Τι θα έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ αν έβλεπε τη φωτογραφία του Άδωνη Γεωργιάδη χωρίς να ξέρει τίποτα για το μοντέλο;
Θα την συμπεριελάμβανε στον «Φωτεινό θάλαμο» (*) μαζί με τις «κυριοζιτέ» του, όπως τη βασίλισσα Βικτωρία καβάλα στο άλογο, ή τον έκπαγλο νέο με τις χειροπέδες καταδικασμένος σε θάνατο, ή εκείνο το πορτρέτο του σοβαρού κυρίου με τη γραβάτα για το οποίο σκαρφίστηκε την εξής λεζάντα: «Πώς μπορείς να έχεις έξυπνο αέρα χωρίς να σκέφτεσαι τίποτα το έξυπνο;».
Ε, λοιπόν, θα εφάρμοζε σ’ αυτήν την (τελευταία) φωτογραφία με τις ηγεμονικές προθέσεις και το αφ’ υψηλού ύφος του εικονιζόμενου νεάζοντος μεσήλικα, τη θεωρία του για το studium και το punctum που την μεταφέρω αυτούσια (ο Ρολάν Μπαρτ δεν πειράζεται, πειράζει).
«Ο κανόνας μου ήταν αρκετά ευλογοφανής ώστε να δοκιμάσω να ονομάσω (θα το χρειαστώ αυτό) τούτα τα δύο στοιχεία, που η συμπαρουσία τους θεμελίωνε, όπως φαίνεται, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειχνα γι’ αυτές τις φωτογραφίες.
Το πρώτο, ολοφάνερα, είναι μια έκταση, έχει την άπλα ενός πεδίου, που το παρατηρώ με αρκετή οικειότητα σε συνάρτηση με τις γνώσεις μου, με την παιδεία μου· αυτό το πεδίο μπορεί να είναι λίγο ή πολύ διακοσμημένο, λίγο ή πολύ πετυχημένο, ανάλογα με την τέχνη ή την τύχη του φωτογράφου, πάντα όμως αναφέρεται σε μια κλασική πληροφορία: την εξέγερση, τη Νικαράγουα, και σ’ όλα τα τεκμήρια και των δύο: φτωχούς μαχητές με πολιτικά, δρόμους μ’ ερείπια, νεκρούς, θλίψη, τον ήλιο και τα βαριά ινδιάνικα μάτια.
Αυτού του πεδίου έχουν βγει χιλιάδες φωτογραφίες, και γι’ αυτές τις φωτογραφίες μπορώ, βέβαια, να νοιώθω κάποιο γενικό ενδιαφέρον, κάποτε συγκινημένος, αλλά που η συγκίνηση αυτή περνά από τον λογικό διασταθμό μιας ηθικής και πολιτικής παιδείας.
Αυτό που αισθάνομαι για τούτες τις φωτογραφίες έχει σχέση μ’ ένα μέσο συναίσθημα, σχεδόν μ’ ένα ντρεσάρισμα. Δεν έβλεπα στα γαλλικά, καμιά λέξη που να εκφράζει απλά τούτο το είδος ανθρώπινου ενδιαφέροντος· στα λατινικά όμως, αυτή η λέξη, νομίζω υπάρχει: είναι το studium, που δεν σημαίνει, τουλάχιστον αμέσως, «étude» («σπουδή»), αλλά την προσήλωση σε κάτι, την προτίμηση σε κάποιον, ένα είδος γενικής επένδυσης, βιαστικής, βέβαια, αλλά δίχως ιδιαίτερη οξύτητα.
Ακριβώς με το studium ενδιαφέρομαι για πολλές φωτογραφίες, είτε παίρνοντάς τες ως πολιτικές μαρτυρίες, είτε εκτιμώντας τες ως καλούς ιστορικούς πίνακες: διότι με την παιδεία μου (αυτό το συννοούμενο είναι παρόν στο studium) συμμετέχω στα πρόσωπα, στις εκφράσεις, στις χειρονομίες, στο διάκοσμο, στις πράξεις.
Το δεύτερο στοιχείο έρχεται να σπάσει (ή να ρυθμοκοπήσει) το studium. Αυτή τη φορά δεν είμαι εγώ που πάω να το γυρέψω (καθώς επενδύω το πεδίο του studium με την κυρίαρχη συνείδησή μου)· αυτό είναι που φεύγει από τη σκηνή, σαν βέλος κι έρχεται να με διαπεράσει.
Υπάρχει στα λατινικά μια λέξη για τούτη την πληγή, για τούτη την αμυχή, για τούτο το σημάδι που κάνει ένα αιχμηρό εργαλείο· η λέξη αυτή φαίνεται να μου ταιριάζει ακόμα καλύτερα, αφού αναφέρεται και στην ιδέα της στίξης και αφού οι φωτογραφίες για τις οποίες μιλάω μοιάζουν πράγματι εστιγμένες, κάποτε μάλιστα κατάστικτες, από τούτα τα ευαίσθητα στίγματα.
Ακριβώς τούτα τα σημάδια, τούτες οι πληγές είναι στίγματα. Αυτό το δεύτερο στοιχείο που έρχεται να διαταράξει το studium, θα τ’ ονομάσω επομένως punctum· διότι punctum είναι συνάμα: αμυχή, μικρή τρύπα, μικρή κηλίδα, μικρή τομή — αλλά και ζαριά. Το punctum μιας φωτογραφίας, είναι το τυχαίο που, από μόνο του, με κεντά (αλλά και με μελανιάζει, με πονά).
Έχοντας έτσι ξεχωρίσει στη Φωτογραφία δύο θέματα (διότι στο κάτω-κάτω οι φωτογραφίες που μου άρεσαν ήταν φτιαγμένες, όπως και μια κλασική σονάτα), θα μπορούσα να καταπιαστώ διαδοχικά και με το ένα και με το άλλο».
(*) Roland Barthes, Ο φωτεινός θάλαμος: Σημειώσεις για τη φωτογραφία, μτφρ. Γιάννης Κρητικός, Κέδρος, Αθήνα 1983, σ. 41-43.
ΥΓ.
Έχει νόημα να διαβάζει κανείς τον Μπαρτ σήμερα; Να αναφέρεται δηλαδή σε έννοιες αντισυμβατικές που οι οι νεοσυντηρητικοί – -με το παρντόν- τις οικειοποιούνται για να τις εκτρέψουν νοηματικά και να τις αφοπλίσουν; Θα είχε, αν το ενέκρινε και ο Νάσος Βαγενάς.
Αυτό πάντως που δεν έχει κανένα νόημα είναι το εάν ο Βαγενάς διαπιστώνει ότι υπάρχει μια «ασυμφωνία» ανάμεσα στο αίσθημα που νιώθουμε σήμερα διαβάζοντας τα ποιήματα του Αναγνωστάκη και «στο αίσθημα που τα ποιήματα αυτά πιστεύεται ότι εκφράζουν» (Το Βήμα 25/4/25).
Ο λόγος είναι απλός και συναρτάται απόλυτα με τον Γεωγιάδη, την πρόζα του, την πόζα του, τη φωτογραφία του, τις προθέσεις του ως προς την Αριστερά (του Αναγνωστάκη).
Το αίσθημα που νιώθουμε σήμερα και το αίσθημα που «πιστεύεται» ότι αυτά τα ποιήματα (του Αναγνωστάκη) εκφράζουν είναι ακριβώς το ίδιο αίσθημα: Αγανάκτηση.
Και αυτό το αίσθημα ένιωθε έγκλειστος στο σπίτι του στο Μαρούσι και ο Αναγνωστάκης.
Τα υπόλοιπα -άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, δηλαδή- είναι καλά για την Ακαδημία Αθηνών όπου πράγματι, η ιδεολογία δεν συνδέεται ούτε με την αγανάκτηση, ούτε με το έργο τέχνης, αλλά με την Βικτωρία πάνω στο πράσινο άλογο.