Ηταν μια δύσκολη δουλειά, αλλά κάποιος έπρεπε να την κάνει. Το να βάλεις στη σειρά τα στιγμιότυπα ζωής ενός ανθρώπου που έχει βιώσει δυσανάλογα πολλά και σημαδιακά, για την ηλικία των 25 ετών του, γεγονότα μόνο απλή ή εύκολη υπόθεση δεν είναι. Πόσο μάλλον όταν σκοπός δεν είναι να δημιουργήσεις μια κλασική βιογραφία με τη γραμμική αφήγηση της ζωής του πρωταγωνιστή που οδεύει προς τη δύση του και έχει αποφασίσει να κάνει το ταμείο του, αλλά αναλαμβάνεις να αποτυπώσεις και να χωρέσεις σε λέξεις τη διαδρομή ενός πρωταθλητή τη στιγμή ακριβώς που βρίσκεται στο απόγειό του. Και που, ακόμα περισσότερο, ενσαρκώνει – εκών άκων – με κάθε ικμάδα του την επιτομή της έννοιας του επιδραστικού.

Οταν ο Νίκος Μιχαλόπουλος, πρωταθλητής του ακοντισμού στην κατηγορία Masters, παιδαγωγός και συγγραφέας, απαντούσε το καλοκαίρι του 2024 καταφατικά στην πρόταση να γίνει η φωνή του Εμμανουήλ Καραλή, στην πραγματικότητα αποδεχόταν να ανέβει ένα βουνό. Μόνο που, χωρίς να το γνωρίζει a priori, είχε μαζί του έναν ιδανικό συνοδοιπόρο. Τον ίδιο τον «Manolo», ο οποίος με ειλικρίνεια και με τον γνωστό, πηγαίο και πλήρη συναισθήματος τρόπο του τού εξιστόρησε τις φωτεινές αλλά και τις σκοτεινές στιγμές του, τις επιτυχίες και τα αδιέξοδα, την ελπίδα αλλά και την απογοήτευση. Ολα εκείνα δηλαδή που σμίλεψαν το σπάνιο μέταλλό του. Το αθλητικό, μα πάνω απ’ όλα το ανθρώπινο.

©Σίσσυ Μόρφη

Εχει το δίχως άλλο ενδιαφέρον το γεγονός πως αυτό δεν είναι το πρώτο – νοητό ή πραγματικό – βουνό που ο Μιχαλόπουλος αποφάσισε να κατακτήσει. Τον Δεκέμβριο του 2010 ανέβηκε στα 6.000 μέτρα του Κιλιμάντζαρου ως μέλος μιας πολυεθνικής ανθρωπιστικής αποστολής, στην οποία μάλιστα συμμετείχε και ένα από τα αθλητικά ινδάλματά του (και πλέον φίλη του), η θρυλική τενίστρια Μαρτίνα Ναβρατίλοβα.

Ωστόσο, όπως ο ίδιος επισημαίνει σε αυτή τη συνομιλία, που έγινε με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «Οταν κοιτάς από ψηλά» (εκδόσεις Διόπτρα), η ζωή του δεν πήγαινε πάντα από κορυφή σε κορυφή. Ούτε και εκείνος κατάφερνε να δει πάντα τον κόσμο από ψηλά, να βλέπει τη μεγάλη εικόνα.

Οι δυσκολίες που έζησε από μικρό παιδί, η αμφισβήτηση στα πρώτα του χρόνια στον πρωταθλητισμό και τα τέλματα μπορεί να τον πλήγωσαν και εν πολλοίς να τον διαμόρφωσαν, αλλά δεν τον όρισαν. Αντιθέτως, λειτούργησαν ως καύσιμη ύλη για έμπνευση, την οποία ο ίδιος έχει αποφασίσει, εδώ και πολλά πλέον χρόνια, να μοιράζεται με τους άλλους, αλλά και ως συγκολλητική ουσία, για να γίνει ο ιδανικός αφηγητής της πανανθρώπινης, όπως καίρια τη χαρακτηρίζει, ιστορίας του Εμμανουήλ Καραλή.

Αναρωτιέμαι, κατ’ αρχάς, πώς ξεκίνησε η γνωριμία σας με τον Εμμανουήλ.

«Τον Εμμανουήλ τον ξέρω από παιδί. Με τον πατέρα του, τον Χάρη Καραλή, προπονούμασταν μαζί στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Είχαμε τον ίδιο προπονητή, τον Ολεγκ Λεσίνσκι, έναν Σοβιετικό που είχε αυτομολήσει στην Ελλάδα. Εγώ ήμουν λίγο μικρότερος από τους άλλους αθλητές του και κατά κάποιον τρόπο με είχε υπό την προστασία του.

Με τον Χάρη δεν γίναμε ποτέ φίλοι, με την έννοια ότι δεν κάναμε ποτέ παρέα και δεν ανταλλάσσαμε οικογενειακές επισκέψεις, αλλά βλεπόμασταν πάντα μέσω του αθλητισμού και παρακολουθούσα την εξέλιξή του.

«Κάποτε ήμουν κι εγώ ένα παιδί που είχα δεχτεί bullying. Επειδή ήμουν το κοντό, παχουλό, δειλό παιδί του σχολείου που οι γονείς του δεν ήθελαν με τίποτα να κάνει αθλητισμό».

Οταν αργότερα ξεκίνησα το συγγραφικό μου έργο, εκείνος πάντα μου έστελνε κάποιο μήνυμα, διάβαζε, ερχόταν σε κάποιες παρουσιάσεις και πάντα μου σχολίαζε τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούμουν στα πράγματα. Γύρω στο 2022, τις δύσκολες εποχές για τον Εμμανουήλ, τότε που σκεφτόταν ίσως και να σταματήσει τον πρωταθλητισμό, ο Χάρης μού πρότεινε να δημιουργήσουμε ένα παιδικό βιβλίο για την ιστορία του γιου του.

©Σίσσυ Μόρφη

Μεσολάβησαν δύο χρόνια, ώσπου φτάσαμε στο ευλογημένο καλοκαίρι του 2024, με το ολυμπιακό μετάλλιο και όλες τις άλλες επιτυχίες. Περίπου μία εβδομάδα μετά, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον Εμμανουήλ και τον Χάρη και μου είπαν ότι αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για να δημιουργήσουμε το βιβλίο. Μόνο που πλέον θα ήταν λίγο διαφορετικό. Και έτσι ξεκίνησε αυτή η πολύ ωραία περιπέτεια που μας φέρνει σήμερα εδώ».

Με τον Εμμανουήλ μέσα σε αυτά τα χρόνια είχατε επαφή; Μιλούσατε;

«Τον έβλεπα, μπορεί να λέγαμε ένα «γεια», ίσως στην προπόνηση, αλλά μέχρι εκεί. Γνωριστήκαμε πραγματικά τώρα, με τη συγγραφή του βιβλίου.

Αρχικά δούλεψα με τους γονείς του, τον Χάρη και τη Σάρα. Ηθελα να έχω μια πολύ ξεκάθαρη εικόνα και γνώμη για το περιβάλλον που είχε διαμορφωθεί πριν γεννηθεί ο Εμμανουήλ. Ηθελα να δω τις ρίζες, να μάθω τι οδήγησε αυτά τα παιδιά να πάρουν τότε εκείνες τις αποφάσεις. Πρέπει να σας πω ότι η ιστορία τους, ειδικά της Σάρας, είναι τρομερή. Είναι βιβλίο από μόνη της.

«Ο,τι διαβάσετε σε αυτό το βιβλίο είναι γραμμένο μεταμεσονύκτια. Δεν ήθελα να χάσω τη σκέψη, αλλά κυρίως το συναίσθημα που είχα».

Ετσι λοιπόν ξεκίνησε η διαδικασία. Θυμάμαι ότι έστελνα τα πρώτα κείμενα και στους δύο όταν τα έγραφα, αν και δεν το συνηθίζω, αλλά είχαμε τόσο καλή χημεία και σχέση που είχα ανάγκη και εγώ να πάρω το feedback και την πρώτη τους αντίδραση. Ξέρετε, από την αρχή έγραφα σε πρώτο πρόσωπο, οπότε ήμουν με έναν τρόπο η φωνή του Εμμανουήλ.

Θυμάμαι ότι η Σάρα μού έλεγε πάντα – και αυτό ήταν πολύ μεγάλη δύναμη για εμένα – ότι «ενώ ακόμα δεν έχεις μιλήσει με τον Εμμανουήλ, είναι σαν να ακούω το παιδί μου». Λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν πια είχα συνομιλήσει με τους γονείς, τους προπονητές και την ψυχολόγο του Εμμανουήλ, ξεκινήσαμε τις συναντήσεις μας».

Τι θυμάστε από την πρώτη συνάντησή σας;

«Συναντηθήκαμε για να πιούμε έναν καφέ κάπου στα Σπάτα. Να πω την αλήθεια, δεν πίστευα ότι θα δουλεύαμε. Ομως αποδείχθηκε μία από τις πιο ουσιαστικές συναντήσεις μας. Αμέσως είχαμε χημεία. Ισως βοήθησε και η δική μου ιστορία στον αθλητισμό, γιατί γνώριζα ήδη πολλά πράγματα. Είχαμε κοινές εμπειρίες.

Κάποτε ήμουν κι εγώ ένα παιδί που είχα δεχτεί bullying. Για διαφορετικούς λόγους. Επειδή ήμουν το κοντό, παχουλό, δειλό παιδί του σχολείου που οι γονείς του δεν ήθελαν με τίποτα να κάνει αθλητισμό. Δεν έρχονταν ποτέ να με δουν στις προπονήσεις μου, δεν έρχονταν στους αγώνες μου, όμως ήταν κάτι που εγώ το ήθελα και το έκανα. Θυμάμαι ο πρώτος μου προπονητής την πρώτη μέρα μου στην ομάδα της ΑΕΚ μού είπε ότι δεν θα γίνω ποτέ πρωταθλητής.

©Σίσσυ Μόρφη

Τι θέλω να πω; Οτι οι δρόμοι ήταν κλειστοί για εμένα τότε. Ημουν και από τα αγόρια που δεν τους άρεσε να παίζουν ποδόσφαιρο. Δακτυλοδεικτούμενος».

Και πώς γίνατε η φωνή του Καραλή;

«Βρισκόμασταν σχεδόν κάθε εβδομάδα, μία με δύο φορές, στο Κλειστό Ολυμπιακό Προπονητήριο του ΟΑΚΑ. Βράδυ. Εφευγαν όλοι και εμείς μέναμε και τα λέγαμε όσο πήγαινε. Ηταν πολύ ωραίες συναντήσεις. Θυμάμαι ακόμα την αγκαλιά που μου έκανε όταν χωρίζαμε τα βράδια.

«Γράφοντας αυτό το βιβλίο μπήκα ίσως για πρώτη φορά στην ζωή μου σε αυτό που λέμε «στα παπούτσια του άλλου»».

Κατόπιν επέστρεφα σπίτι και ξεκινούσα το γράψιμο. Ο,τι διαβάσετε σε αυτό το βιβλίο είναι γραμμένο μεταμεσονύκτια. Δεν ήθελα να χάσω τη σκέψη, αλλά κυρίως το συναίσθημα που είχα».

Τι θα λέγατε πως μάθατε γράφοντας αυτό το βιβλίο;

«Μπήκα ίσως για πρώτη φορά στην ζωή μου σε αυτό που λέμε «στα παπούτσια του άλλου». Ενώ είμαστε δύο άνθρωποι πολύ διαφορετικών γενεών, διαφορετικών εμπειριών, διαφορετικών αθλητικών καταστάσεων – εκείνος έφτασε πάρα πολύ ψηλά αθλητικά, εγώ όχι τόσο –, είδα από την αρχή όλα αυτά που σώρευα κι εγώ τόσα χρόνια στον αθλητισμό – σκέψεις, προβληματισμούς, πεποιθήσεις, πιστεύω – μέσα από ένα εντελώς διαφορετικό μάτι, ενός άλλου αθλητή, μιας άλλης πάστας και ποιότητας.

«Αισθανόμουν πάντα ένας άνθρωπος που περισσεύει. Δεν είχα πολλούς φίλους και δεν ήμουν ιδιαίτερα κοινωνικός. Δεν μπορούσα να ταυτιστώ εύκολα με τους συνομηλίκους μου».

Και τελικά κατάλαβα ότι είναι πολύ περισσότερα τα πράγματα που μας ενώνουν και στον αθλητισμό από εκείνα που μας χωρίζουν. Αυτό θέλω να είναι το μήνυμα του βιβλίου. Ξέρετε, η ιστορία του Εμμανουήλ είναι πανανθρώπινη».

Αν σας ρωτήσω τι έκανε σωστά αυτός ο άνθρωπος και όχι μόνο αντεπεξήλθε στις δυσκολίες, αλλά διαπρέπει, τι θα μου πείτε;

«Ο τρόπος του ήταν ότι κατάφερε να μείνει στο φως. Τα γύρω του σκοτάδια δεν τον έκαναν να χάσει ποτέ το φως από μπροστά του. Και είναι πολύ σημαντικό ότι είχε πάντα δίπλα του την πολύ δυνατή οικογένειά του».

Εν αντιθέσει με εσάς, όπως είπατε νωρίτερα.

«Εμένα μου έλειψαν οι γονείς μου. Και έπρεπε να παλέψω πάρα πολύ για να το ξεπεράσω. Οταν άρχισα ως νεαρός αθλητής να κάνω τους πρώτους μου αγώνες με την εθνική ομάδα στο εξωτερικό, δεν πήγαινα ποτέ καλά. Οι γονείς μου άθελά τους με την απουσία και την αδιαφορία τους μου είχαν περάσει το μήνυμα ότι αυτό που κάνω δεν έχει αξία και σημασία για τους άλλους ανθρώπους».

Από εκεί ενδεχομένως πηγάζει και το ενδιαφέρον σας για τα παιδιά, η συγγραφή βιβλίων και οι ομιλίες που κάνετε σε ομάδες μαθητών;

«Αισθανόμουν πάντα ένας άνθρωπος που περισσεύει. Δεν είχα πολλούς φίλους και δεν ήμουν ιδιαίτερα κοινωνικός. Δεν μπορούσα να ταυτιστώ εύκολα με τους συνομηλίκους μου. Εκείνοι ήταν αρκετά σκληροί μαζί μου και αυτό με πονούσε.

Οπότε όλους αυτούς τους ανθρώπους που για κάποιους λόγους αντιμετωπίζουν τα ίδια ή ίσως πολύ πιο σοβαρά πράγματα και θέματα από εμένα τους καταλαβαίνω. Θέλω να τους πάρω μια αγκαλιά και να τους πω: «Μη μασάς, είμαι εδώ εγώ για εσένα. Αν αντέξεις τώρα, θα δεις ότι θα γίνεις ένας πολύ δυνατός και διαφορετικός άνθρωπος. Μη φοβηθείς»».