσα με δομή -όπως κάθε γλώσσα- ανεξάρτητη του ανθρώπου που την δημιούργησε.

Από τη δεκαετία του ’80 γνωρίσαμε πολλές προσεγγίσεις των λεγόμενων λογοθετικών δομών και των επικοινωνιακών πράξεων προσανατολισμένων άλλοτε στη συναίνεση και άλλοτε στην κριτική (Χάμπερμας vs Φουκώ), αφού προηγουμένως είχε γίνει δεκτή στην επιστημονική κοινότητα η «γλωσσική στροφή» στην πολιτική θεωρία με τον Λακάν από πίσω να ξεκαρδίζεται και τον Ντερριντά -για την αγάπη του Λακάν- να υπερθεματίζει βλέποντας στη γραφή ό,τι μπορεί να λειτουργεί και μετά το σώμα -εν απουσία του.

Στοχαστές μάλιστα, όπως ο Ντελέζ και ο Ρανσιέ, επεξεργάστηκαν και μια «πολιτική αισθητική» αλλά με έναν τρόπο διαφορετικό από την αντικειμενιστική περιγραφή του ωραίου. Πρότυπο του πρώτου ήταν ο καταστροφικός Φράνσις Μπέικον, του δεύτερου ο κρυπτικός Μαλλαρμέ.

Όσοι περάσαμε από τον πάγκο τους, όσοι τούς διαβάσαμε, δεν ξαφνιαστήκαμε με την παράκαμψη του μαρξισμού. Ο Μαρξ άλλοτε ως «φαντάσματα» άλλοτε ως «εμμένεια» και άλλοτε ως «οικονομία, ηλίθιε», τους συγκρατούσε από το χάος ενός «χάοσμου» που πάνω του έστηναν ένα δίχτυ για να προστατευθούν.

Η αισθητική της πολιτικής όμως, αν εξαιρέσει κανείς την περίπτωση του σατανικού Μπωντριγιάρ δεν ασχολήθηκε με τις ψηφιοποιημένες διακρίσεις, την στατικοποίηση του εικονικού και συνεπώς την αντίσταση προς αυτό που αποκαλούν βία του αλγόριθμου, η οποία, σημειωτέον, απαιτεί νέα εργαλεία πέραν του μαρξισμού, της ψυχανάλυσης και της αποδόμησης μια που ο κιρκάδιος ρυθμός των νέων έχει αλλάξει εξ αιτίας της «προέκτασης» του σώματός τους στο smart της Samsung και η #datapolitik δηλώνει ακριβώς αυτό: ότι δεν έγκειται στην κλιτική προσφώνηση που θεωρητικοποίησε ο Λουί Αλτουσέρ –το «Aκίνητος!» –.

Αντίθετα εξαρτάται από τις πρακτικές αστυνόμευσης που στηρίζονται στη «συνολική κίνηση και όχι απλώς στην εξακρίβωση στοιχείων».(*)

Όσο ο Μπέζος και ο Πιερρακάκης εμβαθύνουν στο μετα-ανθρώπινο είδος τους και όσο η google θηρεύει για τα γούστα τους (μέγεθος στο σακάκι ή στο κότερο), τόσο η έννοια της κυνηγετικής θήρευσης ραφινάρεται και ως κατασκοπεία των αξιωματούχων στα διαμερίσματά τους στην Τεχεράνη.

Αυτή όμως η διαφορετική κριτική οντολογία του αλγόριθμου ως πολιτικού μέσου που μας συνιστά ο Πανατζία δεν απέχει ούτε από τη μεταφυσική της κίνησης ούτε και από τη διαφορά που εισάγει ο εμπειρισμός (Χιούμ, Ντελέζ) καθώς «είναι μια προσοχή στους συνδέσμους παρά στις αντιθέσεις» .

Οι θέσεις του Φουκώ για τη βιοεξουσία, το έργο του Αγκάμπεν για τον homo sacer αναμφίβολα αποτελούν προϋποθέσεις για την ανάλυση της βίας του αλγόριθμου. Διότι το ζήτημα της διατακτικότητας, δηλαδή της ικανότητας ενός μέσου να διατάσσει δυνάμεις και κινήσεις στον χώρο και στον χρόνο, είναι το ζητούμενο από τον αλγόριθμο. Η βία σε σώματα, χωρητικότητες, αντιληπτικότητες, χρονικότητες επιτίθεται.

Εάν η τέχνη θα μας σώσει, δεν περιμένω τον Νίτσε αλλά ούτε και τον Χάιντεγκερ να μου το πει, εφόσον το «είναι» δεν είναι ποτέ στατικό αλλά βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση.

Και το ερώτημα συνίσταται στο εξής: εάν οι αλγόριθμοι «είναι», ή εάν ότι υπάρχει ή ότι μένει από αυτούς κινούμενο, οδηγεί στη μετα-κοινωνία που ζούμε και που ήδη την έχουν σκανάρει για του λόγου μας. Το χειρότερο: ότι μας έχουν ήδη πυροβολήσει.

ΥΓ.

Δεν περιμένω από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να στραφεί εναντίον και άλλων υπουργών Γεωργίας πλην του Βορίδη και του Αυγενάκη εκτός και αν αυτή πληροφορείται από το Pretador ώστε να διερευνηθούν και άλλες κυβερνητικές δραστηριότητες. Είμαι όμως βέβαιος ότι η δράση των δύο πρώην υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης θα αποσαφηνιστεί όταν η δικογραφία έρθει στη Βουλή.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά πώς να μην υιοθετήσω και για την ΝΔ μια σκέψη για τον ΣΥΡΙΖΑ του Βασίλη Παναγιωτόπουλου στην μικρή του μελέτη στο ένθετο του «Βήματος της Κυριακής» με τον τίτλο «Ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία;»: «Αλήθεια, τι μπορεί να σημαίνει το να βρίσκεται στην εξουσία ένα κόμμα που είναι κάτι άλλο απ’ ό,τι νομίζει το ίδιο, και διαφορετικό απ’ ό,τι νομίζουν οι οπαδοί του;».

(*) Ντάβιντε Πανατζία, «Η βία του αλγόριθμου», στον τόμο «Διάλογοι για τη βία», εκδόσεις Πλέθρον, 2025.