Το μπάσκετ άλλαξε, οι συνθήκες το ίδιο, το διακύβευμα όχι. Από το 1988, όταν καθιερώθηκε η νέα μορφή ανάδειξης της νέας πρωταθλήτριας Ευρώπης, κάθε Final Four κουβαλά τη δική του ιστορία.

Σε αυτή τη μακρά διαδρομή των 36 ετών ήταν αρκετές οι ομάδες που άφησαν το αποτύπωμά τους κερδίζοντας το στοίχημα της διαχρονικότητας. Είτε για το μπάσκετ που έπαιξαν, είτε γιατί ξεχείλιζαν από ποιότητα και δικαιώθηκαν από το αποτέλεσμα είτε επειδή ξεπέρασαν τα όριά τους.

Πριν από το πρώτο τζάμπολ στο Βερολίνο, και τους δύο αποψινούς ημιτελικούς Παναθηναϊκός – Φενέρμπαχτσε (19:00) και Ρεάλ Μαδρίτης – Ολυμπιακός (22:00), θυμόμαστε οκτώ χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Γιουγκοπλάστικα Σπλιτ – 1990

Η πληρέστερη και πιο ώριμη εκδοχή της τελευταίας -πιθανόν δε της πιο- σπουδαίας ομάδας που ξεπήδησε από τα σπλάχνα του μπάσκετ της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας.

Υπό τις οδηγίες ενός Σέρβου κόουτς που γεννήθηκε σε κροατικό έδαφος (Μπόζινταρ Μάλκοβιτς) η ΚΚ Σπλιτ των Τόνι Κούκοτς, Ντίνο Ράτζα, Ζόραν Σάβιτς, Βέλιμιρ Περάσοβιτς και Ντούσκο Ιβάνοβιτς ήταν το ψηφιδωτό μιας υπερταλαντούχας γενιάς αυτόφωτων αστέρων και στο «Παμπεγιόν Πρινθίπε Φελίπε» της Σαραγόσα θριάμβευσε.

Αφού πρώτα ισοπέδωσε με 101-81 τη γαλλική Λιμόζ, διατήρησε τα κεκτημένα στον τελικό με αντίπαλο στην Μπαρτσελόνα.

Οι «μπλαουγκράνα» είχαν τον κόσμο, αλλά όχι τις προσωπικότητες ή το γενικό σύνολο για ν’ αντέξουν στο φινάλε. Τα μεγάλα σουτ του Κούκοτς έδρασαν καταλυτικά για να διαμορφωθεί το 72-67 και η περίφημη Γιουγκοπλάστικα να πανηγυρίσει το back to back.

Φυσικά ο μετέπειτα καλύτερος έκτος παίκτη του NBA και σήμερα hall of famer αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης του τουρνουά.

Ρεάλ Μαδρίτης – 1995

Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς προσελήφθη για έναν και μόνο σκοπό στη Μαδρίτη: να επαναφέρει την έκπτωτη «βασίλισσα» στο θρόνο του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Οι «μπλάνκος» δεν είχαν πανηγυρίσει τον μεγάλο τίτλο από το 1980 και το κάζο του ’94 από την Μπανταλόνα στα playoffs τούς είχε πληγώσει. Με τον «Ζοτς» των δύο τροπαίων στα ηνία, το δίδυμο των Σαμπόνις – Αρλάουκας στο παρκέ και τις συγκυρίες ευνοϊκές (έδρα, κόσμος, διαιτησία), η Ρεάλ έκανε όλα όσα έπρεπε για να φτάσει στο τέλος της διαδρομής άνευ απειλής.

Μολονότι σκληροτράχηλη, η Λιμόζ ήταν ο πιο βατός αντίπαλος που θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει σ’ εκείνη τη φάση κι επιβεβαίωσε τον ρόλο του φαβορί χάρη στο 62-49. Το «θαύμα της φύσης» είχε 21 πόντους και 9 ριμπάουντ.

Ο έτερος φιναλίστ Ολυμπιακός του Ιωαννίδη ήταν πληρέστερη ομάδα και με δύο αστέρες στο ρόστερ του (Τζόνσον, Βολκόφ), αλλά εμφανίστηκε εξαντλημένος από τον ελληνικό εμφύλιο. Αυτό φυσικά βοήθησε την αποστολή της Ρεάλ.

Ο Σαμπόνις κυριάρχησε ξανά εντός κι εκτός ρακέτας (23π με 2/2τρ, 7ρ), αντιθέτως ο Έντι Τζόνσον (9π, 3/14 σουτ, 5λ.) εγκλωβίστηκε και το 73-61 ήρθε αναπόφευκτα για μια Ρεάλ που έφτανε άνετα στο όγδοο τρόπαιο.

Ζάλγκιρις Κάουνας – 1999

Ο λιθουανικός θρίαμβος στο Μόναχο έχει παρουσιαστεί ως ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα, μια μεγάλη έκπληξη δίχως αγωνιστικό υπόβαθρο. Είναι από τους μύθους που κυκλοφορούν παραδοσιακά εκεί έξω, αλλά διαψεύδεται κάθε φορά πανηγυρικά.

Τα δείγματα γραφής από την υπερηχητική ομάδα του Γιόνας Καζλάουσκας είχαν δοθεί από την κανονική περίοδο της διοργάνωσης. Η Ζάλγκιρις είχε τερματίσει πρώτη στον όμιλό της και είχε ξεπαστρέψει με 2-0 νίκες τόσο την Ούλκερ όσο και την Εφές στους δύο γύρους των playoffs. Απλώς στην τελική φάση έδωσε συνέχεια στη σαρωτική πορεία της.

Στον ημιτελικό ο Ολυμπιακός ήταν πολύ άστοχος από την περιφέρεια και πολύ αργός αμυντικά για να την απειλήσει. Η παράδοση των «ερυθρόλευκων» είχε έρθει από το πρώτο μισό πριν από το τελικό 87-71.

Ούτε όμως η Βίρτους Μπολόνια όρθωσε ανάστημα παρά τους 27 πόντους του Αντουάν Ριγκοντό. Με 73% από το τρίποντο και πέντε παίκτες με διψήφιο αριθμό πόντων (Μπούι, Έντνι, Ζίντεκ, Στομπέργκας, Μ.Ζουκάουσκας) το 82-74 αντικατοπτρίζει τη διαφορά των δύο φιναλίστ στο παρκέ.

Μακάμπι Τελ Αβίβ – 2004

Ομάδα περισσότερο του θεού, σχεδόν εξωγήινη, κι όχι τόσο του λαού η Μακάμπι που εμφανίστηκε στο Final Four του Τελ Αβίβ.

Μόνο και μόνο το γεγονός πως το τουρνουά διεξαγόταν στην έδρα έδωσε φτερά στα πόδια της «αρμάδας» του Πίνι Γκέρσον.

Η ισχυρή ΤΣΣΚΑ του Ντούσαν Ίβκοβιτς είχε προσπαθήσει να της σταθεί εμπόδιο στον δρόμο για τον τελικό, κλείνοντας το πρώτο μισό με οριακό προβάδισμα. Παρόλα αυτά το επιμέρους 52-43 της ισραηλινής ομάδας στο δεύτερο, με 27π. από τον Άντονι Πάρκερ, έφερε την ανατροπή (93-85) και κατ’ επέκταση την πρόκριση στο μεγάλο ραντεβού για τον τίτλο.

Το ακόμη βολικότερο για τη Μακάμπι ήταν πως βρήκε απέναντί της μια Φορτιτούντο Μπολόνια που είχε εξουθενωθεί από τον ιταλικό «εμφύλιο» κόντρα στη Σιένα. Αφότου δε οι «κιτρινομπλέ» μπήκαν με ορμή κι άνοιξαν το ματς με 31-13 στην πρώτη περίοδο, η αντίπαλός τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο ν’ ακολουθήσει.

Οι Πάρκερ, Γιασικεβίτσιους, Μπλου και Μπουρστάιν συνέθεσαν ένα ασυναγώνιστο καρέ και με «θείο» μπάσκετ (74%δ, 61%τρ) σ’ έναν ιερό τόπο η Μακάμπι έφτασε την υπέρ της διαφορά σε δυσθεώρητα ύψη πριν από το τελικό 118-74.

Παναθηναϊκός – 2009

Στην αρένα του Βερολίνου ο Παναθηναϊκός θα γινόταν «πεντάστερος». Ομάδα πολυτελείας ήταν από την αρχή της σεζόν, πριν από το 73-71 επί της ΤΣΣΚΑ στον ανατρεπτικό τελικό της 3ης Μαΐου, καθώς ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς διέθετε ήδη μια ελίτ πρωτοκλασάτων παικτών τόσο σε περιφέρεια όσο και σε ρακέτα.

Η συνύπαρξη των Διαμαντίδη – Σπανούλη – Γιασικεβίτσιους στο 1-2, δίπλα σε Νίκολας – Χατζηβρέττα, και των Φώτση – Τσαρτσαρή – Μπατίστ – Πέκοβιτς στη φροντ λάιν είχε γεννήσει ένα ηφαίστειο που μετά τα μέσα της σεζόν εκτόξευε πηχτή λάβα από τα σωθικά του.

Το 5-1 στο Top-16 και το 3-1 επί της Σιένα στα playoffs, με δύο νίκες στην Ιταλία, έφερε το «τριφύλλι» στον νικηφόρο ημιτελικό του Final Four με αντίπαλο τον Ολυμπιακό (84-82) κι από εκεί στην αδυσώπητη μάχη κόντρα στους Μοσχοβίτες που βρέθηκαν ένα σουτ από την ανατροπή του -23 (56-33) στο 24′.

Το τρίποντο του (πρώην) Σισκάουσκας βρήκε σίδερο κι οι «πράσινοι» της Αθήνας, παρά τις διαμαρτυρίες για τη διαιτησία, θα επιβραβεύονταν αφενός για την τεράστια επένδυση σε ποιότητα αφετέρου για το ολοκληρωτικό μπασκετικό σχέδιο.

Ολυμπιακός – 2013

Στη Ρώμη το 1997 έλαμψε το άστρο του Ντέιβιντ Ρίβερς, σ’ έναν από τους πιο θαυμαστούς μονολόγους όλων των εποχών σε Final Four. Και στην Κωνσταντινούπολη το 2012 έγινε η «χειροτόνηση» του Γιώργου Πρίντεζη ως αγίου πατέρα της ερυθρόλευκης θρησκείας.

Μόνο που όσα κατάφερε ο Ολυμπιακός του Γιώργου Μπαρτζώκα στο Λονδίνο, τον Μάιο του 2013, είναι ασυγκρίτως εντυπωσιακότερα από όσα είχε καταφέρει το κλαμπ τις προηγούμενες δύο φορές που βρέθηκε στο ζενίθ.

Κι αν η απόδοση στον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ ήταν εφάμιλλη αμυντικής προσαρμογής για σεμινάριο προκειμένου να εξουδετερωθούν όλα τα αντίπαλα όπλα, ο τρόπος διαχείρισης του τελικού απέναντι στη Ρεάλ παρομοιάζεται δικαίως με ραψωδία υψηλής καλλιτεχνικής εμπνεύσεως.

Στο 69-52 οι Πειραιώτες είχαν κρατήσει τους Μοσχοβίτες στο 31% επιτρέποντάς τους μόνο 8 ασίστ και κερδίζοντας κατά κράτος τη μάχη των ριμπάουντ. Προτού στο επιβλητικό 100-88 κερδίσουν τους «μπλάνκος» στο δικό τους παιχνίδι (υψηλό τέμπο, τρανζίσιον, πολλές κατοχές) με έξι παίκτες να έχουν τουλάχιστον δέκα πόντους!

Ο Ρούντι ήταν από τότε έξαλλος.

ΤΣΣΚΑ Μόσχας – 2019

Σ’ ένα Final Four με τέσσερα ισοδύναμα φαβορί, η ομάδα που κατάφερε να «επιβιώσει» στο παρκέ της «Φερνάντο Μπουέσα Αρένα» ήταν εκείνη του Δημήτρη Ιτούδη (που έφτανε τα επτά προσωπικά τρόπαια).

Στην κορυφή της Euroleague η ΤΣΣΚΑ θα επανερχόταν μετά από ένα μικρό διάλειμμα δύο «άγονων» ετών. Για να πετύχει είχε στηριχθεί στην αγωνιστική συνέπεια που φρόντισε να επιδείξει σ’ ένα υψηλού επιπέδου μπάσκετ καθ’ όλη τη διάρκεια του τουρνουά.

Με μέσο όρο επίθεσης στους 93 πόντους και τον Γουίλ Κλάιμπερν να κρατά το λάβαρο της επανάστασης, η «αρκούδα» εγκαθίδρυσε στη Βιτόρια τη δική της «δικτατορία του προλεταριάτου». Πρώτα απέκλεισε τη Ρεάλ Μαδρίτης (95-90) και κατόπιν επιβλήθηκε (91-83) της Εφές, προσθέτοντας άλλο ένα έπαθλο στην πλούσια βιτρίνα.

Τόσο αποφασισμένοι ήταν στο F4 οι Μοσχοβίτες του Έλληνα κόουτς που στον τελικό σούταραν με 64% από το τρίποντο, έχοντας ευστοχήσει στις 14 από τις 22 απόπειρές τους. Ήταν το δικό τους επιβλητικό τουρνουά εκείνο στη Χώρα των Βάσκων.

Εφές – 2021

Η σειρά της τουρκικής ομάδας καθυστέρησε έναν χρόνο, αλλά επικυρώθηκε επί γερμανικού εδάφους. Ο κορωνοϊός είχε φρενάρει τη φιλοδοξία που γεννούσε το 24-4 στα 3/4 της κανονικής περιόδου, αλλά το σύνολο του Εργκίν Αταμάν, που είχε παραλάβει ένα ημιδιαλυμένο σύνολο και τού χάρισε υπόσταση, δεν απώλεσε την πίστη του.

Το συναπάντημα με τη Ρεάλ στα playoffs είχε θέσει σε κίνδυνο το ταξίδι στην Κολωνία, δεδομένου πως κρίθηκε οριακά (πέμπτο ματς), αλλά ξεχείλιζε τέτοια αυτοπεποίθηση το δίδυμο των Λάρκιν – Μίσιτς που τίποτα πια δεν θα εμπόδιζε την πορεία προς τον τερματισμό.

Ο Σέρβος ήταν σπουδαίος σε όλο το τουρνουά. Μάλιστα απέκλεισε σχεδόν μόνος την ΤΣΣΚΑ, «υπογράφοντας» την εκδίκηση της Εφές για την προ διετίας ήττα, προτού στον τελικό ο Αμερικανός σταθεί επάξια στο πλευρό του.

Το 86-81 επί της Μπαρτσελόνα θα αντάμειβε αυθωρεί και παραχρήμα την τουρκική ομάδα για το ολοκληρωτικό μπάσκετ όλης τη προηγούμενης διετίας.

Κομβική στην τροπή που πήραν τα πράγματα η παρουσία του ψηλού Σανλί, που κράτησε τον ρόλο του σκιώδους  MVP με 31 πόντους και 10 ριμπάουντ στα δύο ματς.