…διότι την έχω δει μια μόνο φορά, το καλοκαίρι μετά τα εγκαίνια του Μουσείου της Δήλου. Την άκουσα, αφού τελείωσε η τιποτολογία των επισήμων, να μιλά αλλιώς, πιο πολύ προς Σεφέρη παρά προς Πρόεδρο -και μάλιστα της Δημοκρατίας.

Πιο μέσα από τους αρχαιολόγους στο θέμα, κοντά θα έλεγα σε εκείνον τον γέρο συγκολλητή των αγγείων στο Μουσείο της Μυκόνου, τον Γιώργη Πολυκανδριώτη, που ακούγαμε όταν παίζαμε στην αυλή του Μουσείου να μας μιλά για την Άρτεμη και τις χρυσές αλυσίδες που δέσαν την πλωτή Δήλο στη Μύκονο. Εκείνο το «α» στερητικό που της το αφαίρεσαν για να φανερωθεί: Ά-δηλος, Δήλος.

Η Πρόεδρος λοιπόν τότε, μου φανερώθηκε σαν αυτό που πρέπει να είναι το Σύμβολο: μια επινοημένη αλληγορία, ένα σημαίνον απόμακρο και συγχρόνως τόσο κοντά, ένας φυσικός λογάριθμος.

Αλλά όχι αυτό που θα «φέρει» πλέον συμβολικά επάνω του ο κύριος Τασούλας. Όχι αυτό που είναι συνήθως οι πάσης φύσεως Πρόεδροι.

Την φαντάστηκα σαν αυτό που όντως είναι: ένα πρόσωπο που μπορεί να ενσαρκώνει μια ιδέα με τον τρόπο του προσώπου και όχι της ιδέας.

Για να το πω αλλιώς : ένα «παθηματικό» πρόσωπο με την έννοια του «affect» (παθήματος) και της «affection» (συγκίνησης) όπου το πάθος και η συγκίνηση ξεπερνά αυτόν που την έχει. Ο κόσμος το ένιωσε για πρώτη φορά διότι η Δημοκρατία πάσχει από αναισθησία. Και το «συναίσθημα» για το οποίο επιμένει η Σαντάλ Μουφ, εφεξής το εξευτελίζει ο Τραμπ.

Με την Σακελλαροπούλου πέντε χρόνια στη θέση της Πρόεδρου -υπό μορφήν εξιλαστήριου θύματος των πολιτικών σ’ εκείνη τη δύσκολη εποχή της εκλογής της- κατάλαβα ποιό είναι το σταυροδρόμι στο οποίο συναντάται το υποκείμενο της επιθυμίας (της) με το υποκείμενο του κοινωνικού (μας) δεσμού.

Σ’ αυτό τον κόμβο η Σακελλαροπούλου υπήρξε κυριολεκτικά η Σφίγγα που έθεσε το αίνιγμα: τι πρέπει να είναι ο πολιτικός;

Ο Μητσοτάκης δεν μπόρεσε να το λύσει.

Τα ζύγισε και προτίμησε τη Δεξιά.

Ο Ρενέ Σαρ θα του έλεγε: «Οι κατσίκες βρίσκονται στα δεξιά του κοπαδιού».

Αν μπορώ λοιπόν να την φαντάζομαι κάπως την Σακελλαροπούλου – αν μπορούμε να την φανταστούμε- είναι υπό το πρίσμα του πιό δύσκολου όρου: της φιλίας που δεν είναι μόνον διαπροσωπική σχέση αλλά και κοινωνική. Και μάλιστα, μέσα στο ίδιον στοιχείο της διαφοράς ανάμεσα στους φίλους. Μιας φιλίας -γιατί όχι;- και ανθρώπων που δεν έχουν καν ιδωθεί.

Διότι το ζήτημα της φιλίας για τα λεγόμενα θεσμικά πρόσωπα τίθεται από εκείνο το αποδιδόμενο ρητό στον Αριστοτέλη: «Ώ φίλοι, ουδείς φίλος».

Πώς θα μπορούσαν να είναι φίλοι ο Τασούλας με τον Παυλόπουλο; Λυκόφιλοι, μάλιστα, στην αίθουσα τελετών της Ακαδημίας την πρώτη του νέου έτους, όπου ο δεύτερος θα υποδεχθεί τον πρώτο για να τον υποδεχθεί και ο πρώτος στην εορτή της Δημοκρατίας τον Ιούλιο πριν γίνει κι αυτός ακαδημαϊκός στην θέση της ποίησης.

Ο γάτος όμως της Κατερίνας θα τους βαρεθεί και θα φύγει. Και η ίδια θα στρέφει περιπαικτικά το καθρεφτάκι της στους θεσμικούς της φίλους απο το μπαλκόνι της στο Μεταξουργείο όπως η γυναίκα στον πίνακα του Μπαλτύς.

Προσοχή λοιπόν. Με την φιλία συμβαίνει το εξής:

«Οφείλουμε να αρνηθούμε να αναγνωρίσουμε αυτούς με τους οποίους μας συνδέει κάτι το ουσιαστικό. Θέλω να πω οφείλουμε να τους αποδεχθούμε μέσα στη σχέση μας με το άγνωστο στο οποίο κι αυτοί μας αποδέχονται, στη διαδικασία της απομάκρυνσής μας.

Η φιλία, η σχέση αυτή που δεν έχει εξαρτήσεις, που δεν έχει περιπέτειες (που δεν χωρίζεται σε επεισόδια) και στην οποία διεισδύει ολάκερη η απλότητα της ζωής, περνάει από την αναγνώριση της κοινής ετερότητας (πρωτοτυπίας), η οποία δεν μας επιτρέπει να μιλάμε για τους φίλους μας αλλά μονάχα να τους απευθύνουμε το λόγο, δίχως να τον κάνουμε θέμα συνομιλίας ή μορφή πίστης αλλά κίνηση αμοιβαίας κατανόησης κατά την οποία απευθυνόμενοι σε μας διατηρούν ταυτόχρονα μέσα στη μεγαλύτερη οικειότητα την ατέρμονη απόσταση, αυτόν το βασικό διαχωρισμό, εν όψει του οποίου, ό,τι μας διαχωρίζει, ταυτόχρονα μας ενώνει.

Εδώ η διακριτικότητα δεν αρνείται απλώς να πάρει τη θέση της εκμυστήρευσης (γιατί αυτό θα αποτελούσε αδιακρισία, ακόμη κι αν θέλαμε να το σκεφθούμε) αλλά αποτελεί διαχωρισμό, άμωμο διαχωρισμό εμού και του άλλου που είναι φίλος, μέτρο του τί υπάρχει μεταξύ μας, μη συνέχιση της ύπαρξης»(*).

Όσο για τον υπογράφοντα φίλο εδώ, μια άλλη φράση του Ρενέ Σαρ: «Απάντησε ‘απών’ από μόνος σου, αλλιώς κινδυνεύεις να μη γίνεις κατανοητός»(**)

Και αυτό κάνει.

(*) Maurice Blanchot, «L’ amitié», Gallimard, 1971.

(**) René Char, «Φύλλα του Ύπνου», μετ. Θ. Χατζόπουλος, Πόλις, 2017.