Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο «Κρέας», που μόλις ξεκίνησε το ταξίδι της στους κινηματογράφους, ο Δημήτρης Νάκος καταγράφει με ρεαλισμό τα κακώς κείμενα της νεοελληνικής κουλτούρας μέσα από την ιστορία μιας δολοφονίας σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας: ένας κρεοπώλης και ιδιοκτήτης σφαγείου ετοιμάζεται για τα λαμπρά εγκαίνια του κρεοπωλείου του όταν ο μοναχογιός του σκοτώνει εν βρασμώ τον γείτονα που διεκδικεί ένας μέρος της γης τους. Μοναδικός μάρτυρας στο έγκλημα, ο νεαρός ψυχογιός της οικογένειας που είναι Αλβανός και βλέπει ξαφνικά την τακτοποιημένη ζωή του να ανατρέπεται μπροστά στο δίλημμα αν πρέπει να επωμιστεί ή όχι το φόνο, όπως τον προτρέπουν ο πατέρας και η μητέρα του δράστη, έναντι υψηλής αμοιβής.

«Θέλει θάρρος να σπάσουμε τον κύκλο», λέει στο ΒΗΜΑ ο δημιουργός της ταινίας που όπως σχολιάζει και ο ίδιος, πραγματεύεται το αναπάντεχα επίκαιρο θέμα της αποφυγής ανάληψης ευθύνης αλλά και της συγκάλυψης, κυρίαρχο στη νεοοελληνική κουλτούρα, η οποία κληρονομείται από τη μία γενιά στην άλλη.

Έχεις πει ότι η έμπνευση για το «Κρέας» είναι η Κύμη στην Εύβοια και οι ιστορίες των ανθρώπων της περιοχής. Είναι σαφές ότι είχες στο μυαλό σου ένα θέμα που ήθελες να αναδείξεις και στην περιοχή εκεί βρήκες το δυνατό αφήγημα που συμπλήρωσε το παζλ. Όχι ένα αστυνομικό θρίλερ αλλά ένα κοινωνικό θρίλερ ως μελέτη πάνω στο κοινωνικό μας σύνολο.

Η έμπνευση ήταν όντως ο συνδυασμός της θεματικής και του χώρου που είναι το αγρόκτημα, το οποίο βρίσκεται στην Κύμη και ανήκει στον πατέρα της γυναίκας μου. Είναι μια περιοχή την οποία επισκέπτομαι τα τελευταία 15 χρόνια και την έχω ζήσει σε όλες τις εποχές του χρόνου, όχι μόνο το καλοκαίρι. Επίσης εκεί είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τόπος, γιατί συνδυάζει το βουνό και τη θάλασσα και έχει πολλαπλές εναλλαγές. Έχουμε κάνει ήδη τρεις μικρού μήκους ταινίες στην περιοχή, μεταξύ των οποίων και το «4 Μαρτίου», που είναι ένα πολύ κοντινό σύμπαν στο «Κρέας» όπου έπαιζε ο Παύλος Ιορδανόπουλος τον ίδιο ρόλο, το γιο του χασάπη. Οπότε ναι, αυτό το οποίο με ενδιέφερε ήταν ο συνδυασμός αυτής της τοποθεσίας όπου ήθελα να στήσω μια ιστορία και τη θεματική, στο πλαίσιο της οποίας κάποιος καλείται να αναλάβει την ευθύνη ενός εγκλήματος που δεν έχει κάνει και να φέρει το βάρος έναντι κάποιου άλλου.

«Η ιδέα του θέματος έχει τις ρίζες της στο 2018 και όπως όλες οι μεγάλου μήκους ταινίες στην Ελλάδα, έτσι κι αυτή η ταινία ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν, μέχρι να φτάσει στο κοινό. Δεν είχαμε καμία ιδέα τότε ότι θα προέκυπτε η σύγχρονη τραγωδία με τα Τέμπη και στη συνέχεια το ζήτημα της συγκάλυψης και της ανάληψης της ευθύνης».

Συνήθως ο δημιουργός μιας ταινίας που έχει ένα έγκλημα στην καρδιά του εμφανίζεται επιφυλακτικός στο να αποκαλύψει τα γεγονότα, αλλά εδώ δηλώνεται ότι συμβαίνει ένας έγκλημα.

Η δολοφονία του γείτονα με τον οποίον η οικογένεια έχει διαφορές συμβαίνει από την αρχή και ο δολοφόνος είναι ο γιος. Δεν μας ενδιαφέρει να βρούμε ποιος έχει κάνει τη δολοφονία. Μας ενδιαφέρει να δούμε από τη στιγμή που συμβαίνει η δολοφονία πώς πράγματα τα οποία ήταν καλυμμένα και θάβονταν μεταφορικά και κυριολεκτικά, όπως θα δούμε στην ταινία, έρχονται στην επιφάνεια. Πώς αυτό στη συνέχεια λειτουργεί ως μια ωρολογιακή βόμβα η οποία θα σκάσει αργά ή γρήγορα.

Δημήτρης Νάκος, Φωτ. Γιώργος Βελλής

Το θέμα της ταινίας – η ανάληψη της ευθύνης – είναι τρομακτικά επίκαιρο. Προφανώς σε ενδιέφερε να το αναδείξεις εστιάζοντας στον θεσμό της οικογένειας.

Η ιδέα του θέματος έχει τις ρίζες της στο 2018 και όπως όλες οι μεγάλου μήκους ταινίες στην Ελλάδα, έτσι κι αυτή η ταινία ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν, μέχρι να φτάσει στο κοινό. Δεν είχαμε καμία ιδέα τότε ότι θα προέκυπτε η σύγχρονη τραγωδία με τα Τέμπη και στη συνέχεια το ζήτημα της συγκάλυψης και της ανάληψης της ευθύνης. Δυστυχώς η ταινία συμβαδίζει αυτή τη στιγμή με την ελληνική επικαιρότητα, όπου βλέπουμε ότι το πρώτο πράγμα το οποίο σκέφτονται οι ιθύνοντες να κάνουν είναι η συγκάλυψη και η μη ανάληψη ευθύνης. Κι αυτό ξεκινάει από την οικογένεια: είναι ποτισμένη η ελληνική οικογένεια με τη λογική και την πρακτική να συγκαλυφθούν πρώτα τα πράγματα.

Η πρακτική αυτή συμβαίνει ακόμα και σε απλά θέματα, από το ότι όταν ήμασταν μικροί κάναμε μια ζημιά και το πρώτο που γινόταν ήταν το να το καλύψουμε, να το κουκουλώσουμε, να το κρύψουμε και όχι να πούμε «Το έσπασα το βάζο, εγώ το έκανα!»., μέχρι αργότερα στην εργασία μας, σε περίπτωση λάθους, δεν το αναλαμβάνουμε. Όταν συμβαίνουν πολύ σοβαρότερα θέματα, ακόμα και εγκλήματα δεν αναλαμβάνει κανένας την ευθύνη. Επί COVID-19, για παράδειγμα, δεν έλεγε κανένας ότι είχε COVID και πολλοί ήταν εκείνοι που συγκάλυπταν το γεγονός για να πηγαίνουν στις δουλειές. Υπάρχει μια κουλτούρα συγκάλυψης.

Διαχέεται στην κοινωνία μια κουλτούρα συγκάλυψης γεγονότων και μια μέθοδος προστασίας των δικών μας ελαττωμάτων.

Και με αυτόν και με αυτόν τον τρόπο δεν επιτρέπουν ποτέ οι γονείς να γίνουν υπεύθυνα τα παιδιά τους. Ήταν κάτι που με απασχόλησε από τη στιγμή που γεννήθηκε ο γιος μου το 2015, οπότε έχω μια πολύ μεγάλη ευαισθησία σε σχέση με το πώς συμπεριφέρεται κανείς στα παιδιά. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη συνταγή πάνω σε αυτό, είναι ένας συνεχής μαραθώνιος η έγνοια που οφείλεις να έχεις.

Μέσα από το έγκλημα που διαπράττεται υπάρχουν και άλλα πράγματα που ερευνά η ταινία, όπως είναι ο ρατσισμός, η ξενοφοβία στην ελληνική κοινωνία.

Παρατηρώ ότι παρότι τα πράγματα αρχίζουν και αλλάζουν και οι άνθρωποι που έχουν μεταναστεύσει στην Ελλάδα από χώρες του εξωτερικού, κυρίως από τις γειτονικές μας χώρες με βασικότερη όλων την Αλβανία, γίνονται ολοένα και περισσότερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, η ξενοφοβία δεν έχει εξαλειφθεί εντελώς και αυτό με ενδιέφερε να το ερευνήσω και να το αναδείξω. Διότι έχουμε και εδώ το σχήμα του ξένου που γίνεται μέλος της οικογένειας και όταν τα πράγματα πάνε στραβά, ξαναγίνεται ξένος.

«Είμαστε ανθρωποφάγοι», υποδηλώνει ωμά ο τίτλος της ταινίας.

Ωμή είναι και η εξέλιξη της ιστορίας. Στον ψυχογιό της Χρήστο, η οικογένεια συμπεριφέρεται σαν ένα κομμάτι κρέας. Και βέβαια έχει ένα κρεοπωλείο, έχει το σφαγείο, που είναι παράνομο και με κάποιο τρόπο επιβιώνει λαδώνοντας τους εκπροσώπους κάθε θεσμικής εξουσίας, οι οποίοι είναι αλυσοδεμένοι μεταξύ τους.

«Στον κινηματογράφο δεν μπορείς να πεις ψέματα. Όσο πιο κοντά είσαι στην αλήθεια, τόσο πιο ειλικρινής και έντιμος είσαι και απέναντι στο κοινό».

Σε ενδιέφερε ο ηθοποιός που υποδύεται τον Αλβανό ψυχογιό, να είναι αλβανικής καταγωγής;

Μου αρέσει ο κοινωνικός ρεαλισμός και με την ιδιότητα του θεατή και με την ιδιότητα του δημιουργού. Στον κινηματογράφο δεν μπορείς να πεις ψέματα. Όσο πιο κοντά είσαι στην αλήθεια, τόσο πιο ειλικρινής και έντιμος είσαι και απέναντι στο κοινό. Ήθελα να έχω έναν ηθοποιό αλβανικής καταγωγής, μεγαλωμένο στην Ελλάδα και ήμουν πάρα πολύ τυχερός που μπορέσαμε να συνεργαστούμε με τον Κώστα Νικούλι, ο οποίος είναι αλβανικής καταγωγής, μεγαλωμένος εδώ. Ευτυχώς δεν έχει ζήσει τον ρατσισμό που ζουν άλλοι Αλβανοί ή ο ήρωας που υποδύεται στην ταινία. Συνεργαστήκαμε πολύ ωραία. Προέκυψαν και σ’ εκείνον μνήμες και θεματικές που ήθελε και ο ίδιος να εξερευνήσει. Ήταν πολύ μέσα στον ρόλο.

Δημήτρης Νάκος, Φωτ. Γιώργος Βελλής

Υπήρξε κάποιο έγκλημα πραγματικό στην ελληνική επαρχία που σου κίνησε την περιέργεια και το έψαξες βαθύτερα;

Όχι, αυτό το στοιχείο του εγκλήματος σε σχέση με την ιστορία της Κύμης είναι μυθοπλασία. Ωστόσο, με ενδιαφέρει το αστυνομικό ρεπορτάζ και η έρευνα γύρω από το πώς φτάνει κάποιος να διαπράξει έγκλημα. Οι 9 στους 10 εγκληματίες που ακούμε στις ειδήσεις να φτάνουν στο έγκλημα, δεν είναι επαγγελματίες δολοφόνοι. Και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Όταν όμως φτάνουν στο φόνο, σημαίνει ότι κάτι υπάρχει μέσα τους. Γιατί πολλές φορές ακούμε τη φράση «Μα πως έγινε αυτό; Το παιδί δεν είχε δώσει δικαιώματα». Κάτι όμως συνέβαινε μέσα στην ψυχή του για να φτάσει στο σημείο του εγκλήματος. Εγκλήματα παρόμοια έχουν γίνει πολλά και στην ελληνική επαρχία. Επομένως είχα πολλά τέτοια παραδείγματα στο μυαλό μου, τα οποία συνέδεσα με τον τόπο που είπα πριν και με τη θεματική που ήθελα να εξερευνήσω. Και όλο αυτό ήταν ένα μείγμα που αποτυπώθηκε στο τελικό σενάριο.

Ο χαρακτήρες της ιστορίας αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα νεοελλήνων και είναι άμεσα αναγνωρίσιμοι από τον θεατή. Πώς τους προσεγγίσατε με τους ηθοποιούς σου;

Μου αρέσει να γράφω πάνω σε συγκεκριμένους ηθοποιούς. Επομένως, όλοι οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι, αλλά και οι δεύτεροι, εξίσου σημαντικοί, είναι γραμμένοι για τους ηθοποιούς που παίζουν στην ταινία. Είναι πάνω τους, εκτός από αυτόν του Κώστα Νικούλι, με τον οποίο κάναμε μια μακρά έρευνα. Είχε έρθει και στην Κύμη, είχε ζήσει λίγο μαζί μας να δει τον χώρο. Είχαμε κάνει και πρόβες με τον Παύλο Ιορδανόπουλο που μοιράζονται πολλές σκηνές.

Αυτό το οποίο θέλαμε να προσεγγίσουμε ήταν το βιογραφικό του κάθε ήρωα – ποιος είναι στην πραγματικότητα, βάζοντας σκέψεις, ιδέες και βιώματα των ηθοποιών. Ούτως ή άλλως οι περισσότεροι ρόλοι είναι γραμμένοι με έμπνευση πραγματικούς χαρακτήρες. Επομένως, είχα στο οπλοστάσιο μια βάση ρεαλισμού έτοιμη, πάνω στην οποία δουλέψαμε και τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων. Πρόκειται για ταινία κοινωνικού ρεαλισμού. Αφού πετύχεις το ταίριασμα των σχέσεων των ηθοποιών, ο καθένας ξέρει μετά ποια είναι η σχέση του με τον άλλον και η δουλειά του σκηνοθέτη γίνεται πολύ εύκολη.

Η μουσική επίσης υποχρεώνει με έναν τρόπο τον θεατή να αφουγκραστεί τα συναισθήματα των χαρακτήρων.

Ο Κωνσταντής Πιστιόλης, ένας εξαιρετικός μουσικός, πολυοργανίστας, έχει συνθέσει την πρωτότυπη μουσική της ταινίας και παίζει ο ίδιος τα όργανα που ακούγονται – πνευστά, κρουστά, έγχορδα, δικής του εμπνεύσεως όργανα, τα πάντα. Ήταν μια πολύ χαρούμενη συνεργασία για μένα. Η μουσική του Κωνσταντή είναι η ψυχή της ταινίας, υπογραμμίζει την ιστορία και ανασαίνει μαζί της.

Δημήτρης Νάκος, Φωτ. Γιώργος Βελλής

Και μιλάει μια διεθνή γλώσσα η ταινία. Ζητούμενο αυτό σε όλες τις ελληνικές παραγωγές, να ξεπερνούν τα σύνορα της γλώσσας, τα σύνορα της Ελλάδας και να συνομιλούν με το κοινό στο εξωτερικό. Το «Κρέας» συμμετείχε και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο.

Στις χώρες της γειτονιάς των Βαλκανίων, όπως είναι η Ρουμανία, η Τουρκία ή η Βουλγαρία που δεν έχουν τη «βαριά» κινηματογραφική βιομηχανία που έχει η Γαλλία ή η Αγγλία, διαπιστώνουμε ότι όσο πιο τοπικά είναι τα θέματα τους, τόσο πιο παγκόσμια γίνονται αυτά. Και αυτό το οποίο μου έχει κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση με το «Κρέας» είναι ότι όπου έχει προβληθεί στο εξωτερικό, η αντιμετώπιση των θεατών είναι η ίδια με τους Έλληνες. Αισθάνονται και καταλαβαίνουν την ταινία με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι Έλληνες, γιατί έχουν αναλογίες και στις δικές τους επαρχίες.

«Τα προβλήματα αυτά είναι σαν να τα κληρονομούμε από την προηγούμενη γενιά και να τα κληροδοτούμε στην επόμενη. Και αυτό είναι και ένα ζήτημα που με ενδιαφέρει, όπως και το μέχρι σε ποιο βαθμό ευθύνονται οι γονείς και από ποιο βαθμό και μετά πρέπει να θεωρήσουμε το παιδί υπεύθυνο».

Συνοψίζοντας, είναι η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η αποφυγή ανάληψης ευθύνης, η συγκάλυψη μιας εγκληματικής ενέργειας, τα βασικά μας, εθνικά ελαττώματα;

Οπωσδήποτε είναι και μοιάζει να τα κληρονομεί η μία γενιά στην άλλη. Τα προβλήματα αυτά είναι σαν να τα κληρονομούμε από την προηγούμενη γενιά και να τα κληροδοτούμε στην επόμενη. Και αυτό είναι και ένα ζήτημα που με ενδιαφέρει, όπως και το μέχρι σε ποιο βαθμό ευθύνονται οι γονείς και από ποιο βαθμό και μετά πρέπει να θεωρήσουμε το παιδί υπεύθυνο.

Εννοείται ότι οι γονείς διαμορφώνουν και στοιχειώνουν πολλές φορές το χαρακτήρα ενός παιδιού. Αλλά πότε έρχεται η εξατομίκευση, ας πούμε του Έλληνα γιου, της Ελληνίδας κόρης; Και γενικώς από πότε και μετά μπορούμε να τον θεωρήσουμε πραγματικά υπεύθυνο; Διότι με τη λογική που κυριαρχεί, πρωτεύει η ευθύνη των γονιών. Με αυτή τη λογική όμως δεν θα φταίει ποτέ κανένα παιδί. Δηλαδή πάντα θα φταίει ο γονιός, που θα φταίει ο δικός του γονιός και πάει λέγοντας. Άρα η ευθύνη χάνεται στα βάθη των γενεών και ποτέ δεν υπάρχει το «σπάσιμο» του κύκλου. Θέλει θάρρος για να σπάσουμε αυτόν τον κύκλο. Θέλει θάρρος και βάση στην ευρύτερη παιδεία, πέρα από τις κύριες βάσεις στην εκπαίδευση, που είναι στα μαθηματικά, στην ιστορία, στα ελληνικά.

Και μετά αυτή η συνθήκη κλιμακώνεται και διαχέεται σε όλους τους τομείς της ελληνικής κοινωνίας.

Η πρώτη μικρή κοινωνία είναι η οικογένεια που μετά δημιουργεί ομόκεντρους κύκλους που απλώνονται σε μεγαλύτερες κοινωνίες.

Και τώρα έχει έρθει η έκρηξη, με ένα κοινό αίτημα ανάληψης ευθύνης για την τραγωδία των Τεμπών.

Το θεωρώ πολύ ελπιδοφόρο αυτό το κοινό αίσθημα θυμού. Γιατί καταλαβαίνουμε ότι ζούμε όλοι μαζί με τους συνανθρώπους μας στην ίδια πόλη και όχι απλά υπάρχοντας ο καθένας στον χώρο του.

Αισιοδοξείς για το κοινό μας μέλλον;

Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος, γι’ αυτό και έχει μια συγκεκριμένη τροπή η ταινία. Σε ό,τι αφορά τη σχέση πραγματικότητας και τέχνης, πρέπει να υπάρχει μια συνέπεια στο τέλος της ιστορίας που παρουσιάζεις με βάση αυτό το οποίο έχεις αφηγηθεί στην αρχή. Πώς περιμένουμε να βελτιωθούν τα πράγματα σε μια ταινία, αν δεν προϋπάρχει το απαιτούμενο πλαίσιο; Η ίδια η κοινωνία και η ιστορική στιγμή θα πρέπει να έχει επιτρέψει ή επιβάλλει το κατάλληλο πλαίσιο. Για να υπάρξει happy end, θα πρέπει να αλλάξει πρώτα η κοινωνία και φυσικά ο ίδιος ο άνθρωπος, ο καθένας μόνος του.

YouTube thumbnail

Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Cinobo Opera για τη φιλοξενία της φωτογράφισης.

INFO Το «Κρέας» του Δημήτρη Νάκου προβάλλεται στις αίθουσες από τις 6 Μαρτίου.

*Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr.