Προετοιμασία από την Ε΄ Δημοτικού -μερικές φορές και νωρίτερα-, φροντιστήρια, ιδιαίτερα, διαγωνίσματα προσομοίωσης κάθε Σάββατο, άγχος, συναισθηματική επιβάρυνση.
Η ολοκλήρωση τον περασμένο Μάιο της εισαγωγής μαθητών στα πρότυπα σχολεία άνοιξε και πάλι τη συζήτηση για το πόσο ψυχοφθόρα και ανταγωνιστική είναι η συγκεκριμένες εξετάσεις για τα παιδιά. Η μάχη για μία από τις λιγοστές θέσεις σε ένα Πρότυπο Σχολείο μοιάζει όλο και περισσότερο με μια μικρογραφία των -κατά γενική ομολογία ελαττωματικών-, Πανελλαδικών.
Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στους αριθμούς: την φετινή χρονιά 11.127 μαθητές διαγωνίστηκαν για συνολικά 3.420 θέσεις σε Πρότυπα Γυμνάσια και Λύκεια, Πρότυπα Εκκλησιαστικά και Δημόσια Ωνάσεια Σχολεία. Κάτι που μεταφράζεται σε ποσοστό επιτυχίας λιγότερο από 31%.
Και όσο πιο έντονος είναι ο ανταγωνισμός, τόσο πιο δύσκολες οι εξετάσεις και το επίπεδο της ύλης, η οποία δεν διδάσκεται καν στα Δημοτικά σχολεία, κάνοντας τα φροντιστήρια επιβεβλημένα.
Παιδιά δηλαδή 10 και 11 ετών καλούνται να θυσιάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους, το παιχνίδι, τις διακοπές και τα Σαββατοκύριακά τους με τις τελευταίες εβδομάδες του Δημοτικού να μετρώνται αντίστροφα, όχι για το καλοκαίρι, αλλά για τις εξετάσεις.
Μαζί τους και οι γονείς, που συγκρούονται εσωτερικά για τη στάση που πρέπει να κρατήσουν, για το αν κάνουν καλά που βάζουν τα παιδιά τους στην διαδικασία και αν η τελική επιτυχία αξίζει το ψυχολογικό κόστος.
Μιλήσαμε με τρεις μητέρες, τη Γιώτα Ζαχαρίου, την Κέλλυ Μητσοπούλου και την Πελιώ Παπαδιά που βίωσαν την εμπειρία μαζί με τα παιδιά τους και τον Πανό Πλουμίδη, ψυχολόγο ψυχοθεραπευτή και δικαστικό πραγματογνώμονα (MSc Ιατροδικαστικής – Ψυχιατροδικαστικής) για το πώς νιώθουν οι μαθητές, αλλά και το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν οι γονείς την προετοιμασία, την αποτυχία, αλλ΄ακαι την επιτυχία.
«Ήθελα να τον βουτήξω να φύγουμε»
Στην περίπτωση της οικογένειας του Θεοφάνη, η επιθυμία για το πρότυπο ήταν δική του. Έπειτα από μια γνωριμία και συζήτηση με παιδί που είχε μόλις δώσει εξετάσεις ανακοίνωσε στους γονείς του ότι θέλει να δοκιμάσει και ο ίδιος.
Όπως μας περιγράφει η μητέρα του, Γιώτα Ζαχαρίου, επειδή το παιδί έχει ιστορικό άγχους στην αρχή ήταν πολύ σκεπτική: «Προσπάθησα να τον αποτρέψω. Δεν ήθελα να μπει σε κάτι που δεν ήξερα πώς λειτουργεί και που μπορεί να τον πιέσει. Αλλά το ήθελε».
Έτσι, ξεκίνησε η προετοιμασία. Όχι από την Ε΄ Δημοτικού, όπως συνήθως, αλλά από τα μέσα της ΣΤ’, με φροντιστήριο και με βοήθεια από τον πατέρα του που είναι μαθηματικός.

(EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ)
Την ημέρα των εξετάσεων, η Γιώτα την περιγράφει ως μια εμπειρία πολύ αρνητική: «Ο Θεοφάνης ήταν παγωμένος. Δεν τον έχω ξαναδεί έτσι. Προσπαθούσα να του αποσπάσω την προσοχή, να τον κάνω λίγο να γελάσει, αλλά τίποτα. Ήθελα να τον βουτήξω και να φύγουμε. Ήθελα να του πω μην μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία αγάπη μου, δεν θέλω να μπεις».
Μας περιγράφει ένα χαρακτηριστικό συμβάν έξω από το εξεταστικό κέντρο: «Μία μητέρα με το παιδί της έφτασαν 5 λεπτά μετά τις 9 που κλείδωναν οι πόρτες. Είδα το άγχος και στο κοριτσάκι και στην μαμά για το αν θα τους ανοίξουν. Εκεί ξεκίνησε ένας διάλογος για τους κανονισμούς.
«Το εκπαιδευτικό σύστημα θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη και τη βαθμολογία των τελευταίων τάξεων του δημοτικού».
«Έβλεπα το παιδάκι και σκεφτόμουν, αν ανήκει στην κατηγορία όσων είχαν ξεκινήσει την προετοιμασία από την Ε΄ δημοτικού, οι γονείς του είχαν δώσει τόσα χρήματα σε φροντιστήρια, είχαν περάσει όλοι άγχος και κούραση, πώς θα νιώθει και με τι ψυχολογία θα γράψει; Αλλά ευτυχώς, παρενέβησαν και οι άλλοι γονείς και τελικά τους άνοιξαν».
Όπως μας περιγράφει η Γιώτα, τα παιδιά μπαίνουν στην αίθουσα στις 9 το πρωί και οι εξετάσεις ξεκινούν στις 10. Σε αυτή την 1 ώρα της αναμονής οι καθηγητές προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τους μαθητές, να τους κάνουν να χαλαρώσουν: «Γνωριζόμασταν με τα παιδιά μέσα», λέει ο Θεοφάνης: «Μπήκε ο ένας καθηγητής και προσπαθούσε λίγο να μας ξεμπλοκάρει. Μιλάγαμε για ομάδες και τέτοια».
«Νιώθω άχρηστος»
Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, ο Θεοφάνης είχε γράψει 69 στα 100 και δεν κατόρθωσε να περάσει. Η απογοήτευση ήταν μεγάλη. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και έκλαιγε.

«Ανάβρυτα», Μαρούσι
«Έλεγε πως είναι άχρηστος. Δεν ήθελε να φάει, να πιει, να δει κανέναν», μας περιγράφει η Γιώτα. «Κανόνισα να συναντηθεί με φίλους του, αλλά αρνιόταν. Τελικά δέχτηκε μόνο με την προϋπόθεση ότι θα έστελνα μήνυμα σε όλους να μην του κάνει κανείς ερωτήσεις για το Πρότυπο. Τελικά πήγαμε και πέρασε ωραία»
Η ίδια δε μετανιώνει για τη στήριξη που έδωσαν στον γιο της, αλλά πιστεύει πως το εκπαιδευτικό σύστημα θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη και τη βαθμολογία των τελευταίων τάξεων του δημοτικού, και να μη στηρίζεται η επιλογή σε ένα δίωρο τεστ.
«Δεν μπορείς να κρίνεις ένα παιδί 11 χρονών από ένα γραπτό. Κανείς δεν ξέρει τι κουβαλάει μαζί του εκείνη την ημέρα».
Όσο για τον ίδιο τον Θεοφάνη, εκείνος σκέφτεται ήδη να ξαναδοκιμάσει για τη Β΄ Γυμνασίου. Περισσότερο γιατί δεν θέλει να πάει στο Γυμνάσιο της περιοχής του. Φοβάται ότι εκεί θα γίνεται bullying περισσότερο από ό,τι σε ένα σχολείο με καλούς μαθητές.
«Του εξήγησα ότι οι επιδόσεις των παιδιών στο σχολείο και η μόρφωση γενικά των ανθρώπων, δεν καθορίζει τον χαρακτήρα τους», λέει η Γιώτα. «Εκείνος όμως θέλει να ξαναπροσπαθήσει. Φυσικά θα είμαι και πάλι μαζί του, αλλά ελπίζω ότι μετά από έναν χρόνο στο Γυμνάσιό του δεν θα θέλει να φύγει».
«Το μετάνιωσα εκατό φορές»
Η Κέλλυ Μητσοπούλου είναι μητέρα της Αφροδίτης, μιας μαθήτριας της ΣΤ’ Δημοτικού που πέτυχε την εισαγωγή της στο Βαρβάκειο. Το αποτέλεσμα δηλαδή σε αυτή την περίπτωση ήταν το επιθυμητό, αλλά η πορεία ως εκεί είχε τις ίδιες αγωνίες και σκέψεις που περιέγραψε και η Γιώτα.
«Στην αρχή, χάρηκε πολύ. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, ένιωθε δικαιωμένη. Θυμόταν σχεδόν όλες τις απαντήσεις και υπολόγιζε πως ήταν κοντά στο να περάσει. Ήταν τυπική, πολύ οργανωμένη, ήξερε τι είχε κάνει μέσα στην εξέταση», λέει η Κέλλυ.
«Ένιωσα όπως στις πανελλαδικές. Είναι πολύ σκληρό για τόσο μικρά παιδιά».
Το αποτέλεσμα ήρθε τελικά με βάση χαμηλότερη από την περσινή και η Αφροδίτη βρέθηκε στο πρότυπο σχολείο που είχε ως στόχο.
Κι όμως, μετά τη χαρά, ήρθε το άγχος. «Άρχισε να φοβάται. Μέχρι τώρα έχει πάει μόνο σε ένα σχολείο, από το προνήπιο. Δεν έχει αποχωριστεί ποτέ το περιβάλλον της. Ακόμα κι αν δεν είχε “κολλητές”, της είναι παράξενο να φεύγει από αυτό που ήξερε».

Από επίσκεψη του Πρωθυπουργού σε πρότυπο σχολείο.
Η Αφροδίτη άρχισε την προετοιμασία τον Οκτώβριο της ΣΤ’ Δημοτικού, με δύο φροντιστηριακά μαθήματα την εβδομάδα (μία φορά γλώσσα, μία μαθηματικά).
«Θέλαμε να μην της φάμε όλο το Σάββατο. Γενικά δεν ζορίστηκε πολύ, γιατί ήδη από το σχολείο ήταν συνεπής. Δεν έπρεπε να την κυνηγήσουμε για να διαβάσει, αλλά έπρεπε να στρωθεί. Τα προβλήματα μαθηματικών ήταν πολλά, καμιά φορά 25 μέσα σε μια βδομάδα. Αυτό απαιτεί υπομονή και χρόνο», μας λέει η Κέλλυ.
Το φροντιστήριο παρείχε και προσομοιωτικά τεστ, τα οποία η Αφροδίτη αντιμετώπισε με ενδιαφέρον, αλλά και άγχος. Όπως λέει η μητέρα της: «Είχε συμμετάσχει σε διαγωνισμούς όπως ο “Πλοίαρχος” και ο “Μικρός Ευκλείδης”. Είχε μια τριβή με εξεταστικές συνθήκες. Ήξερε πώς είναι να διαχειρίζεσαι χρόνο. Αλλά μέσα στο εξεταστικό, εκείνη την ημέρα, ήταν πολύ αγχωμένη. Μου είπε ότι σε κάποιες στιγμές ήθελε να φύγει. Να τα παρατήσει».
Η Κέλλυ, που περίμενε απ’ έξω, περιγράφει τη δική της εμπειρία με ένταση. «Το μετάνιωσα εκατό φορές που μπήκαμε σε αυτή τη διαδικασία. Περίμενα έξω και έβλεπα παιδάκια να κλαίνε και να λένε “δεν θέλω να μπω”. Ένιωσα όπως στις πανελλαδικές. Είναι πολύ σκληρό για τόσο μικρά παιδιά».
Το άγχος δεν ήταν μόνο μέσα στην αίθουσα, αλλά και στη διαχείριση της πιθανής αποτυχίας. «Τη μέρα που βγήκαν τα αποτελέσματα, προσευχόμουν να έχει περάσει. Όχι για μένα, για εκείνη. Φοβόμουν πως αν δεν πετύχαινε, δεν θα ήξερε πώς να το διαχειριστεί. Εγώ στις πανελλαδικές, στα 17, ζορίστηκα. Εκείνη είναι 11».
«Είναι σαν να μιλάμε για πανελλαδικές σε ηλικία που τα παιδιά δεν είναι ψυχικά προετοιμασμένα»
Η ίδια η Αφροδίτη επέλεξε να δοκιμάσει: «Της το προτείναμε και είπε ναι. Δεν την πιέσαμε. Πήγε συνειδητά. Αλλά βλέπεις και τι γίνεται. Στο φροντιστήριο κάποια παιδιά έλεγαν “αν δεν γράψω καλά, θα με βάλουν να διαβάζω από το πρωί μέχρι το βράδυ”. Υπάρχει πίεση, υπερβολική. Υπάρχουν γονείς που ακόμα και τώρα, στη δική μας γενιά, λειτουργούν με τόσο αυστηρό τρόπο».
«Θέλουμε το καλύτερο, όμως όχι με κάθε κόστος».
Η Κέλλυ διαφωνεί με την διαδικασία: «Δεν ξέρω αν το σύστημα είναι σωστό. Είναι σαν να μιλάμε για πανελλαδικές σε ηλικία που τα παιδιά δεν είναι ψυχικά προετοιμασμένα. Υπάρχουν παιδιά που είχαν εξαιρετική προετοιμασία, κι όμως έγραψαν πολύ κάτω από το αναμενόμενο. Γιατί; Γιατί μπλόκαραν. Το άγχος τους νίκησε. Δεν έχει σημασία αν είχαν λύσει 100 προβλήματα στο σπίτι».
Η Αφροδίτη τελικά τα κατάφερε: «Ήξερε από πριν ότι το κοντινό σχολείο δεν της ταίριαζε. Θα βαριόταν. Είναι παιδί που δεν αντέχει την αδράνεια. Διαβάζει συνέχεια. Της λέγαμε “άσε το βιβλίο από το χέρι επιτέλους!”. Στο νέο περιβάλλον, ελπίζουμε ότι θα βρει ένα επίπεδο που θα της δώσει κίνητρο. Αλλιώς, θα χρειαζόταν να “σπρώχνουμε” τεχνητά την πρόοδο».
Όσο για το μέλλον, η Κέλλυ είναι ρεαλίστρια. «Το παιδί έχει δυνατότητες. Αλλά και το σύστημα έχει ελλείψεις. Θέλουμε το καλύτερο, όμως όχι με κάθε κόστος. Αν o μικρός μου γιος ακολουθήσει, θα δούμε. Προς το παρόν, βλέπει την αδερφή του και προσπαθεί να τη μιμηθεί».
«Θα περίμενε κανείς ότι σε ένα πρότυπο δεν χρειάζεται φροντιστήριο»
Ο γιος της Πελιώς Παπαδιά είναι ήδη μαθητής πρότυπου σχολείου και μάλιστα φοιτά στην Β’ Λυκείου. Η μητέρα του μιλάει για μια διαφορετική εμπειρία εισαγωγής στην εποχή της πανδημίας:
«Ο Δημήτρης πήγε χαλαρά. Δεν κάναμε προετοιμασία, δεν το κάναμε θέμα. Ούτε εμείς ούτε το σχολείο του. Ήταν η πρώτη χρονιά που άλλαξε ο τρόπος εξέτασης και είχαμε τα πολλαπλής επιλογής».
«Ακόμα και με την καλή πρόθεση των καθηγητών, δεν καλύπτονται τα κενά».
Η διαδικασία όμως των εξετάσεων έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα είναι πολύ ψυχοφθόρα, μάς λέει: «Το άγχος το νιώθουν πιο πολύ οι γονείς. Τα παιδιά δεν ξέρουν τι σημαίνει αποτυχία. Το μαθαίνουν από εμάς. Όταν τα βλέπουμε να μην προχωρούν όπως “πρέπει”, τους μεταφέρουμε την απογοήτευση», λέει η Πελιώ.
Όσο για το πώς λειτουργούν τα πρότυπα σχολεία σύμφωνα με την εμπειρία της, εκτιμά ότι έχουν αυξημένες προσδοκίες, αλλά χωρίς τις κατάλληλες υποδομές: «Δεν είναι ότι οι δάσκαλοι δεν έχουν θέληση. Αλλά είναι υποστελεχωμένα, δεν υπάρχουν πάντα οι κατάλληλοι καθηγητές ή οι υλικοτεχνικές συνθήκες. Κάποιοι εκπαιδευτικοί μπήκαν στα πρότυπα χωρίς να έχουν απόλυτη εικόνα του ρόλου. Άλλοι πήγαν για να φύγουν από το γενικό δημόσιο και αυτό δημιουργεί προβλήματα στην κουλτούρα του σχολείου».
Ακόμη και η μετακίνηση των μαθητών είναι ένα ζήτημα. «Τα σχολικά δρομολόγια καθυστέρησαν μήνες. Δεν είναι αυτονόητο ότι οι υποδομές στηρίζουν αυτά τα παιδιά. Κάποιες οικογένειες πληρώνουν ακόμη και ταξί για να μεταφέρουν τα παιδιά τους που μένουν μακρυά»
Και όταν φτάνει η ώρα του Λυκείου, τα παιδιά, λέει, δεν γλιτώνουν τελικά ούτε από τη φροντιστηριακή πίεση: «Θα περίμενε κανείς ότι σε ένα πρότυπο δεν χρειάζεται φροντιστήριο. Κι όμως, χρειάζονται περισσότερα. Ακόμα και με την καλή πρόθεση των καθηγητών, δεν καλύπτονται τα κενά».
« Όχι μόνο ABCD»
Η Πελιώ είναι επιφυλακτική και απέναντι στον τρόπο που γίνεται η επιλογή. «Αν θέλουμε να κρατήσουμε το σύστημα με τις εξετάσεις, τότε τουλάχιστον ας βασίζεται στο σχολικό πρόγραμμα. Όχι σε φροντιστηριακά σχήματα, όχι σε τύπους πολλαπλής επιλογής που δεν αναπτύσσουν κριτική σκέψη. Όχι μόνο ABCD. Χρειάζεται να βλέπουμε πώς σκέφτεται το παιδί, όχι μόνο αν έδωσε τη σωστή απάντηση».
Η εμπειρία από το πρότυπο δεν είναι απαραίτητα αρνητική. Αλλά είναι πιο σύνθετη από όσο παρουσιάζεται. «Αν είναι να κρατήσουμε τα πρότυπα» προτείνει η Πελιώ, «ας τα ενισχύσουμε ουσιαστικά. Όχι μόνο στις επιδόσεις των μαθητών, αλλά στον τρόπο που εκπαιδεύουν».
«Πίσω από την επιθυμία συμμετοχής υπάρχει η προσδοκία των γονιών»
Σύμφωνα με τον Πάνο Πλουμίδη, ο οποίος διαθέτει εμπειρία σε παιδιά που συμμετείχαν στη διαδικασία των Προτύπων: «Δεν είναι αναπτυξιακά η κατάλληλη ηλικία, 11 ή 12 ετών, για να επωμιστεί ένα παιδί το βάρος εξετάσεων με τόσο ισχυρό ψυχολογικό φορτίο. Δεν μιλάμε μόνο για ένα τεστ· μιλάμε για ένα σύστημα προσδοκιών που κατασκευάζεται γύρω του και ενίοτε πάνω του».
Ειδικά, όπως υποστηρίζει, μια και η όλη διαδικασία δεν είναι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, επιλογή του παιδιού: «Πίσω από την επιθυμία συμμετοχής υπάρχει η προσδοκία των γονιών. Το παιδί ενδέχεται να προσαρμοστεί σε αυτό, να προσπαθήσει να γίνει ‘αποδεκτό’, αλλά πληρώνει ψυχικά το τίμημα».
«Ευερεθιστότητα, προβλήματα ύπνου, απώλεια όρεξης ή υπερφαγία, κοινωνική απόσυρση, κρίσεις άγχους, ακόμη και κρίσεις πανικού».
Επίσης, θεωρεί ότι και τα θέματα, η ύλη για τις εξετάσεις δεν είναι κατάλληλα για την ηλικία των παιδιών: «Τα θέματα είναι συχνά εντελώς δυσανάλογα με τις εμπειρίες και τις γνώσεις ενός παιδιού Δημοτικού. Προϋποθέτουν αναλυτική σκέψη και δεξιότητες που δεν έχουν καλλιεργηθεί μέσα στο σχολείο. Το αποτέλεσμα είναι η έκρηξη της παραπαιδείας, φροντιστήρια και ιδιαίτερα από τα 10 χρόνια. Και φυσικά αυτό εντείνει και τις κοινωνικές ανισότητες».
Ο ίδιος παρατηρεί πως πολλά παιδιά παρουσιάζουν ενδείξεις άγχους πριν και μετά τις εξετάσεις: «Ευερεθιστότητα, προβλήματα ύπνου, απώλεια όρεξης ή υπερφαγία, κοινωνική απόσυρση, κρίσεις άγχους, ακόμη και κρίσεις πανικού. Και μιλάμε για παιδιά που βρίσκονται ακόμη σε ηλικία Δημοτικού».
Και οι επιπτώσεις συνεχίζονται ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Σε περίπτωση αποτυχίας, προτείνει μια στάση ψυχραιμίας από την οικογένεια: «Μειώνουμε τη σημασία της αποτυχίας, δεν συγκρίνουμε το παιδί με άλλους, δεν καταργούμε διακοπές ή παροχές. Τονίζουμε την προσπάθεια και όχι το αποτέλεσμα».
Αν η αποτυχία βιωθεί πολύ έντονα, «μπορεί να είναι ένδειξη ευρύτερης ψυχικής επιβάρυνσης και τότε είναι σημαντικό να αξιολογηθεί από ειδικό».
Ακόμη και στην επιτυχία, τονίζει ότι χρειάζεται μέτρο: «Δεν υπερτονίζουμε την επιτυχία, δεν προβάλλουμε την εικόνα του “άριστου”. Αν το παιδί συνδέσει την αποδοχή με τη διάκριση, ενδέχεται στο μέλλον να φοβάται υπερβολικά την αποτυχία ή να χτίσει μια εικόνα που δεν αντέχει να συντηρεί».
Το βασικό, κατά τον ειδικό, είναι να διερευνάται πρώτα η επιθυμία του ίδιου του παιδιού: «Αν το παιδί το θέλει, ενημερώνουμε αντικειμενικά για τις απαιτήσεις του σχολείου και το στηρίζουμε. Αν όμως δείξει σημάδια δυσφορίας, δεν είναι ντροπή να αποσυρθεί. Το σημαντικότερο δεν είναι το σχολείο που θα πάει. Είναι η υγεία του».